Επαγγέλματα και βιοτεχνίες στην Ιθάκη τον περασμένο αιώνα | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τρ, Ιουλ 25th, 2017

Επαγγέλματα και βιοτεχνίες στην Ιθάκη τον περασμένο αιώνα

ιθακη

Πάνω στο νησί ήταν σε κάθε ακμή οι βιοτεχνίες, οι σχετικές με τα καράβια, όπως η ναυπηγική με τρεις ταρσανάδες που δούλευαν συνέχεια, η σιδηρουργική, η ξυλοκοπτική, η υφαντική για τα πανιά, η καλαφατική. Έφερναν ξυλεία, δηλαδή κορμούς δένδρων από τα δάση της Στερεάς (Πίνδο, Τζουμέρκα, Άγραφα), που τα έκοβαν και τα κατέβαζαν με το ρέμα του Αχελώου ίσαμε τη θάλασσα και κείθε τάφερναν ρυμούλκα σε σάλια μέχρι το Θιάκι όπου τάκοβαν με τους «καταρράχτες», τα γνώριμα ακόμη χειροκίνητα μεγάλα πριόνια. Έφερναν επίσης ξυλεία, πριονισμένη και μη, από τη Βενετία και το Τριέστι. Ακούμε ότι ο καπετάν Αντώνης Μουσούρης Μώμος, πήγε ο ίδιος στην Αυστρία για να κόψει και να διαλέξει την κατάλληλη ξυλεία για τη ναυπήγηση του καραβιού του στο Θιάκι.

Γενικά οι Θιακοί είχαν δύο τουλάχιστον επαγγέλματα καθένας τους. Ένα, το ναυτικό, της θάλασσας και του ποταμού και το άλλο που εξασκούσαν σαν επέστρεφαν στο νησί, έπειτα από κάθε καλοκαιρινή τους εξόρμηση. Οι αξενήτευτοι κάτοικοι ήταν τεχνίτες, ξυλουργοί, ναυπηγοί, σιδεράδες, οικοδόμοι, πετροκόμοι. Οι δυο τελευταίες ειδικότητες είχαν ηπειρωτική καταγωγή, Γιαννιώτες ή Αρβανίτες όπως τους έλεγαν. Άλλοι ήταν τσαγγάρηδες, ραφτάδες, ψαράδες και το κυριότερο γεωργοί, αμπελουργοί, τσοπάνηδες. Άλλα επαγγέλματα ήταν της ειδικότητας των ντελικάτων, όπως τους έλεγαν, χρυσοχόοι, ρεμεσέρηδες (επιπλοποιοί) και εκκλησιαστικοί καλλιτέχνες και αγιογράφοι, τέχνες, οι τελευταίες, που τις έφερναν απ’ έξω ξένοι ειδικοί, Ζακυνθινοί ή Ρουμελιώτες και τις μετέδωσαν στους ντόπιους.

Στην αγιογραφία πήγαιναν και τελειοποιούνταν στη Ζάκυνθο. Και η Κεφαλλονιά είχε μεγάλη επίδραση στην εκκλησιαστική ξυλογλυπτική, ακόμη και στην αγιογραφία, όπως μας δείχνουν υπογραφές εικόνων σε διάφορες εκκλησίες καθώς και η παράδοση για τα εικονοστάσια μερικών εκκλησιών. Αγραφιώτες αγιογράφοι άφησαν τα δείγματα της βυζαντινής αγιογραφικής τους παράδοσης, όπως βλέπουμε στις πιο παλιές εκκλησίες μας, του ΙΖ’ αιώνος, σε τοιχογραφίες, παράδοση που την πήραν και εντόπιοι καλλιτέχνες όπως π.χ. οι υπογραφές στην Πρόθεση της Μαρουλάτας του Περαχωρίου, του Αγίου Ευσταθίου στο Βουνάκι και στη βασιλική της Ανωγής.

Ωστόσο δεν υπήρχε Θιακός που να μην ξέρει το κάθε τι με την καλλιέργεια του αμπελιού, της ελιάς ή του περιβολιού. Είχε πολλούς αμπελουργούς το νησί, καθώς και ελαιουργούς, η δε παραγωγή των δυο αυτών αγαθών ήταν μεγάλη και έδινε μεγάλο εισόδημα σε μεγάλους και μικρούς. Πολλά ήταν τα λιοτρίβεια σ’ όλα τα χωριά, όπως και στη Χώρα και στην εποχή του τρύγου και της ελιάς, η ζωή ήταν άξια της περιγραφής ενός Δροσίνη.

Η σταφίδα ήταν επίσης κύριο προϊόν και η εξαγωγή άλλοτε στη Βενετία μετριόταν σε εκατοντάδες χιλιάδες βενετσιάνικες λίτρες. Ορισμένη περιοχή του νησιού έβγαζε πολλά ξυλοκέρατα που γινόταν μεγάλη εξαγωγή απ’ αυτά. Ο τόπος ευνοούσε την παραγωγή κριθαριού που το έκαναν χαρμάνι με το σιτάλευρο για την παρασκευή του ψωμιού της οικογένειας, ωστόσο πολλοί γεωργοί έψεναν σκέτο κρίθινο ψωμί και ήταν ονομαστές οι κρίθινες σταφιδοκουλούρες και τα κρίθινα παξιμάδια, οι καστανιόλες όπως τις έλεγαν. Γεγονός ότι έβγαινε και σιτάρι ο τόπος, αλλά στα χρόνια της ιστιοφορίας, δεν τους ανησυχούσε γιατί τα καράβια έφερναν τα ρουμανικά στάρια, κορνόβια, που τα άλεθαν στον τόπο.

Μεταξύ των επαγγελμάτων ξεχώριζαν και τα εμπορικά, δηλαδή το εμπόριο των δημητριακών, τροφίμων, υφασμάτων, αποικιακών, αλιπάστων. Γίνονταν εξαγωγές των ντόπιων, όπως η σταφίδα, που αποθηκευόταν στη Χώρα και φορτωνόταν στα μεγάλα καράβια για το εξωτερικό – Βενετία, Τριέστι, Μασσαλία κ.ά. Έξαγωγές κρασιών έκαναν σε μεγάλη κλίμακα προς τη Ρουμανία συνήθως ή την Αδριατική, επίσης τα τυριά καθώς και τα ακατέργαστα δέρματα, αν και υπήρχαν αρκετά ταμπάκικα στο νησί. Τα ξυλοκέρατα της Λεύκης φορτώνονταν σε καΐκια που αγκυροβολούσαν αποκάτω από τους βράχους της παραλίας εκείνου του χωριού. Οι σιταράδες έφερναν γεννήματα από τη Ρουμανία και τα άλλα μαυροθαλασσίτικα λιμάνια με δικά τους ή ναυλωτά καράβια και τα μεταπουλούσαν αντίκρυ στο Ξηρόμερο ή στον κοντινό Μοριά. Έτσι το λιμάνι έγινε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, λόγω που η επαναστατημένη Στερεά δεν μπορούσε να σπείρει δικά της.

Κοντά στους σιτέμπορους ευημερούσαν και οι μυλωνάδες, είχε δε πολλούς μύλους το νησί, που άλεθαν όλο το χρόνο τα φορτία που έφερναν τα καράβια. Αργότερα με την επικράτηση του ατμού ήταν τα μηχανοκίνητα ελαιοτριβεία συνδυασμένα με αλευρόμυλους. Οι ανεμόμυλοι στο Θιάκι είχαν από την παλιά εποχή και τα ιδιαίτερα ονόματά τους, δηλαδή: εκείνος στο Γιαννισκάρι ήταν ο «Μύλος» και ούτε ο κύριος πύργος του δεν υπάρχει πια, μένοντας μόνο το όνομά του στην τοποθεσία «στο μύλο». Στη σειρά απάνω στις βουνοκορφές έρχονται ο «Καρναβάς», «ο Μεσινός», «ο Βούνος», «οι δυο Περαχωρίτικοι» και κάτω στον Κάμπο «ο Καμπίσιος». Πιο πέρα ο «Καρτέρης», «οι Χαμηλοί» (ή Χαμολιοί), που ήταν τρεις στη σειρά κοντά κοντά, που δούλευαν ακόμη και στον καιρό μας. Αυτοί ήταν του Μπότσα, του Χάρη και του Βοτρίδη. Ο άλλος αντίκρυ στο Κάστρο ήταν «του Σπυρίτση» και πιο πέρα ένας «στην Καλαβρή». Λησμονήσαμε εκείνον στα Δρακουλάτα του Περαχωριού. Όλοι στόλιζαν το τοπίο της νότιας Ιθάκης, σαν ήταν με απλωμένα τα πανιά τους και γύριζαν στις πνοές του μπάτη ή του στραβοπουνέντε κλπ.

Στη Βόρεια Ιθάκη ήταν ένας στον Άσπρο Γιαλό, ο Καμηναίικος και ένας άλλος ψηλά, πάνω από τη Λεύκη στο λόφο του Τζανέτου. Στην Εξωγή εκείνος του Μαυρομάτη καθώς και εκείνοι του «Γαννιού», του «Κουρκουτά» και ο «Κουτρόμυλος». Για τους μύλους της Ανωγής, τρεις, ξέρουμε ότι ήταν Τελεμαχαίικος, ο Καρουσαίικος και ο Απριλαίικος. Τα ονόματα του μύλου του Πλατρειθιά, στην Παναγιά, κι κείνων στην Βίγκλα δεν τα μάθαμε, που φαίνεται να λησμονήθηκαν από τους περισσότερους, οι πύργοι τους υπάρχουν ακόμη. Τελικώς μάθαμε ότι οι μύλοι του Κιονιού ξεχώριζαν με τα ονόματα, οι τρεις στο «Ψιγάδι», ο «Κάτω Μύλος», ο μύλος στα «Χερουλάκια», στη Ράχη ο μύλος του «Μπαούτη», το όλον έξι. Ήταν ένας μέσα στο Κιόνι, ο «Κουτσόμυλος», ωστόσο μας εδόθησαν και τα ονόματα: «Μελμπαίικος», «Καλιανεσαίικος», «Καραμπουλαίικος» και «Διονυσαραίικος».

Για τους δυο που σημειώσαμε πιο πάνω στη «Βίγκλα» οι Κιονιώτες λένε πως ήταν κιονιώτικης ιδιοκτησίας, όπως είναι και ο τόπος. Μας έχουν πει για το μύλο του «Αμάραντου», που είναι νεότερος, γιατί αυτός τον έκτισε σαν ήρθε από την Αυστραλία με πολλές οικονομίες, στη θέση Ραζή και τον ονόμασε «Αυστραλία», σκαλίζοντας το όνομα στο ανώφλι της πόρτας για να θυμάται τον ξενιτεμό του. Στις Φρίκες ήταν και ο μύλος του «Σταθούλη». Πολλοί από τους μύλους ήταν μετοχικοί και οι μετοχές ορίζονταν με τις αντένες, δηλαδή ένας μέτοχος μπορούσε να έχει ιδιοκτησία μια και πλέον αντένα και συνακόλουθα ανάλογο μερίδιο στα κέρδη και στη διοίκηση του μύλου.

Και στα άλλα νησιά της Ελλάδας συμβαίνει το ίδιο με τους μύλους. Σαν που η ατμομηχανή αχρήστεψε το ανέξοδο κινητήριο στοιχείο, τον άνεμο, και με οργασμό επικράτησε η ατμομηχανή, οι μύλοι, ένας – ένας, ερείπωσαν. Οι ξυλικές τους μεταφέρθηκαν για άλλες ανάγκες και τους πύργους τους τρώει ο χρόνος σε συνεργασία με τα αμείλιχτα στοιχεία της φύσης, βροχές και ανέμους. Ένα, τον «Μεσινό», τον έκαμαν οι Ιταλοί της Κατοχής παρατηρητήριο, γκρεμίζοντας μέρος του πύργου. Ο μύλος του «Μπότσα» στο Χαμολιό και εκείνος στον Κάμπο, εξαφανίστηκαν τέλεια. Τώρα βλέπουμε τις λοφοκορυφές να στεφανώνονται με ερειπωμένους μυλόπυργους. Ήταν γραφικό το θέαμά τους και μεις οι πιο παλιοί ακόμα τους θυμόμαστε που άλεθαν, ακόμη στον καιρό μας, ντόπια και εισαγόμενα γεννήματα που είχαν πια λιγοστέψει.

Ρίχτηκε μια ιδέα, όπως και αλλού, να αναστηλωθούν για τουριστικούς λόγους και όπως λέγει ο εξαίρετος κ. Παύλος Φλώρος, λογοτέχνης φίλος της Ιθάκης και προσωπικός μου φίλος, εις το ωραίο του βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ, σελ. 203, «τους αξίζει, γιατί είναι κρίμα, ότι στάθηκε εκατόχρονα και υπηρέτησε τον άνθρωπο, να το πετάς έτσι σαν πεπονόφλουδα γιατί δε σου χρειάζεται πια σήμερα. Και πρέπει να στάθηκαν οι μυλωνάδες εκείνοι ζηλευτοί άνθρωποι. Και περιζήτητοι. Γιατί γλίτωναν τα σπιτικά από τον κόπο ν’ αλέθουν το καθένα χωριστά το σιτάρι απάνω στην πανάρχαια μυλόπετρα, τον χειρόμυλο. Το τρίξιμο του ανεμόμυλου που γυρίζει στον άνεμο και μοιάζει στεναγμός, λέγει πολλά για τον μόχθο του ανθρώπου για να κερδίσει το καθημερινό του ψωμί. Και όταν ακόμη στέκονταν παλικάρια οι ανεμόμυλοι, που συντυχαίνανε οι άνθρωποι κανένα κομμάτι ψωμί στο δρόμο, σκύβαν, το σήκωναν, το φιλούσαν και το ξαναπίθωναν στην άκρη για να μην πατιέται και για να το εύρουν τα πετεινά του ουρανού».

Ο μακαρίτης συμπολίτης μας Νίκος Μαράτος, σε γράμμα που μας έστειλε από το Capetown όπου έμεινε πριν από την αρχή του αιώνα μας, μας είπε ότι η ναυτιλία της Ιθάκης, όπως είχε ακούσει, άρχισε πριν από το 1700.

Και μεις νομίζουμε ότι αυτή η παράδοση είναι πραγματικότης, όπως βλέπουμε και στο αρχειοφυλακείο Ιθάκης, γιατί το 1700 είχαν πια οργανωθεί στο νησί οι παραλιακές κοινότητες. Οι πρώτες εκκλησίες στην τωρινή Χώρα, στο Βαθύ, που σιγά σιγά ονομάστηκε το χωριό του Μώλου, ήταν από πολύ πριν κτισμένες, καθώς κατέβαιναν οι κάτοικοι των ψηλωμάτων κάτω στην παραλία να κατοικήσουν, λυτρωμένοι από το φόβο της πειρατείας και άρχισαν να γίνονται συναδελφικές γύρω στα 1700, καθώς η ναυτιλία του νησιού είχε αρχίσει να ξανοίγεται στις μεγάλες θάλασσες. Οι τοιχογραφίες της βασιλικής της Ανωγής έγιναν το 1680 και η άλλη του λόφου το «Γαρδελάκι» έγινε ενορία το 1738. Στον λόφο αυτόν υπήρχε μια σκοπιά, Guardella, για να δίνει ειδοποίηση στις Αρχές της Παλιάς Χώρας, στα Πεταλάτα, για την κίνηση του λιμένα. Συμπέρασμα, το Θιάκι είχε ναυτιλία που χρονολογείται πολύ πριν το 1700.

Ο Μαράτος, που ήταν από τους πιο παλιούς Θιακούς της Νότιας Αφρικής, μας λέγει: «Όταν ήμουν επτά ετών, θυμάμαι έναν πλοίαρχον Γεράσιμον Πέτα – Γιαμά, ήτο σχεδόν εκατό ετών, είχε κάμει με το ιστιοφόρο του ταξίδι στη Βαλτική». Έτσι χρονολογούμε ότι αυτό το ταξίδι έγινε στα 1830 περίπου, μπορεί και πριν. Από οικογενειακή παράδοση απογόνων του που τώρα ζουν, τρίτη γενεά, ξέρουμε ότι ο πλοίαρχος Γιάννης Καραβίας – Μαλαπάνος και τα δυο του αδέρφια, ξεκίνησαν με το τριίστιο ιστιοφόρο τους να κάνουν ταξίδι προς τον Ινδικό, και δεν ξανακούστηκαν, υπολογίζεται δε ότι χάθηκαν στο καβατζάρισμα του Ακρωτηρίου. Πιο πίσω σε άλλη σελίδα έχουμε αντίγραφο ντοκουμέντου σχετικού με το γεγονός.

Από τη Βόρεια Ιθάκη μας διηγούνται ότι ένας πλοίαρχος Μεταξάς, από την περιοχή τους, ταξίδευε με το καράβι του στα σκανδιναβικά νερά, πηγαίνοντας φορτωμένος με θιακά προϊόντα και επέστρεφε φορτωμένος αλίπαστα, σαρδέλες, ρέγγες, μπακαλάους. Λεπτομέρειες για τον ίδιο ή το καράβι του δεν έχουμε περισσότερες, μόνο το ότι σ’ ένα του ταξίδι κοντά στη Νορβηγία τον έπιασε κακοκαιρία δυνατή. Ωστόσο κατάφερε να διασώσει το πλήρωμα ενός νορβηγικού ψαράδικου και να το πάει στο κοντινό λιμάνι της Νορβηγίας. Για το κατόρθωμά του αυτό οι Νορβηγοί τον ονόμασαν Salvadius, δηλαδή ναυαγωσώστη, που του έμεινε για παρατσούκλι και το έχουν ακόμη και οι απόγονοί του.

Συνεχίζοντας με τις πληροφορίες του Μαράτου, μαθαίνουμε ότι οι Μαραταίοι της Ιθάκης ήταν καπεταναίοι, καραβοκύρηδες, έμποροι, εξαγωγείς προϊόντων της Ιθάκης και εισαγωγείς δημητριακών, καθώς και επιστήμονες γιατροί κατά κλάδους. Ο πατέρας του Νίκου, Στάθης, ήταν έμπορος δημητριακών και συνεργάζετο με τον πλοίαρχο και καραβοκύρη Στάθη Γιαννιώτη – Βελαρδή, που του έκανε τις μεταφορές των εμπορευμάτων του. Η πλοιαρχική επίδοση των Μαραταίων ανεβαίνει ψηλά στις αρχές του ΙΘ’ αιώνα και πριν ακόμη, όπως φαίνεται σε άλλες σελίδες του βιβλίου. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι και τώρα σε δυο κλάδους της οικογένειας, θιακό και κεφαλλονίτικο. Μεταξύ των Μαράτων διακρίθηκαν και διάσημοι γιατροί, που πολύ παλιός ήταν ο Στυλιανός, «ιατρός χειρούργος και καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας, τοις πρώτοις αξιώμασι της Πολιτείας διαπρέψας», όπως λέγει η επιγραφή του τάφου του, στον Άγιο Σπυρίδωνα – Παλάτια. Απέθανε το 1850.

Τέλος, ο κ. Ν. Μαράτος μας δίνει πληροφορίες και ονόματα καπεταναίων και καραβοκυραίων κατά οικογένειες.

«Κονταραίοι, Βλασσοπουλαίοι, Μακραίοι, Τσινακαίοι, Λιοσάτος – Κράβαρης, οι Μαραταίοι, Στυλιανός, Θεμιστοκλής και Στάθης, Πιερραίοι, Καραβιάδες, Φερεντιναίοι, Χαναίοι κ.ά. Από αυτούς είναι που πέρασαν από τα πανιά στον ατμό και από τους πρώτους ο Σπύρος Καραβίας – Θωμάς, ο δε Νικολής Λιοσάτος – Κράβαρης επλοιάρχευσε το πρώτο «Αντώνιος Σταθάτος» των Σταθαταίων»1.

Έτσι ήταν σε ακμή το νησί, από τα μισά του περασμένου αιώνα μέχρι την τελευταία δεκαετία του και το λιμάνι ήταν σαν το μεγάλο πορτόνι αρχοντικού, που άφηνε να μπαίνουν τα πλούτη της θάλασσας και της ξενιτιάς. Η Ανεξαρτησία όμως και ο ατμός, μαζί με το άνοιγμα του καναλιού στα Ξιμίλια, τον Ισθμό, εστάθηκαν οι συντελεστές για να νεκρώσει η κίνηση, και το ξεκίνημα του Κ’ αιώνα έδωσε τέλος την ιδιότητα «κέντρου διακομετακομιστικού εμπορίου» στο λιμάνι του θαλασσινού γέροντα. Έγινε κι αυτό «απόμαχος», με στάσιμους θαλασσινούς, τους απόμαχους του ΝΑΤ.

Μόνο το πάε κι έλα μικρών καϊκιών, που με την ώρα τους έγιναν κι αυτά μηχανοκίνητα, τα ταχτικά περάσματα των επιβατηγών της ακτοπλοΐας και, τώρα τελευταία, τα πορθμεία δίνουν μια μικρή κίνηση στο λιμάνι μας. Παλαιότερα τα αυστριακά της γραμμής, πριν ακόμη μεγαλώσει η ακτοπλοΐα μας, προσήγγιζαν στον Πίσω Αετό, για να μπασοβγάλουν ταχυδρομεία και επιβάτες, μα κι αυτό έσβηνε στην ώρα του και μόνον οι σφυρίχτρες των σημερινών ιταλικών, που περνούν από το «Κανάλι τσι Κεφαλλονιάς», ακούγονται, σαν αυτά στο διάβα τους πέφτουν κοντά στον ορμίσκο του Πίσω Αετού, που ίδιοι οι Ιταλοί δεν ξέρουν για ποιο λόγο σφυρίζουν. Είναι για δαύτους μόνο παράδοση. Το σφύριγμα αυτό είναι φανερό πως τους έμεινε από τον καιρό εκείνο που σταματούσαν για τον παραπάνω σκοπό.

Τώρα το πανί χάθηκε ολότελα, ούτε καν στις μικρές βάρκες, που έκαναν το καλοκαίρι βόλτες με τον μπάτη, δεν φαίνεται. Το έδιωξε κι απ’ αυτές η βενζίνα. Μόνο στα ξένα γιότ, που προσεγγίζουν το καλοκαίρι, το βλέπουμε, καθώς δίνει τον τόνο εκεί που άλλοτε ήταν δάσος τα τετράγωνα και τα τρίγωνα πανιά των καραβιών της Ιθάκης. Μόνο ο θρύλος έμεινε.

Και δυο ανέκδοτα της μικρής ιστιοφορίας που κι αυτή έσβησε μπροστά στο δηζελοκίνητο. Ίσως ο πρωταγωνιστής να είναι το ίδιο πρόσωπο και στα δυο. Για τούτο δεν μπορούνε να με βεβαιώσουνε οι αφηγητές, αλλά το όνομα είναι το ίδιο και οι χρονολογίες πλησιάζουν.

Ο Διονύσης Αναγνωστάτος, από τις Φρίκες, είχε ένα μικρό καΐκι. Ταξίδευε ολόγυρα στο νησί και στα πλησίον λιμανάκια των άλλων νησιών της ναυτικής μας γειτονιάς. Εκείνη την εποχή, κάπου στα 1870, έρχονταν τα γαλλικά καράβια και φόρτωναν «ντουμανά» στη Βασιλική, το γνωστό από παλιά λευκαδίτικο κρασί. Κάποια χρόνια που φυσούσαν δυνατοί οι Σιρόκοι, τους τα έριξαν μαζεμένα έξω και τα βούλιαξαν μέσα σε κείνη τη σπιάτζα. Η ανέλκυση αδύνατη και οι Γάλλοι απελπίστηκαν. Ο παραπάνω Διονύσης σκέφτηκε την πρακτική και πήγε με κολυμβητές και τα ανέλκυσε με βαρέλια. Οι Γάλλοι ιδιοκτήτες του έδωσαν για πληρωμή δυο από τα ανελκυσθέντα καραβάκια. Αυτός πούλησε το ένα και βάσταξε το άλλο – αρματωσιά σταύρωση – και αφού το επισκεύασε άρχισε να ταξιδεύει στη Ρουμανία με λάδι Θιακό και πίσω με γεννήματα και κασκαβάλια. Ταξίδευε μέχρι που πήρε σύνταξη, αφήνοντας καλή κατάσταση.

Το άλλο ανέκδοτο αφορά επίσης τον Αναγνωστάτο, ίσως να πρόκειται περί τού ίδιου. Είχε ένα καΐκι μικρό, που είχε δυο πανιά, αυτά που τα λέμε ψάθες. Το φόρτωσε λάδι από το χωριό του και το πήγε στο Δούναβη. Εκεί το φόρτωσε στάρι «κορνόβι» και το έφερε στο Θιάκι. Ήταν ολότελα αγράμματος και μόνο με την πράξη ταξίδευε στα κοντινά μας νερά. Όταν έφυγε από τις Φρίκες, το μικρό λιμανάκι της Βορείου Ιθάκης, πήγε στη Σύρα και έμεινε αρκετές ημέρες εξακριβώνοντας με πονηριά ποιο καράβι ήταν να φύγει για τον Ποταμό. Έφυγε κι αυτός χωρίς να πει σε κανέναν τίποτις για προορισμό του. Ακολουθώντας τα άλλα καράβια, πέρασε τα Δαρδανέλλια και τα Καβάκια και με τον ίδιο τρόπο έφτασε στο Σουλινά. Η επιστροφή του στάθηκε ευκολότερη, και από αυτή την περιπέτεια είχε μεγάλο κέρδος σε σύγκριση με ότι του έμενε ταξιδεύοντας στα κοντινά μας νερά.

Το ανέκδοτο αυτό το γράφω όπως μου το είπανε ακριβώς χωρίς άλλο σχόλιο. Τα τελευταία μικρά ιστιοφόρα που θυμάμαι κι εγώ και οι συνομήλικοί μου είναι η «μπρατσέρα» του Καπετάν Σπύρου Βλασσόπουλου Καπή, το καΐκι του Φτέρνα, (αυτό είναι παρατσούκλι, ενώ το επώνυμο ήταν Τρούπος), το άλλο των Οικονομόπουλων ή Κοκκινοματαίων, το μικρό καραβόσκαρο των Τριλιβαίων, Γιάννη και Βασίλη, καθώς και τα τρία τελευταία της ίδιας οικογένειας, που είχανε και μηχανή. Το τελευταίο απ’ αυτά δουλεύει ακόμα στη γραμμή Πάτρα – Θιάκι με άλλη ιδιοκτησία. Στη Βόρειο Ιθάκη (Φρίκες και Κιόνι) είχαν παρόμοια καΐκια με τα οποία έκαναν τα εμπόριά τους μεταξύ Πάτρας και των παραπάνω κέντρων του νησιού μας. Είχαν δικά τους μαγαζιά οι περισσότεροι στα χωριά τους, όπου κατέβαιναν οι χωρικοί των άλλων χωριών και κάνανε τις προμήθειές τους. Τα καΐκια αυτά ήταν το «Τασώ» του Κωστή Τραμπακουλάκη, του Σπύρου Δ. Παΐζη – Μανιαούρα, του Γιώργη Κ. Παΐζη – Κορκού, το «Αγ. Διονύσιος» του Κούρου, Κιονιώτικα. Τα Φρικιώτικα ήταν εκείνα των Σπύρου και Ιωαν. Αναγνωστάτου – Ντορνικών, του Χρήστου Προσαλέντη – Φρέσκου κ.ά., που δεν τα θυμόμαστε. Είχαν και οι Καλαμισάνοι λίγα τέτοια καΐκια, συνήθως τα λεγόμενα «λόβερ».

Η παραπάνω μπρατσέρα του Καπή, όνομα «Αθηνά», ήταν ναυπηγημένη στη Σύρα. Το σκάφος αυτό προοριζόταν για θαλαμηγός της Βασίλισσας Όλγας και ήταν σκαρί γιώτ, η πλώρη «μπαλτάς» (κάθετος) και η πρύμη γιότ, πολύ χαριτωμένη. Ωστόσο άγνωστο για ποιους λόγους το βάλανε για πούλημα και το αγόρασε ο καπετάν Σπύρος. Ταξίδευε μ’ αυτό χρόνια, πηγαίνοντας μέχρι την Ιταλία, κουβαλώντας φορτία πάντα δική του σερμαγιά. Το χαριτωμένο σκάφος, χρωματισμένο μαύρο σαν έβενος, με τα άσπρα του ζωνάρια, που έκαναν πιο αδρές τις γραμμές του και με τη σβέλτη του αρματωσιά, στόλιζε τα πέλαγά μας μέχρι που πέθανε ο καπετάνιος και ιδιοκτήτης του. Κατόπιν ταξίδεψε για καιρό με μισθωτό καπετάνιο και αργότερα πουλήθηκε. Το καραβόσκαρο των Τριλιβαίων «Άγιος Ιωάννης» το αντικατέστησε το «Καπετάν Βασίλης», που ήταν το τελευταίο σοβαρό ναυπήγημα των πάλαι ποτέ ταρσανάδων της Ιθάκης. Αυτό το σκάφος απόκτησε και μηχανή καθώς τροποποιήθηκε το σκαρί του.

Χαθήκανε και τα καΐκια όπως και τα μεγάλα εμπορικά εισαγωγών τροφίμων και άλλων ειδών και εξαγωγών ντόπιων προϊόντων και οι άνθρωποι που τα δούλευαν αποτραβήχτηκαν από τη δράση, εμπρός στις νέες συνθήκες που επικράτησαν. Ίσως και σ’ αυτό το σημείο να φταίει και η λεγόμενη «τεχνολογία» που εξουδετερώνει τις ατομικές ικανότητες και επιδόσεις. Και ο τόπος μας από κέντρο μεγάλης ναυτικής δράσης έγινε φυτώριο αποδήμων και ησυχαστήριο απομάχων.

Σε άλλο σημείο του βιβλίου σημειώνουμε λίγα για εγκαταστημένες τραπεζικές επιχειρήσεις, «ασφάλειες» όπως τις λέγανε τότε στην Ιθάκη. Στο μεταξύ βρήκαμε περισσότερες πληροφορίες πάνω σ’ αυτό το θέμα, από γραπτές και προφορικές παραδόσεις. Η Ασφάλεια «ΙΘΑΚΗ» έκανε τις εργασίες της κατά τα μέσα του περασμένου αιώνα. Από καταχωρήσεις στο βιβλίο της εκκλησίας στο Γαρδελάκι, γνωρίζουμε οτι μέσω της εταιρίας αυτής «την 14 Φεβρουαρίου 1865 επληρώθησαν τω τεχνίτη του καταπετάσματος (σ.σ. τέμπλου) απέναντι αυτού δίστηλα 100$ (σελ. 36 εις τα έξοδα). Επίσης στην ίδια σελίδα: «την 7 Οκτωβρίου 1865, εις την ενορίαν αυτήν, απέναντι του συνομολογηθέντος δανείου δια την αποπληρωμήν του καταπετάσματος, δια γραμματίου αρ. 67 εκ 250$, με τόκον 8% εδόθηκαν σήμερον απέναντι αυτού 30$» (σελ. 36 εξόδων).

Έχουμε επίσης προφορικές πληροφορίες ότι άλλο τέτοιας τάξης κατάστημα ήταν και η ΑΘΗΝΑ, αλλά ούτε τούτου ούτε και του πρωτύτερου ξέρουμε τους διευθυντές. Ωστόσο περισσότερες πληροφορίες έχουμε για την ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΝ και ΠΡΟΕΞΟΦΛΗΤΙΚΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑΝ Ο ΟΔΥΣΣΕΥΣ, στην Ιθάκη, που τις παίρνουμε από φωτοτυπημένα έγγραφα και χειρόγραφα που μας έστειλε ο φίλος συμπολίτης κ. Ν. Σ. Βλασσόπουλος από το Λονδίνο. Η εταιρεία ήταν ανώνυμος, φαίνεται ιδρυμένη το 1858, με πράξη του συμβολαιογράφου Σπ. Π. Βλασσόπουλου, με πρωτοβουλία του Σπ. Αθ. Φερεντίνου, που στάθηκε πάντα διευθυντής και ταμίας του οργανισμού. Ήταν μετοχική με κατατεθειμένο κεφάλαιο $ 140.000 ή δραχμάς 840.000 διηρημένο σε 700 μετοχές. Η διοίκησις είχε καταστατικό και κανονισμό, ιδρυμένη επί αγγλικής προστασίας και ανανεωμένη με Βασ. Διατάγματα δυο φορές, το 1863 και 1868. Οι μέτοχοι είχαν τίτλους (αναγνωστήρια), ήταν δε Θιακοί και ξένοι (Κεφαλλονίτες και άλλοι). Οι τίτλοι είχαν τις αξίες που γράφονταν πάνω στον καθένα. Ο μόνιμός της πρόεδρος (διευθυντής) και ταμίας Σ. Αθ. Φερεντίνος, πλήρωσε από δικά του όταν η εταιρεία έχασε τα κεφάλαιά της δυο φορές από κλοπές εκ διαρρήξεως.

Από αυτά εννοούμε ότι οι οργανισμοί αυτοί δάνειζαν με τόκο, προεξοφλούσαν γραμμάτια, ασφάλιζαν πλοία και κτήματα ή άλλες ιδιοκτησίες και γενικά έκαναν κάθε είδους τραπεζικές και άλλες επί προμηθεία εργασίες.

Από προφορικές αλλά και γραπτές πληροφορίες2 ξέρουμε ότι σε πρωτύτερα χρόνια, όταν το Θιάκι είχε εμποροναυτικές σχέσεις με το ισχυρό κέντρο που ήταν τότε το Μεσολόγγι, οι Θιακοί νηολογούσαν τα καράβια τους σε κείνο το λιμάνι, επειδή κάτω από τη βενετσιάνικη σημαία τους έβρισκαν δυσκολίες να κάνουν μεταφορές και να εμπορεύονται, επειδή η Δημοκρατία δεν ήθελε τα καράβια των υπηκόων της να συναγωνίζονται τα δικά της. Επίσης έχουμε ενδείξεις ότι Μεσολογγίτες έρχονταν στο Θιάκι και δανείζονταν κεφάλαια από Θιακούς δανειστές, για τις εμπορικές και εφοπλιστικές τους επιχειρήσεις. Επίσης έκαναν και ναυλώσεις, ασφαλίσεις και αγοραπωλησίες εμπορευμάτων και άλλων φορτίων που έφερναν τα θιακά καράβια απ’ έξω, συνήθως δημητριακά της Ρουμανίας ή Ρωσίας, αλίπαστα ψάρια της Πόλης, χαβιάρι, μπακαλάους και ρέγγες της Σκανδιναβίας, υφάσματα και αποικιακά από τα οποία έκαναν μεγάλες εισαγωγές οι Θιακοί μεγαλέμποροι.

Εδώ σημειώνουμε και ένα άλλο είδος φορτίου, όπως και σε άλλη σελίδα γράφουμε, αυτό των δούλων, που τους μετέφεραν τα πλοία εκείνων των εποχών, από την κεντρική Αφρική προς τις Μπαχάμες και τις ΗΠΑ. Τώρα πρόκειται για τα κοντινά μας νερά.

«1676 Δεκεμβρίου 16. Στο νησί του Θιακίου εις το χωρίον του Βαθείου ο ιδιοκτήτης Γερόλυμος Μαρούλης, καραβοκύρης βάρκας, συμφωνεί με τον Αθανάσιο Γιάννο για να πάη τους σκλάβους του εις το Οτράντο».

Αυτό είναι παρμένο από ένα χειρόγραφο που βρίσκεται στο Αρχειοφυλακείο της Ιθάκης και μας δείχνει μια φάση της δράσης της θιακιάς ναυλαγοράς.

Μια άλλη γραπτή πληροφορία: Μου την έδωσε ιδιοχείρως ο αλησμόνητος φίλος μου και διακεκριμένος Θιακός, Νίκος Δημ. Μαρούδας:

«Την 16ην/8/1955, ο μακαρίτης Δημήτριος Καραβίας – Γιαννούτσος, μου διηγήθηκε τα κάτωθι:

Ι. Ο προπάππους του, ονομαζόμενος Διονύσης Καραβίας – Γιαννούτσος, πλοίαρχος και ιδιοκτήτης καραβιού χωρητικότητας 370 τόνων, ενήργησε μεταφορά δούλων μαύρων από τα παράλια της Σενεγάλης εις τον Μεξικανικόν κόλπο, όπου είχον πωληθή, το 1830 ή πριν.

ΙΙ. Ο αυτός ως άνω πλοίαρχος εναυλώθη από Γάβανο Ταϊγανίου και από Αζοφική δια την Βόρειον Αφρικήν ή Μασσαλίαν δια μεταφοράν σιτηρών. Εις το ναυλοσυμφωνητικόν περιελαμβάνετο ο όρος ΣΠΑΤΣΑ ΚΟΥΒΕΡΤΑ ΠΕΡ ΜΠΑΝΤΑ, ήτοι ο πλοίαρχος ανελάμβανεν την υποχρέωσιν όπως, από της εξόδου των Δαρδανελλίων μέχρι Ταινάρου και πέραν αυτού, να έχει 6-7 ανθρώπους με τρομπόνια οπλισμένους, για να υπερασπίσουν το εμπόρευμα από επιθέσεις πειρατών.

ΙΙΙ. Τον Ατλαντικόν ωκεανόν διέπλευσεν εκτός του Διονυσίου Καραβία – Γιαννούτσου και ο καμπούρης Πεταλάς με το ιστιοφόρον του χωρητικότητος 450 έως 500 τόνων. Τον διάπλουν ενήργησε δις.

Τα ανωτέρω εγνώριζε ο μακαρίτης Δημήτρης Καραβίας από διάφορα συμφωνητικά τα οποία υπήρχαν εις την οικίαν του την Ιθάκη τα οποία δυστυχώς έκαυσαν».

Σ.σ. Είναι γνωστό ότι στο νησί αντί των ονομάτων τους αναγνώριζαν τους ανθρώπους με τα παρατσούκλια τους. Έτσι φαίνεται ότι εδώ ο πλοίαρχος Πεταλάς δεν ξεχωρίζεται με το όνομά του αλλά με το παρατσούκλι του που καθόριζε και την ελαττωματική σωματική του διάπλαση.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Ωστόσο είναι ιστορικώς βεβαιωμένο πως πρώτος ατμοπλοϊκός καπετάνιος εστάλθηκε ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Στ. Θεοφιλάτος που επλοιάρχευσε το πρώτο θιακό ελληνικό φορτηγό «ΙΘΑΚΗ» το 1873.
2 Ο κ. Χρ. Γ. Ευαγγελάτος στο βιβλίο του «Ιστορία του Μεσολογγίου» σελ. 34, 1959, σημειώνει την ναυπήγηση στο Μεσολόγγι του ιστιοφόρου του Σπύρου Μαρούλη, 180 τόννων. Επίσης Στασινοπούλου «Ιστορία του Μεσολογγίου»

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΟΛΑΪΤΗΣ
«Το χρονικό της Ιθάκης», 1988

Φωτογραφία Σπυρου Μελετζή (Συλλογή Τηλέμαχου Καραβία).

Πηγή: ithacanews.gr



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>