Ο Βαλαωρίτης, ο «Φωτεινός» και η δημοτική μας γλώσσα | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Ο Βαλαωρίτης, ο «Φωτεινός» και η δημοτική μας γλώσσα

valaoritis_A

Του Θοδωρή Γεωργάκη

(Στις 24 Ιουλίου 1879 έφυγε απ’ την ζωή ο Αγιομαυρίτης βάρδος… Εις μνήμην… Απόσπασμα απ’ το νέο υπό δημιουργία βιβλίο του συγγραφέα ΘΟΔΩΡΗ ΓΕΩΡΓΑΚΗ με τίτλο: «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ. ΑΠ’ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΕΛΛΑΔΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ»).

Ήταν ο καιρός, στα 1823, που αγωνίζονταν η αναστημένη Ελλάδα και το Μεσολόγγι πέρναγε στην ιστορία μας σαν σύμβολο εθνικού ηρωισμού, όταν ο Διονύσιος Σολωμός παιάνισε τον Ύμνο προς την Ελευθερία, τον οποίο διαποτίζει ένας μεγαλόπνοος λυρικός εθνικός παλμός και μια πλημμυρίδα εικόνων, που θυμίζουν Όμηρο, και μαζί του παιάνισε τον ύμνο προς τη γλώσσα την αληθινή! Ήταν η γλώσσα του λαού, η δημοτική! Ύψωσε, έτσι, πρώτος ο Διονύσιος Σολωμός, στην Επτανησιακή σχολή, αλλά και γενικότερα στα ελληνικά γράμματα, τη γλώσσα στη μεγαλοπρέπεια της τέχνης, αυτή την αυτομόρφωτη και αυτόπλαστη γλώσσα του λαού, σε λαχταριστή καρδιά της ελληνικής κοινωνίας ολάκερης! Στα «Πεζά» του, στο εδάφιο «ΔΙΑΛΟΓΟΣ» θα συναπαντήσομε όλο τούτο το βαθύρροο γλωσσικό ποτάμι, να συνοψίζεται στην βούλησή του:

ΠΟΙΗΤΗΣ: Eκατάλαβα, θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα, μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιωτατίστικα και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις τον δρόμον της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω αν κανένας σοφολογιώτατος κρώζη ή κανένας τούρκος βαδίζη, γιατί για μένα είναι όμοιοι και οι δύο…

Μια γλωσσική επανάσταση ανατέλλει, έτσι, στα Επτάνησα ο Σολωμός αρχές του 19ου αιώνα, θεμελιώνοντας τη νέα εθνική λογοτεχνία, η οποία δεν μένει απαρατήρητη και στην Ευρώπη! Ο περίφημος Γάλλος φιλόλογος Φοριέλ, ο σοφός ανθολόγος και φωτεινός ιστοριστής του δρόμου των εθνών, με το γυμνασμένο πνεύμα, την διεισδυτική ματιά και την Ευρωπαϊκή φινέτσα, αποτέλεσμα μιας συσσωρευμένης δεκαετιών Διαφωτιστικής κουλτούρας, στα 1824, κήρυττε για την γλώσσα των ποιητών μας, αυτή την γλώσσα του ελληνικού λαού, παίρνοντας αφορμή απ’ τον μέγιστο Διονύσιο Σολωμό: «Aυτή η γλώσσα είναι μία και έχει ήδη στερεόν και ομοειδή χαρακτήρα, ότι είναι η ωραιότερη των ευρωπαϊκών γλωσσών, η επιδεχτικότερη να τελειοποιηθεί».

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, σε τούτο το κεφαλαιώδους σημασίας θέμα το γλωσσικό στη νέα εθνική ποίηση, ακολούθησε και βάδισε στα χνάρια του Σολωμού! Και όχι μόνο έδωκε μια νέα πνοή στις ποιητικές του δημιουργίες, αλλά προσπάθησε να αυγατίσει αυτή του την επιλογή, κόντρα στα κελεύσματα ακόμη του λογιοτατισμού της καθαρεύουσας, γράφοντας ο ίδιος ο ποιητής μας πως, προχώρησε και προσχώρησε στην δημοτική γλώσσα, για να την πλουτίσει και να την εξυψώσει, αλλά και να δείξει ακόμη πως είναι αρκετή να εκφράσει όλα της ψυχής τα πετάσματα!

Η δημοτική, για τον Λευκάδιο αοιδό, είναι πλέον η γλώσσα που αναγγέλει τους στοχασμούς της καρδιάς, αφού γονιμοποιεί με τρόπο ευφραντικό, όσο και αποτελεσματικό, την ανάγκη του ανθρώπου για ολόδική του έκφραση, την δική του πρακτική εφαρμογή του βιβλικού «εν αρχή ην ο λόγος», ο οποίος λόγος με την συναισθηματικοβιοτική του έκφραση υποβάλλει πρώτα και πάνω από όλα την ιδέα που ζωοδοτεί τα πάντα… H δημοτική, και για τον δικό μας Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, είναι η γλώσσα, το μουσικό όργανο προς το υψηλονόητο παιγνίδι της τέχνης, που στήνει συγχρόνως το άγαλμα του ωραίου και φέρνει το νερό του αληθινού, βαλμένο μέσα στο σταμνί της νεοελληνικής λογοτεχνικής απαρχής, δυο αυγάσματα, που έρχονται απ’ τα βάθη της εθνικής μας ψυχής και κάνει αυτή την λαϊκή λαλιά να την νοστιμεύονται εγγράμματοι και απλοϊκοί…

Μέσα δεν είχε χώρισμα ο φτωχικός ο πύργος
κι απ’ άκρη σ’ ακρη είν’ ανοιχτός
Και σκορπισμένα εδώ κ’ εκεί χιλιών λογιών συγύρια:
Αρήλογος, πινακωτή και πλάστης και δρυμόνι
η ανέμη για τα γνέματα, το τυλιγάδι, η δρούγα
ο οίκος με τα μάλλινα τα παρδαλά διπλάρια
και μια κρεμάθα με πυτιές κοντά στον καπνοδόχο
κι ο λυχνοστάτης στη γωνιά, κι ένας αλατολόγος
και του φτωχού το χάλκωμα και λιναροσκουλίδες
και του γιωργού τα σύνεργα: βουκέντρες, καρπολόϊ
και δικριάνια ένα σωρό και δέμα μ’ αντιράβδια.
Και πάνω στα καταχυτά φωλιές χελιδονίσιες
που δεν επείραζε κανείς και φέραν κάθε χρόνο
μέσα σ’ αυτή την κιβωτό χαρά, ζωή κι ελπίδες…

Υγρά, συγκινητικά και άπλαστα σε ένα φανταστικό περιγραφικό σύμπλεγμα ο Βαλαωρίτης μας δίνει παραπάνω στον ΦΩΤΕΙΝΟ του τον πύργο του Γέροντα Πολέμαρχου, με ένα δείγμα μιας γλώσσας τσεκουράτης, ζωντανής, παστρικής, ευθύβολης και αποσκεπασμένη από φτιασίδια… Είναι η γλώσσα που βύζαξε με της μάνας του το γάλα! Μαζί της αντρώθηκε και μαζί της γνώρισε και τους προγόνους, και τους αρχαίους, και τους μυθικούς μας ήρωες, μαζί της φτερουγιάστηκε ποιητικά, φέρνοντάς την σαν αντιζύγισμα στον ρηγικό θρόνο της Φαναριώτικης και Αθηναϊκής καθαρεύουσας… Είναι η γλώσσα της πατρίδας του! Και όσο πιο απλή και πρωτόφυτη τόσο σταθερή να κυβερνά την καρδιά του… Συνοπτικά, θα λέγαμε, πως ο Βαλαωρίτης «αρπάζει» σ’ αυτό το επικολυρικό του μεγαλούργημα, απ’ το πνεύμα του απλού λαού το πνεύμα της ζωντανής λαλιάς και το αναβαπτίζει στην κολυμβήθρα του αισθήματος και της φαντασίας, συνυφαίνοντας, συνάμα, στο στημόνι του την ανδρεία, τον πατριωτισμό και τον αντι – ξενισμό σαν νέα «Αγαθόπιστη Θρησκεία»!

Γι αυτή του ακριβώς την γλωσσική επιλογή, που ξέφευγε απ’ τα σαλόνια των υπερούσιων της εποχής, και γινόνταν ένα καταπληκτικό τραγούδι, με τον «Διάκο», τον «Αστραπόγιαννο», την «Κυρά Φροσύνη» και τον «Φωτεινό» της πλατιάς επικής λεβεντιάς των αρματωλοκλεφτών, πολεμήθηκε σκληρά, αποκαλώντας οι καθαρευουσιάνοι τα έργα του «αχρεία ποιήματα σε τερατώδη γλώσσα»… Για τούτη την σκληρή και άδικη κριτική, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, το 1878, ένα χρόνο πριν πεθάνει, ξετύλιξε πάνω σε επιστολή του προς τον Εμμανουήλ Ροϊδη στις 5 Ιανουαρίου 1878, επιστολή που πρωτοδημοσιεύτηκε δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του στην «Εστία», ξετύλιξε, επαναλαμβάνομε, την αλήθεια και την ομορφιά της γλωσσικής του ιδέας:

«Πρέπει να ταφή δια παντός ο λογιοτατισμός… Αν ο ιδανικός αυτός κόσμος δεν παρήγαγε μέχρι τούδε μεγάλους ποιητάς, ο λόγος έγκειται εις την νάρκην ην επέφερεν ο αφόρητος ζυγός του λογιοτατισμού, ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΨΙΝ ΤΑΥΤΗΝ ΑΦΟΡΗΤΟΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ, διότι υπό μεν την δουλείαν των Οθωμανών η ποίησης η Ελληνική απέδωκεν αμάραντα άνθη, υπό δε την τυραννίαν του λογιοτατισμού σχεδόν τίποτε, και το τίποτε τούτο οφείλεται εις την δημοτικήν ποίησιν, είναι δηλαδή έργον ανταρσίας…».

Μια ολοκάθαρη συνειδητή επιλογή, ως εκ τούτου, η δημοτική γλώσσα για τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη! Η στόχευσή του με την επιλογή αυτή είναι, πια γι αυτόν, μια πολυσάλευτη ανθρώπινη εσώτερη ανάγκη, που οδηγεί το νου και κατευθύνει το χέρι να χωνέψει μέσα μας καλύτερα τον εξωτερικό κόσμο, και να δημιουργήσει, τελικά, εκείνο το αμάλγαμα νου και έκφρασης πλημμυρισμένα απ’ την δέσποινα σκέψη… Έτσι το χρυσόλογο στόμα του υποτάσσεται στη γλώσσα του λαού, για να την υποτάξει και αυτός με τη σειρά του και να την ανεβάσει στα ύψη των ιδεών του, που αιματοστάλαχτες αναζητάνε τον ιδανικό τρόπο έκφρασης σε ένα επίπεδο πρακτικής υστερίας… Η επιλογή της δημοτικής γλώσσας είναι εξ αρχής υποθηκευμένη απ’ τον ποιητή μας, στην ποιητική του στόχευση, ώστε να πάρει και να δώσει, σε μια ισόμοιρη αμφίδρομη σχέση, ότι καλύτερο υπάρχει στον λαό μας, την απόλυτη αποθησαυριστική γλωσσική ελευθερία, μέσα απ’ τον συνταγμένο λόγο. Είναι το Πινδαρικό «Επινίκειο είδος», που εξυπηρετεί, όμως, η γλώσσα του λαού μεταφρασμένο σε εορταστική περίσταση, με το σταθερά προσωποποιημένο της και αυθεντικό ηχόχρωμα, σε ρόλο αγγελιαφόρου, να κομίζει το χαρμόσυνο μήνυμα της τελικής επιτυχίας της ποιητικής του δημιουργίας, η οποία μετρά τον βηματισμό της απ’ την λάμψη των ουράνιων χορών μέχρι τα θεϊκά συμπόσια του Ολύμπου!

Επομένως, αν ο Σολωμός είναι ο αναπλαστής της δημοτικής μας γλώσσας, ο Βαλαωρίτης είναι ο ΑΠΟΘΗΣΑΥΡΙΣΤΗΣ αυτής της γλώσσας του λαού, είναι ένας oλάκερος μεταγλωσσικός αφιονισμός, που αναγάγει την ποιητική ρητορική σε ευφραντική αρετολογία… Ο Σολωμός την «διδάχτηκε» την δημοτική στην Ζάκυνθο, απ’ την οποία στην τρυφερή ηλικία των δέκα χρόνων, και πριν καλά χωνέψει την μητρική του γλώσσα, αναχώρησε δεκαετής για σπουδές στην Ιταλία, στην οποία Ζάκυνθο επέστρεψε εικοσαετής, στα 1818, και σπουδαγμένος Ιταλικά, την «διδάχτηκε» την δημοτική μας, όμως, και στην Κέρκυρα που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του! Γι αυτό «και της χρωστά»… Την αρπάζει μέσα απ’ την λαϊκή νερομάνα και την μεταπλάθει και την «κανακεύει», σε μια προσπάθεια όχι μόνο να την ρυθμοποιήσει και να την μετροποιήσει, αλλά και να της απομυζήσει ευγνώμονα όλη την εκφραστική της ενέργεια! Άρα την γονιμοποποιεί, την βαφτίζει μέσα στα διάφανα νερά της μεγαλοφάνταστης ποιητικής τέχνης, προκειμένου και να επιβιώνει και να ξανανιώνει…

(… Παρατηρώ, έλεγε στον Σολωμό ο Τρικούπης, όταν βρέθηκε το 1822 στη Ζάκυνθο, προτρέποντάς τον, μάλιστα, να εγκαταλείψει τον ιταλικό Παρνασσό και να γίνει ο θεμελιωτής της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, πως, όσο προκόβεις στην ελληνικήν γλώσσαν, τόσο απλούστερα γράφεις, όταν συνθέτεις εις την ομιλουμένην…).

Ο Βαλαωρίτης, αντίθετα με τον αναπλαστή της γλώσσας Σολωμό, την ΑΠΟΘΗΣΑΥΡΙΖΕΙ, γιατί είναι η μητρική του γλώσσα, αυτή που άκουσε από μικρός στα καντούνια της Άγιας Μαύρας και στα λιοστάσια των γονιών του απ’ τους απλοϊκούς χωρικούς, που δούλευαν εκεί, είναι ο Κυρ Αριστοτέλης των Λευκαδίων, που γυρνά σε όλα τα χωριά του νησιού του, που ανεβαίνει άριστος κυνηγός στα ορεινά χωριά και συναναστρέφεται τον κόσμο της ξωμαχιάς, κάνει κουμπαριές, βαπτίζει, στεφανώνει, αποκτά συνδέσμους και δεσμούς συγγενικούς σε κάθε χωριό! Όλα τούτα τον «πληγώνουν», μα πάνω από όλα τον οιστρηλατούν και τον κατευθύνουν προς την δημιουργία, σαν πρωτογενή παθήματα ψυχικής αναπτέρωσης! Και θέλει και επιλέγει και επιθυμεί, αυτή τη γλώσσα που ακούει, αυτή την πολυποίκιλη Λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, σαν κιβωτός σωτηρίας, να την περάσει πρώτα στον γραπτό λόγο και έπειτα να την αναγάγει σε ένα εθνικό επίπεδο ψιλοκοσκινισμένη, σαν ώριμη και εθνική ζεστή καρδιά! Δεν χρειάζεται να επενεργήσει πάνω της, να την πάει σε ένα άλλο επίπεδο, είναι από μόνη της η λαλιά του τόπου του το ταίριασμα και της ποίησης και της μουσικότητας!

… Παδί μες στη φωτιά σου, πούχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε!
Ο δούλος είν’ αλήθεια, λίπο ποτάζει μοναχά
ψυχή κ’ αίμα δεν έχει…
Κι ο γέροντας μ’ απίδρομο σαν παλλικάρι τρέχει
κι αρπάζει τη σφεντόνα του
με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια
και το σταφνίζει στο καυκί…

Απόσπασμα ακόμη ένα χαρακτηριστικής ντοπιολαλιάς απ’ τον ΦΩΤΕΙΝΟ! Σε αυτή την εναργέστατη, την καθάρια την καλοστόχαστη φωνή, τι ψιμύθια να προστέσεις και ποια καρπερά κλαριά της να αρνηθείς… Η ψυχή του ποιητή στην ψυχή του κόσμου! Δεν είναι απομακρυσμένα μονοτράγουδα, είναι ατόφια σταλάγματα διαρκούς συγκίνησης στις καρδιές! Η πιο πολυγύρευτη φωνητική άρθρωση του απλού λαού, το μέλι της πατρίδας του και του καιρού του! Το αποθησαυρίζει, το καθαγιάζει, απαλά σαν τρεμόδερτο σπουργίτι το κρατά στην απαλάμη και το κάνει ενέργεια, το κάνει ζωή!

Πρακτικά και αποθησαυριστικά τι σημαίνουν όλα τούτα; Πρώτα, το μεγάλο δασκάλεμα του ποιητή μας πάνω στην γλωσσική ιδέα, που ισοδυναμεί με το φωτεινό δείξιμο μιας αμφίδρομης προς το λαό πορείας, για το ανύψωμα της εθνοσώστρας αλήθειας. Ακολούθως, η δημοτική του έχει τη ζωντανότερη φύτρα της λαϊκής ψυχής, είναι η καθαρόχρωμη ζωγραφιά, ο βαρύβροντος παιάνας, που αντηχεί τερπόψυχα, φανερώνοντας όλους εκείνους τους φανερούς, αλλά και τους λανθάνοντες παραλληλισμούς, ανάμεσα στο εξυμνούμενο και στους υμνητές, τους απλούς ανθρώπους του μόχθου και της προκοπής, που γνωρίζουν να μιλάνε αυτή την γλώσσα της απεριόριστης ελευθερίας. Έτσι η ποίησή του ξετυλίγεται σε έναν μουσικολαϊκό δρόμο, με το ηχόχρωμα του απλού και του απέριττου, μα τόσο εκφραστικού! Γίνεται πιο λυρική, πιο εύληπτη, πιο ανθρώπινη, πιο γήινη, πιο λειτουργική, πιο εύπεπτη, άμεσα διδακτική και ολότελα στοχευτική στην διπλή του μάχη για την Μεγάλη ιδέα και το χτύπημα της ξενοκρατίας…

Μορφοποιείται, κοντολογίς, η δημοτική μας γλώσσα σε Μούσα, με την οποία ο εθνικός μας βάρδος δεν «εφευρίσκει», αλλά ξαναβρίσκει τον αξιότατο ποιητή… Είναι η γλώσσα που μας ταμπουρώνει, που μας αυγαταίνει το νου με τη σπουδή της, για να πατάμε γερά σε κάθε πνευματική αναζήτηση και να την βλέπουμε στην ακέρια της όψη! Με τον καταιγισμό της Αγιομαυρίτικης ντοπιολαλιάς, την οποία ορθότατα και επεξηγεί στο γλωσσάρι του, προκειμένου να την αναβιβάσει στα γνωστά δικά του εθνικά προσδοκώμενα, ο Βαλαωρίτης δημιουργεί, εξ ίσου, έναν καταιγισμό πλουραλιστικής αντίληψης, στον οποίο ο λεκτικός ιστός σε συμπαρασύρει διαβαστή μου στην αφοσιωμένη ανάγνωση…



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>