Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Επίγειοι ουρανοπολίτες» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Επίγειοι ουρανοπολίτες»

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

434297_29_52

Πάντοτε, η επίσκεψη και η διαμονή σε ένα μοναστήρι συνιστά μία μοναδική, μία αξεπέραστη εμπειρία.

Το κάτι άλλο.

Μια πνευματική ευωδία.

Πραγματικό μεγαλείο.

Όχι μόνο επειδή αποτελούν επίγεια «κατοικητήρια» του Θεού και αναπαυτήρια των ψυχών αλλά επειδή σε αυτά παίρνεις μια ισχυρή πρόγευση των «συνθηκών» του Παραδείσου.

Εκεί προγεύεσαι -και δεν το λέω σαν σχήμα λόγου, τουναντίον- τα κάλλη της Βασιλείας των Ουρανών, την απροσμέτρητη θεία Χάρη.

Πώς;

Και μόνο παρατηρώντας και μιμούμενος τη συμπεριφορά των μοναχών, τον τρόπο με τον οποίο είναι διαρθρωμένη η μοναχική πολιτεία και ζωή, το πώς εφαρμόζεται και διαφυλάσσεται στην πράξη η Πατερική παράδοση.

Οι μοναχοί είναι τα πιο πολύτιμα άνθη των μοναστηριών, σκεύη εκλογής, πνευματικοί οδηγοί μας.

Μπορεί εξωτερικά να δείχνουν ότι ομοιάζουν, ότι όλοι είναι ίδιοι, «μία κοψιά», ένα παρουσιαστικό, αλλά η «αύρα», το «αεράκι» που αποπνέουν ο κάθε ένας από τους ρασοφόρους αυτούς δροσίζει και ευφραίνει, τέρπει και ευαρεστεί και την πιο μεμψίμοιρη, την πιο συνθλιμμένη ψυχή.

Δεν τους βλέπεις ποτέ να αργολογούν, να θυμώνουν, να χειρονομούν, να μορφάζουν.

Είναι μονίμως πράοι, γλυκείς, ταπεινοί.

Λες και έχουν πετάξει όλα τα άσχημα από την ψυχή τους, λες και δεν φοβούνται την αρρώστια και το θάνατο, λες και δεν τους τρομάζουν τα «αστροπελέκια» της ζωής, οι πόνοι και τα βάσανα, λες και δεν τους έχει αγγίζει συθέμελα ποτέ η θλίψη!

Ό,τι διακόνημα κι αν «χρεωθούν» από τον ηγούμενό τους ή τον γέροντά τους, το εκτελούν με πολλή χαρά και υπακοή, δε δυσανασχετούν αλλά, αντιθέτως, τους ακούς συχνά – πυκνά να λένε τη φράση «να’ ναι ευλογημένο!».

Δε ραθυμούν ποτέ, δεν αδρανούν, είναι άοκνοι και εργώδεις.

Είναι «ζωσμένοι» με υπακοή και ταπείνωση τόση που δεν φοβούνται ούτε τις πανουργίες του μισόκαλλου ούτε τα δόλια τεχνάσματά του.

Δε θέλουν επ’ ουδενί να λυπήσουν, να ζηλέψουν ή να κατακρίνουν τον αδερφό τους ικανοποιώντας τον εγωισμό τους.

Προτιμούν οι ίδιοι να θλιφτούν παρά να θλίψουν.

Όποτε δε αντιλαμβάνονται ότι κάποιος αδελφός τους κάνει κάτι ημιτελές, το βολεύουν οι ίδιοι, χωρίς να τον κακολογήσουν δεξιά και αριστερά.

Έχουν αλλοιωθεί από την πολλή προσευχή και πνευματική θεωρία, γι’ αυτό και τους βλέπεις να έχουν μαλακιά -σαν το βαμβάκι- ψυχή, εγκρατευμένη στα πάθη και μονίμως άγρυπνη.

Αυτό που, κυρίως, τους απασχολεί είναι το πώς θα κερδίσουν, το πώς θα κατακτήσουν την αγάπη του Χριστού. Τίποτα άλλο.

Είναι, μάλιστα, τόσο επικεντρωμένοι στο στόχο αυτό που είναι ικανοί «να χαλάσουνε κι ολόκληρο τον κόσμο» για να τον εκπληρώσουν, όπως κάνει ο πεινασμένος που πασχίζει πάση θυσία να βρει τρόπο να κορέσει την πείνα του ή ο πεινασμένος να βρει ρούχα να καλύψει τη γύμνια του.

Παραμελούν τελείως τα δικά τους θελήματα αφήνοντάς τα στην άκρη ή τιθασεύοντάς τα.

Κι αν ποτέ, ανθρωπίνως φερόμενοι, πράξουν κατά συνείδηση, μετανοούν με συντριβή και κατάνυξη.

Το μυαλό τους το έχουν μονίμως αποσπασμένο στον ουρανό και είναι διατεθειμένοι και τη φύση τους να βιάσουν, προκειμένου να το πετύχουν.

Μπροστά στον κίνδυνο να καταδικαστούν στο «πυρ το αιώνιο» και «το σκότος το ψηλαφητό» -αφού αυτοί θα κριθούν με πιο αυστηρά κριτήρια κατά τη Δευτέρα Παρουσία- μοχθούν νυχθημερόν για την πνευματική επικοινωνία με τα θεία και μέμφονται σκληρά τους εαυτούς τους, σαν να είναι οι τελευταίοι, οι έσχατοι των ανθρώπων, λες και είναι κατάδικοι, ανάξιοι, αγύρτες, μηδενικά.

Πιστεύουν ακράδαντα ότι για τον παραμικρό αργό λόγο τους, για το παραμικρό ελάττωμα ή την τόση δα ατέλειά τους, θα δώσουν λόγο στο Θεό.

Ποτέ δεν τους φταίει ο ένας και ο άλλος, γιατί το νου τους το έχουν προσηλωμένο στα δικά τους καθήκοντα, στα δικά τους σφάλματα, στις δικές τους πτώσεις.

Αποφεύγουν την παρακοή και όποια άλλη ανευλόγητη σκέψη ή πράξη, γιατί θέλουν να τελούν σε καλή πνευματική κατάσταση και να έχουν διαρκώς το Θεό στην ψυχή τους.

Φυσικά και αυτοί άνθρωποι είναι και, ως άνθρωποι, υφίστανται σφοδρούς πειρασμούς, αφού το αίμα τους -όπως και το δικό μας άλλωστε, των κοσμικών- είναι ζυμωμένο με τα πάθη.

Η διαφορά τους όμως με εμάς είναι ότι το νου τους τον έχουν μονίμως εστιασμένο στον Δεσπότη Χριστό και στον Παράδεισο και δεν αγαπούν καθόλου τις πολυλογίες και τις συζητήσεις, επειδή οι τελευταίες εμπεριέχουν υπερηφάνεια και εγωισμό, χαχανητό και κουβέντα.

Και αυτούς τους πολεμούν τα πάθη, εννοείται, αλλά και αυτοί τα πολεμάνε με μένος, διότι αγαπούν παθιασμένα τους Αγίους και τους ικετεύουν αδιαλείπτως, κάτι που εμείς οι κοσμικοί κατά τεκμήριο δεν κάνουμε.

Όποτε δε κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων, προσέρχονται με μεγάλη ταπείνωση και συντριβή, έχουν κατάνυξη και προεργασία.

Συμπεριφέρονται σαν υποτακτικοί που δείχνουν «τυφλή» υπακοή στις υπαγορεύσεις των γερόντων τους.

Δεν μετεωρίζονται από εδώ και από εκεί ούτε δίνουν σημασία στους λογισμούς που τους κατακλύζουν.

Πιστεύουν βαθιά ότι «κρέμονται από τον τράχηλο», ότι βρίσκονται υπό την εποπτεία του Χριστού και του Γέροντά τους και οφείλουν να προσέχουν πολύ, ώστε να μην τους λυπήσουν βλάπτοντας την ψυχή τους.

Ποτέ δεν προσπαθούν να δικαιολογηθούν για ό,τι εσφαλμένο πράττουν -η δικαιολόγηση υποκρύπτει υπερηφάνεια και εγωισμό- επειδή αυτό επιβάλλει η ταπείνωση και η διάκριση.

Ό,τι κάνουν, το κάνουν με αυταπάρνηση, για να αναπαύσουν πρώτα – πρώτα τον Χριστό και την Παναγία και, ύστερα, την ψυχή τους.

Μεγάλη εντύπωση προκαλεί πάντως όταν, στο συγχρωτισμό σου μαζί τους, αντιλαμβάνεσαι πόσο ζεστά έχουν πάρει το θέμα της σωτηρίας τους.

Όσο κι αν τους πολεμούν οι λογισμοί και οι πειρασμοί, ο μισόκαλλος δηλαδή, κάνουνε θεωρία συνέχεια και προσεύχονται ακαταπαύστως, για να προσελκύσουν τη θεία Χάρη και να θωρακιστούν -όσο πιο άρτια μπορούν- πνευματικώς.

Δεν νιώθουν ποτέ μόνοι τους -όπως εμείς οι κοσμικοί- διότι επιδίδονται όλη μέρα και όλη νύχτα σε πνευματική εργασία επικαλούμενοι διαρκώς το Χριστό και τους Αγίους.

Έτσι εισπράττουν παραμυθία, ουράνια στήριξη, φωτισμό και επίγνωση.

Με την πολλή νήψη και προσευχή, ευλάβεια και πίστη νιώθουν καλύτερα την επικοινωνία τους με τα θεία και δεν απελπίζονται ποτέ -η φράση «κρίση πανικού» δεν υφίσταται ούτε κατά διάνοια για τους μοναχούς!- ούτε φέρονται απρόσεκτα ή ακατάστατα, βαρυθύμως ή αμελώς.

Μεσιτεύουν για τη σωτηρία όλου του κόσμου, των πνευματικών αδελφών τους, εμάς των κοσμικών και, φυσικά, της ψυχής τους.

Έχουν πολλή αγάπη, ομοψυχία και αρμονία μεταξύ τους και προσπαθούν να μην φιλονικούν ως προς το ποιος «θρησκεύει» πιο καλά απ’ τον άλλο, εφόσον δεν προσκολλώνται σε πρόσωπα, μια και μόνο ο Χριστός κατευθύνει και προσανατολίζει.

Ο κάθε Προεστώς – Γέροντας προσπαθεί να φέρεται ως τύπος και υπογραμμός του Χριστού [«Φωνή Κυρίου», αριθ. φυλ. 31 (3348)] και να δείχνει στους υποτακτικούς του το δρόμο που ακολούθησε ο ίδιος ο Χριστός, το μόνο δρόμο που έχει πραγματική μεταμορφωτική και ανακαινιστική δύναμη.

Οι μοναχοί έχουν συνειδητοποιήσει καλύτερα από τον οποιονδήποτε ότι ο πνευματικός αγώνας είναι ένας αγώνας χωρίς παρεκκλίσεις και παραμορφώσεις, λόγια «φουσκωμένα» και έργα «πλαδαρά».

Γι’ αυτό δεν αφήνουν να πάει χαμένο ούτε ένα δευτερόλεπτο από την καθημερινότητά τους και αφιερώνονται «ψυχή τε και σώματι» στο Θεό.

Αντιλαμβάνονται εντελώς διαφορετικά από εμάς το συμφέρον της ψυχής και την πρόοδό της, γι’ αυτό επιζητούν τη μοναξιά και τη σιωπή, την αδιάλειπτη προσευχή και την πνευματική μελέτη.

Όσο πιο μακριά κρατιούνται από τους θορύβους και το κουβεντολόι, τις φωνές και τις συζητήσεις, τόσο πιο εύκολα αποστασιοποιούνται από την ψυχρότητα και την κρυφή οίηση, τη μνησικακία και τη καταφρόνια.

Βάζουν διαρκώς μετάνοια επιζητώντας το έλεος του Χριστού.

Φυσικά, για να αποδώσει κάποιος τα χαρακτηριστικά της μοναστικής ζωής στις λεπτομέρειές της, θα χρειαστεί εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες σελίδες για να το κατορθώσει.

Ίσως χρειαστεί να επανέλθουμε κάποια στιγμή.

Αυτό που, καταρχάς, πρέπει να κρατήσουμε ως δίδαγμα από αυτή είναι ότι, ζώντας με φόβο Θεού και ανεξικακία, αγαθοσύνη και ταπείνωση, ψηλαφείς τον εαυτό σου πιο σχολαστικά, τον κρίνεις απ’ τις λεπτομέρειες, αποκτάς διάκριση, ζεις με συντριβή.

Αυτή η φλόγα, αυτός ο θείος έρωτας που φλογίζει τα σπλάχνα σου και το νου σου, στην ουσία του δεν τσουρουφλίζει αλλά τέρπει και δροσίζει.

Λες και είσαι στη μέση μιας ανθρακιάς και, αντί να καείς, νιώθεις φρεσκάδα και ζωτικότητα, μέτρια ψύχρα και ελαφρότητα.

Κατ’ αναλογία, όποτε πέφτουμε σε πλάνη ή αμάρτημα, πρέπει να μετανοούμε και να «σηκωνόμαστε» -όσο το δυνατόν γρηγορότερα- ξανά στα πόδια μας.

Γιατί ο Θεός, λόγω της απροσμέτρητης φιλευσπλαχνίας Του, δεν θα σε ρωτήσει γιατί «έπεσες» (αμάρτησες) αλλά γιατί δεν σηκώθηκες!

Για ένα τέτοιο μεγαλείο αγάπης δεν αξίζει να ξεριζώσουμε σταδιακά τα πάθη μας και να γίνουμε ζηλωτές του και εμείς;

(Φωτό: Φρέντ Μπουασονά [Frederic Boissonnas], Οδοιπορικό στον Άθω, 1928-1930, Πηγή: www.lifo.gr).