Οι Λευκαδίτισσες προγιαστές με τα κοντέσια… (Του Θοδωρή Γεωργάκη – Παποράκη) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Οι Λευκαδίτισσες προγιαστές με τα κοντέσια… (Του Θοδωρή Γεωργάκη – Παποράκη)

2_kontesi

Του Θοδωρή Γεωργάκη (Παποράκη)

Τις θυμάμαι, μία προς μία στο χωριό μου… Τις έβλεπα στα δρομάκια να περπατούν, τις αγνάντευα στις αυλές να μπαλώνουν τα τριτσωμένα παντελόνια του νοικοκύρη τους, μπάλωμα πάνω στο μπάλωμα… ουλή πάνω στην ουλή… πληγή πάνω στην πληγή μιας ζωής φιλιωμένη μόνο με τον αγώνα τον σκληρό!

Τίς θωρούσα σκυμμένες να καθαρίζουν το μαγέρεμα (φακές), κλωνί – κλωνί απ’ τα χαλίκια, να σαρώνουν την αυλή με την σκούπα από θρούμπα, να κλειούνε το βράδυ τον κάτοικα (κοτέτσι), να πηγαίνουν στ’ αχούρι και να τραβάνε άχυρο απ’ τον μπλοκό στο παχνί τ’ αλόγου!

Τις θυμάμαι, να κρεμάνε τα κυδώνια δυό – δυό στα ματέρια με την φρουκάτα, φρούτο για τις μέρες του χειμώνα, να πιθώνουν τ’ απίδια μέσα στο βαένι με το στάρι, για να ωριμάσουν, να τυλίγουν τα κορύθια της κληματαριάς με πάνινες σακούλες, για να προστελέξουν μέχρι τ’ Αξστόεννα…

Τις θαύμαζα να φτιάνουν το τυρί του σπιτικού, κρατώντας με τα δόντια απ’ την μια μεριά την τσαντίλα, απ’ την άλλη με το ένα χέρι και να ρίχνουν με το άλλο με την κίκαρη το π(υ)τόγαλο στην τσαντίλα, να την στίβουν, να την δένουν και να την κρεμάνε δίπλα στο τζάκι, για να βγει η Λευκαδίτικη «Σφήνα» του τυριού, να την κρατούν στα χέρια ανάλαφρα, σαν μέγιστο θησαυρό, να την αλατίζουν με χοντρό αλάτι και να την τοποθετούν στον τάλαρο του σπιτιού…

kontesi

Τις θυμάμαι… Όμοια Χοηφόρες στην σειρά, σαν σέρνανε τα πόδια στα Ελευσίνια Μυστήρια σε καιρό διαλογισμού, να σέρνουν ράθυμα τα βήματα στην εκκλησιά με το γύψωμο στο χέρι, για την γιορτή τ’ αγγονιού, με την γιορτινή Λευκαδίτικη στολή και πάνω τους το περίφημο ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΚΟΝΤΕΣΙ, ένα καταπληκτικό αμάνικο πανωφόρι, ποδήρης όμοια χιτώνας, να καλύπτει την λιγνή κορμοστασιά τους, μια κορμοστασιά που έθρεψε η βαρέλα στο κεφάλι, γιγάντεψε το τίναμα με τον λούρο της ελιάς και τράνεψε η δίψα να μεγαλώσουν τα παιδιά των παιδιών τους, ότι πολυτιμότερο στα τίμια της ζωής τους στερνά!

Το ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΚΟΝΤΕΣΙ και οι ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΠΡΟΓΙΑΣΤΕΣ! Οι ΒΑΒΑΔΕΣ ΜΑΣ, για να συνενοηθούμε όλοι εμείς οι συνοδοιπόροι εκείνης τη γενιάς… Οι δεύτερες μάνες μας, που μας μεγάλωσαν, μας έντυσαν, μας πόδεσαν και μας τάϊσαν, έκρυψαν το περιζήτητο αυγό για να μας φτιάξουν το «μάτι» του δειλινού, μας κατευόδωσαν για το σκολειό, έτρεξαν στ’ αλώνια να μας φέρουν τον αγκαθό με το λάδι και την ζάχαρη, σαν δεν μπορούσαμε να διακόψουμε το παιγνίδι, το ίδιο στοργικές έτρεξαν να μας φέρουν τον ζελέ να μην πουντιάσουμε απ’ το ίδρωμα, μάλωσαν με τους μεγαλύτερους σαν μας χτυπούσαν…

Κάθισαν στο κρεββάτι της αρρώστιας δίπλα μας φύλακες – άγγελοι, έτρεξαν να μας ξορκίσουν στη γειτόνισσα, την πρώτη «γιατρειά» σε κάθε ασθένεια εκειά τα χρόνια, πήγαν με το πιάτο στον πλανόδιο ψαρά για ν’ αγοράσουν σαρδέλες για το βραδυνό μας φαγητό, ακουρμάστηκαν την καμπάνα του εσπερινού και τρέξανε την λειτουργιά να πάνε στον παπά, για το σαραντάημερο, έκρυψαν κρυφά απ’ τον προγιαστό στο κότολό τους το δίφραγκο απ’ την πενιχρή τους σύνταξη και μας τόδωσαν ν’ αγοράσουμε μπισκότα «ΡΟΥΛΙΑ», να βρούμε μέσα τους αγαπημένους μας ποδοσφαιριστές. Έβαλαν τρυφερά στο κότολό τους το αυγό για να μας αγοράσουν το τετράδιο και τη λάπη απ’ το μπακαλικάκι του χωριού…

ΟΙ ΛΕΥΛΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΠΡΟΓΙΑΣΤΕΣ!!! Σας χρωστούσα ένα μνημόσυνο, εκ μέρους όλων ημών που καθίσαμε μαζί σας δίπλα στην φωτιά… Σας χρωστούσα ένα «τρισάγιο» για την αυτοθυσιαστική σας προσφορά! Σ’ εσάς ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΒΑΒΑΔΕΣ ΠΡΟΓΙΑΣΤΕΣ! Ένας θησαυρός της γης πούσμιξε με τα δικά μας χνώτα, σαν οι ξωμάχοι γονείς μας ήταν ολημερίς στον αγώνα για το έρμο το ψωμί!

Σας θυμάμαι μία προς μία στο χωριό. Και εκείνο το κοντέσι, πόσο μου εξάπτει σήμερα την φαντασία, πόσο μου υγραίνει τα μάτια και με γυρνά στα χρόνια πίσω της υπομονής… Ικέτης σου χρόνε… Φέρε μου πίσω τα καλοκαίρια μου, τις ανεπανάληπτες στιγμούλες της πρώτης, μα παραμυθένιας ζωής, δίδαξέ με πως δεν θα ξεχάσω ούτε στιγμή τα βήματα προς τη μνήμη, γαλούχησέ με στ’ αλαφροκόπι του μαξιλαριού σου και πές μου, για άλλη μια φορά με φωνή στεντόρεια, πως ποτέ δεν χάραξαν καλύτερες αυγές, παρά εκείνες πούζησα μικρό παιδί αγναντεύοντας τον ολοπόρφυρο ήλιο νιοστόλιστο γαμπρό να προβαίνει απ’ τ’ Ακαρνανικά…



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>