Ο Καλαϊτζής (Γανωτής) εν ώρα εργασίας…
Είχε αράξει στην άκρη του δρόμου διαφημίζοντας τις υπηρεσίες του, εν αναμονή κάποιων περαστικών πελατών που και τελικά βρέθηκαν. Βέβαια, τα σημερινά μαγειρικά σκεύη δεν είναι πλέον μπακιρένια (χάλκινα) κι όσα από τα παλιά έχουν απομείνει αποτελούν οικογενειακά κειμήλια, που χρησιμεύουν πλέον ως διακοσμητικά αντικείμενα.
Κι αυτά όμως οξειδώνονται με το χρόνο και για να αποκτήσουν την αλλοτινή τους γυαλάδα θα πρέπει να περάσουν από τα χέρια του Γανωτή, του Καλατζή (Καλαϊτζή, από το καλάϊ, ένα κράμα κασσίτερου που χρησιμοποιούσε για την επίστρωση των επιφανειών των χάλκινων σκευών) όπως λεγόταν στα μέρη μας.
Το μπέρδεμα γραμμάτων της πινακίδας που είχε μπροστά του με το κυριλλικό αλφάβητο (ΓΑИΩΤΗΣ, έγραφε) είχε να κάνει με την βουλγαρική καταγωγή του, αλλά μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά και ερχόταν, όπως μας είπε, από την γειτονική μας Βόνιτσα.
Θυμάμαι πιτσιρικάς στο χωριό μου να περνάνε διάφοροι που έκαναν αυτή τη δουλειά: Ρομά, περιστασιακά κάποιοι πρόσφυγες, όπως τους αποκαλούσαν ακόμη τότε, και ανά τακτά διαστήματα ο μπάρμπα Τάσος ο Καλατζής (Γεωργάκης) από το Πινακοχώρι, που είμαστε και συγγενείς, πάντα μουτζουρωμένος και με ένα μπόγο με τα σύνεργά του στην πλάτη. Επίσης, ο μπάρμπα Χρήστος (Μπακογιώργος) από τα Μαυρογιαννάτα (Αλέξανδρος) και κάποιοι άλλοι ντόπιοι γανωματήδες.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν διάφορα σφυριά, αμόνια (σε διάφορα σχέδια) με την ονομασία τους: το ξυλάβ (σιδερένια μεγάλη μασιά, που μ’ αυτή έπιανε το ζεστό σκεύος), το κολλητήρι, το μαχάνι (φυσερό), το ψαλίδι, βαμβάκι μπόλικο αντί σπόγγο, ένα ταψί, τον βόρακα, για να κολλάει τα φθαρμένα, νησατίρ, καλάϊ και μερικά άλλα.
Άλμπουμ με 15 φωτογραφίες
Για να δείτε το άλμπουμ σε ξεχωριστό παράθυρο κάντε κλικ στον τίτλο
Ο γανωτής πρώτα έπρεπε να καθαρίσει τα σκεύη από τη γανάδα, δηλαδή την πράσινη σκουριά των χάλκινων σκευών, και γενικά από τις σκουριές τα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως τα κουτάλια που δεν ήταν χάλκινα αλλά γανώνονταν. Στην πρώτη φάση της εργασίας του ο γανωτής άλειφε την επιφάνεια, που ήθελε να γανώσει με σπίρτο, για να διασπαστούν οι γανάδες κι οι σκουριές της και να καθαριστεί.
Στη δεύτερη φάση, έτριβε το σκεύος με άμμο, για να απομακρύνει τα υλικά της διάσπασης που προηγήθηκε. Στη συνέχεια, αν ήθελε να κάνει καλή δουλειά, ζέσταινε το σκεύος και το έτριβε με πανί για να καθαρίσει το καλάι από το παλιό γάνωμα.
Στην τρίτη φάση έπιανε το σκεύος με τη μασιά, το έβαζε πάνω από τη φωτιά, το ζέσταινε καλά και άπλωνε μέσα το νισαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο). Για να στρώσει καλύτερα το καλάι, έλεγαν οι γανωτήδες. Κι έστρωνε καλύτερα γιατί το προϊόν της διάσπασης του χλωριούχου αμμωνίου διασπούσε και τα τελευταία υπολείμματα από τις σκουριές και τις γανάδες.
Για ένα τελευταίο καθάρισμα άλειφε την επιφάνεια του σκεύους με σπίρτο που το είχε αραιωμένο με νερό και το είχε καλά σβησμένο με τσίγκο (Το σβήσιμο του σπίρτου με τσίγκο, δίνει χλωριούχο ψευδάργυρο, που σημαίνει ότι στην ουσία αυτό το υλικό χρησιμοποιούσαν για τον τελευταίο καθαρισμό). Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το καλάι σε όλη την επιφάνειά του. Για το άπλωμα, έτριβε πάνω στη ζεστή επιφάνεια το στερεό καλάι που είχε για το γάνωμα και το έστρωνε χρησιμοποιώντας βαμβάκι. Και τελείωνε το γάνωμα με το κρύωμα, που έκανε στα σκεύη ακουμπώντας τη βάση τους, από την εξωτερική πλευρά, στο νερό. Κρύωνε έτσι το σκεύος, και το έτριβε με βαμβάκι για να γυαλίσει περισσότερο. (Πηγή: Βικιπαίδεια).