Η Λευκάδα στα τέλη της δεκαετίας 1950 – αρχές δεκαετίας 1960 μέσα από τα μάτια του πολυταξιδεμένου Μίνου Αργυράκη | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πε, Αυγ 20th, 2020

Η Λευκάδα στα τέλη της δεκαετίας 1950 – αρχές δεκαετίας 1960 μέσα από τα μάτια του πολυταξιδεμένου Μίνου Αργυράκη

Καρυατιδα-στη-παλιά-βρύση

Του Μίνου ΑΡΓΥΡΑΚΗ

Φτάνοντας νύχτα στη Λευκάδα, έχεις την εντύπωση πως φτάνεις στη Βενετία. Τα φώτα του καναλιού είναι σαν να βγαίνουν μέσα από τη θάλασσα. Και το αυτοκίνητο μοιάζει να πλέει πάνω στο νερό, έτσι που διασχίζει τη στενή λωρίδα που εξέχει από την Ακαρνανία για να συναντήσει την άλλη στενή λωρίδα, της Λευκάδας. Έτσι μακρόστενες που είναι και δύο, μοιάζουν με δύο χέρια που απλώνονται να χαιρετιστούν ευγενικά. Και στη μέση το πορθμείον, που κάνει τις «συστάσεις».

Όλα είναι γεμάτα ευγένεια μόλις φθάσεις. Εκεί γύρω η ατμόσφαιρα είναι παραμυθένια. Απίθανα και μαγευτικά καμώματα της νύχτας. Το λιψό φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού μόλις ρίχνει αναιμικές αχτίδες πάνω στο βενετσιάνικο κάστρο που βρίσκεται στην πόρτα της Λευκάδας και το κάνει να φαίνεται σαν σκηνικό Όπερας. Ο Φάρος, δίπλα, ανοιγοκλείνει νευρικά το κατακόκκινο μάτι του, κάνοντας νοήματα στα καράβια να προσέχουν τα βήματά τους. Και το Ιόνιο, νυκτερινό και γαληνεμένο, γαργαλά τα νύχια και τα δάχτυλα των δύο ακρογιαλιών.

Μα της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά. Άμα ξυπνήσεις το πρωί στην πόλη της Λευκάδας, η «Βενετία που νόμιζες» βγάζει το νυχτερινό φανταχτερό στολίδι της και σου παρουσιάζεται γυμνή. Φαίνοντας τα κόκαλά της, κι είναι σαν να πέφτεις από τα σύννεφα.

Τα σπίτια είναι σαν ψεύτικα, χτισμένα πρόχειρα, ειδικά τοποθετημένα, νομίζεις, για κάποιο φανταστικό γύρισμα ταινίας, και που έχεις την εντύπωση πως ύστερα από το γύρισμα θα διαλυθούν. Φαντάζει, όλη η πόλη, μερικές στιγμές, σαν τεράστια κινηματογραφούπολη. Χαμηλή και βουλιαγμένη. Σχεδόν όλη η πόλη πλέει πάνω στο νερό. Εξήντα εκατοστά αν σκάψεις κάτω τη γη, θα βρεις νερό. Περνάει φορτηγό από την προκυμαία και, λίγο βαρύ να ΄ναι, νιώθεις τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια σου.

Μα όλα αυτά σβήνουν άμα βγεις λίγο έξω από την πόλη. Δέκα λεφτά πιο πέρα από την προκυμαία βρίσκεται μια από τις πιο όμορφες ακρογιαλιές αυτής της γης. Και σίγουρα η πιο όμορφη της Ελλάδας. Τρία χιλιόμετρα όλο άμμος. Και τι άμμος! Τι βότσαλα! Σαν χνούδι που χαϊδεύει το σώμα σου, Αν είχαν οι Ιταλοί τέτοιο θησαυρό, θα τον είχαν αξιοποιήσει τόσο, που σίγουρα σήμερα θα ΄ταν μια από τις πιο φημισμένες πλαζ σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη.

Η Λευκάδα είναι γεμάτη από αντιθέσεις. Η ιδιοσυγκρασία του νησιού αυτού είναι καμωμένη από ένα σπάνιο μείγμα μιας άγριας, απότομης και αντρίκιας φύσης, ταιριασμένη με μια γλυκιά γυναικεία, ρομαντική, ήρεμη και μαλακιά φύση. Έχεις την εντύπωση πως απ΄ αυτή τη σπάνια ένωση αυτών των δύο αντίθετων στοιχείων, του αρσενικού και του θηλυκού, γεννήθηκαν τα Πριγκιπόννησα, τα «Παιδιά της Λευκάδας». Σαν να φίλησαν τ΄ άγρια βουνά, τις ήρεμες ακρογιαλιές του νησιού και ξαφνικά πετάχτηκαν η Μαδουρή, ο Σκορπιός, το Μεγανήσι, το Σκορπίδι, το Χελώνι, η Σπάρτη και τα άλλα πριγκιπικά αδελφάκια τους, ντυμένα σε φωτεινά τούλια και υγρές νταντέλες.

Το νησί της Λευκάδας μοιάζει ακόμα μ΄ ένα όμορφο φανταχτερό πουλί, που διαρκώς προσπαθεί να πετάξει, και που κάθε τόσο του πληγώνουν τα φτερά. Πότε οι Θεοί με τους σεισμούς και πότε οι «αρμόδιοι» με την αδιαφορία που του δείχνουν. Κι έτσι μένει πάντα μόνο, απομακρυσμένο, έρημο και εγκαταλελειμμένο, με τις δύο πληγωμένες φτερούγες του, τον Βαλαωρίτη και τον Σικελιανό. Πάει να πετάξει για λίγο να βρει λίγο φαΐ, μα τίποτ΄ άλλο δεν βρίσκει παρά Δόξα,  Ποίηση και Μαγεία. Ο οργανισμός του είναι υποσιτισμένος. Από «κότα ψημένη» που τη λέγαν παλιά, κοντεύει τώρα να γίνει «κότα μαδημένη».

Μα οι Λευκαδίτες δεν το βάζουν κάτω. Αγαπούν το νησί τους και μάχονται να το αναστήσουν. Όσο περισσότερες συμφορές πέφτουν πάνω στο κορμί του τόσο η αγάπη που έχουν γαι τον τόπο τους θεριεύει. Είναι φορές που λες και μάχονται απελπισμένα. Μόνοι τους, με τα ίδια τους τα μέσα, χωρίς καμιά βοήθεια από πουθενά. Μοιάζουν με Δον Κιχώτες που ονειρεύονται διαρκώς το ακατόρθωτο. Μα και μόνο γι΄ αυτό είναι ωραίοι. Και τους αξίζει μια ουσιαστική υποστήριξη από το Κράτος. Μόνο που αυτό φαίνεται να μην έχει πάρει χαμπάρι ακόμα τις ανάγκες του νησιού. Ή τις ξέρει και κάνει την πάπια.

Νησί και Λευκαδίτης λες και είναι καμωμένοι από το ίδιο υλικό. Τη φαντασία. Είναι μέσα στη φύση και των δύο. Ο Λευκαδίτης είναι ποιητής από γεννησιμιού του. Δεν έχει σημασία αν γράφει ποιήματα ή όχι. Σημασία έχει ότι σε κάθε του φράση βρίσκεται κρυμμένο το ποιητικό υλικό. Ακόμα και η κοινωνική του σχέση έχει μια ποίηση. Ένα απόγιομα, καλεσμένοι σ΄ ένα αρχοντικό κοντά στην προκυμαία, νιώσαμε πως δεν είμαστε ξένοι ή επισκέπτες που γνωρίζαμε για πρώτη φορά τον οικοδεσπότη, έναν ευγενέστατο Λευκαδίτη, αγαπημένο και εξαιρετικά δημοφιλή στο νησί του.

Πάνω στο μπαλκόνι του φιλόξενου εκείνου σπιτιού, ανάμεσα στους καλεσμένους, ντόπιους και ξένους, που συναντιόμασταν για πρώτη φορά, κυριαρχούσε μαι τέτοια «άφεση τύπων» και μια τέτοια ποιητική προσήλωση στην ουσία των ανθρώπινων σχέσεων, που όλοι σχεδόν ήταν έτοιμοι να μεταχειριστούν την απαγγελία σαν μέσο συνεννοήσεως, ήταν έτοιμοι να πουν όχι ό,τι λέγεται συνήθως σε μια συγκέντρωση, μα ό,τι γίνεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Τους τύπους και την ετικέτα την αντικατέστησε η ψυχική άνεση. Και στο βάθος αυτός είναι ο πολιτισμός. Εκεί που δεν αναγκάζεσαι να λες ψέμματα και να παριστάνεις τον τσαμπάζο.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Λευκαδίτη, που έχει γίνει πια μια «φυσιολογική ανάγκη», είναι η φιλοσοφημένη διάθεση που κρύβει για τα συμβαίνοντα γύρω, και η ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει την πραγματικότητα. Ίσως αυτό να ΄ναι και η μοναδική του άμυνα στην περίεργη μοίρα του. Γυρνώντας στους δρόμους της Λευκάδας άκουσα τόσο φρέσκο κέφι, τόσο σπαρταριστή διήγηση, που ποτέ δεν ένοιωσα σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Τόσα ανέκδοτα ειπωμένα με τόση χάρη και σοφιστεία.

Ο Λαός, κουρελής και ξυπόλητος, χάνει πολλές φορές το παιγνίδι της άνεσης, μα κερδίζει το παιγνίδι του κεφιού του. Σατιρίζει τα πάντα και τους πάντας, διαρκώς. Οι Λευκαδίτες λες και γνωρίζονται μεταξύ τους περισσότερα από τα παρατσούκλια που κολλάνε ο ένας στον άλλο, παρά με τα πραγματικά τους ονόματα. Τον έναν τον φωνάζουν Αμπελοβάτραχο, τον άλλο Φαγοκοιμήση, τον άλλο Παπί. Μια γριά καμπούρα, άσκημη, με μισό δόντι, μου τη σύστησαν: «Η Γρίπη!». Ούτε επώνυμο, ούτε όνομα!

Τίποτα δεν αρέσει στον Λευκαδίτη περισσότερο απ΄ όσο το γλέντι. Και λεφτά να μην έχει θα πουλήσει κάτι να πάει στο χορό. Τις Απόκριες, μου λένε, η Λευκάδα είναι στο στοιχείο της. Όλοι ντύνονται κουδουνάτοι, φοράνε μάσκες και χορεύουν στους δρόμους, μέχρι το πρωί.

Μα το καμάρι του ματιού της Λευκάδας είναι η κορμοστασιά της χωριάτισσας. Είναι χαρά θεού να τις βλέπεις πάνω στα χωριά να μαζεύονται στη βρύση, να γεμίζουν τις στάμνες και τα βαρέλια με νερό. Βαστάει η καθεμιά πάνω στο κεφάλι της είκοσι με πενήντα οκάδες. Από μικρές μαθαίνουν να βαστάνε όλο το βάρος, πράγμα που τους κάνει, άμα μεγαλώσουν, να έχουν μια περπατησιά περήφανη, κομψή, λυγερή, σαν να αρμενίζει φρεγάτα ή ακόμα σαν να περπατά κυπαρίσσι.

Η φορεσιά τους, πράσινη σκούρα και καφέ, προβάλλει τα χαρίσματά τους ακόμα πιο έντονα. Γελαστές, όμορφες, με στητό στήθος, ψηλές, λιγνές με φεγγαρίσιο κόρφο, διασχίζουν χιλιόμετρα, σκαρφαλώνουν κατσάβραχα με αφάνταστη ισορροπία. Όμως δουλεύουν σκληρά. Οι γυναίκες στη Λευκάδα είναι ηρωίδες. Εκείνες βαστάνε το σπίτι. Όλη τη σκληρή δουλιά. Όλα περνάνε από το χέρι τους. Λεφτό δεν σταματάνε. Όλη τους τη ζωή είναι δοσμένοι στη δουλιά.

Τα χωριά πάνω ζούνε με το τίποτα. Ψωμί και κρεμμύδι. Σπέρνουνε πάνω στην πέτρα να εξασφαλίσουνε τη «φαγούρα» τους, όπως λένε χαρακτηριστικά το φαΐ τους… Θυμάμαι όταν ζήτησα ένα αυγό σε κάποιο χωριό: «Δεν έχει» μου λένε, «έχουν απεργία οι κότες γιατί ακρίβηνε το στάρι!…», με την ιδιάζουσα ειρωνεία τους.

……….

Κακομοίρα Λευκάδα!…. Τι να σου μέλλεται ακόμα!… Φεύγοντας από το νησί πήραμε στην καρδιά μας όλη σου τη μαγευτική και σπάνια ομορφιά και παράλληλα όλη σου τη δυστυχία και μιζέρια.

Μας έκανες ν΄ ανακαλύψουμε ένα καινούργιο διαμάντι. Είδαμε στο πρόσωπό σου σε μικρογραφία ολόκληρη τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας… Μαγεία και μιζέρια. Μιζέρια και μαγεία. Παντού!…

Σημείωση:
Γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με αρχές της δεκαετίας του 1960. Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Μίνου Αργυράκη με τίτλο «Ο Γύρος της Ελλάδας» (εκδόσεις Καστανιώτη, 1984). Το απόσπασμα από το βιβλίο δημοσιεύτηκε στο «Λευκαδοτρόπιο», το τριμηνιαίο περιοδικό της Ομοσπονδίας των Απανταχού Λευκαδίτικων Συλλόγων (Έτος 1ο, Τεύχος 3ο, Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2005). Όπως εκμυστηρεύεται η Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, που είχε παρουσιάσει τότε το βιβλίο στο περιοδικό: ««Το αρχοντικό κοντά στην προκυμαία» του «ευγενέστατου Λευκαδίτη, αγαπημένου και εξαιρετικά δημοφιλούς στο νησί του», εκεί όπου ένα απόγιομα του 1958 ο καλλιτέχνης βίωσε τόσο έντονα την «άφεση των τύπων»… ήταν το σπίτι του πατέρα μου, του Μάρκου Τσαρλαμπά. Εκεί είχα πρόθυμα φιλοξενήσει τον σπουδαίο ξένο μας και φοιτήτρια τότε, ακολούθησα κι εγώ τους περιπάτους και τις περιοδείες τους στην ύπαιθρο…». Συμπληρώνει επίσης ανάμεσα στα άλλα ότι στη συντροφιά ήταν ακόμη και ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός, που ήταν απεσταλμένος από το περιοδικό «Εικόνες».

minos_argyrakisΟ Μίνως Αργυράκης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1920, από πατέρα εύπορο τραπεζίτη, που σφαγιάστηκε από τους Τούρκους. Σε ηλικία ενός έτους ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα με τη μητέρα του Γαλάτεια, τη γιαγιά και τον αδελφό του. Η Πηνελόπη Δέλτα θα φροντίσει να φοιτήσει στο Κολέγιο του Ψυχικού. Αργότερα απορρίπτεται δύο φορές από τη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά γίνεται δεκτός στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή… Φίλος του Γιάννη Τσαρούχη, θα μαθητεύσει κοντά του, ενώ δηλώνει ότι δάσκαλοί του ήταν οι: Κόντογλου, Θεόφιλος και Παρθένης. Συμμετέχει στην παρέα των: Μαυροειδή, Μόραλη, Χατζηκυριάκου – Γκίκα, Χατζιδάκι, Γκάτσου, σκιτσάρει, ζωγραφίζει, γράφει, δημοσιογραφεί, σκηνογραφεί.

Το 1940 «σκοτώνει» Ιταλούς με το πενάκι του, στον Εμφύλιο συνεχίζει ως ΕΠΟΝίτης στην Ευρυτανία, με την ελπίδα να αλλάξει τον κόσμο. Επιστρατεύει πάντα τα εικαστικά του σύνεργα ενάντια στην ασχήμια, στην καταπίεση και την υποκρισία.

Το 1957 εκδίδει το πρώτο άλμπουμ με τον τίτλο «Οδός Ονείρων». Μια αιχμηρή, καυστική, κοινωνική σάτιρα της Ελλάδας του ΄50, που περιέχει πολλά μυθολογικά στοιχεία αλλά αποπνέει και έναν έντονο λυρισμό. Η «Οδός Ονείρων» θα γοητεύσει τον φίλο του Μ. Χατζιδάκι, που θα τη μεταπλάσει σε μουσική επιθεώρηση και θα παρουσιαστεί στο θέατρο «Μετροπόλιταν» το 1962. Η θεατρική μορφή της «Οδού Ονείρων» ήταν μια συνεργασία Μ. Αργυράκη (σκηνικά, κοστούμια, στίχοι ενός τραγουδιού), Μ. Χατζιδάκι, Αλέξη Σολωμού και Δημήτρη Χορν. Θα ακολουθήσει «Ο γύρος του κόσμου» το 1965. Ταυτόχρονα κάνει εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συμμετέχει σε σημαντικές διοργανώσεις – πανελλήνιες του ΄48 και ΄51, στο Διεθνές Φεστιβάλ Νεότητας της Μόσχας το 1957, στην Μπιενάλε σχεδίου στο Ταλεντίνο της Ιταλίας, ενώ παράλληλα δουλεύει σε εφημερίδες και περιοδικά.

Λίγο πριν τη δικτατορία, ο Μ. Αργυράκης δημιουργεί με την σύντροφό του, τον Γ. Τσαρούχη και τον Ευγένιο Σπαθάρη, την «Κιβωτό της Άμυ», ένα πρωτοποριακό χώρο καλλιτεχνικού πειραματισμού, στην Πλάκα, όπου γίνονται και τα πρώτα χάπενινγκ (λόγος, μουσική, χορός). Η χούντα θα κλείσει το χώρο, γιατί δεν είχε άδεια «μετά μουσικών οργάνων…». Όλα αυτά θα τον οδηγήσουν στην Ισπανία, στο Λονδίνο, στην Κοπεγχάγη, όπου κατά τη διάρκεια της επταετίας θα ζήσει φιλοξενούμενος του γλύπτη Τάκη. Στην Κοπεγχάγη θα εκδώσει και τη δεύτερη σατιρική συλλογή σκίτσων του -με κείμενό του αυτή τη φορά- «Η πολιτεία έπλεε εις την Μελανόλευκον», όπου για ακόμη μια φορά «εξολοθρεύει τον εχθρό» με την αιχμή της τέχνης του.

Μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει τις πολύπλευρες δραστηριότητές του. Το 1981 ξανασυνεργάζεται με τον Μ. Χατζιδάκι και δημιουργούν την «Πορνογραφία» (σκηνικά – κοστούμια), που είναι και η τελευταία ολοκληρωμένη δουλιά του.

Από το 1990 παρουσιάζει τα πρώτα προβλήματα υγείας. Αυτό του στερεί τη δυνατότητα να ζωγραφίζει και να συμμετέχει ενεργά στη ζωή. Ήταν κλεισμένος στο σπίτι του. Δεν έκανε εκθέσεις. Μόνο λιγοστούς φίλους έβλεπε. Μετά το θάνατο του φίλου του Μ. Χατζιδάκι, κλείστηκε στο γηροκομείο. Πέθανε το 1998, πριν προλάβει να δει αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. (Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ – Ριζοσπάστης).


Displaying 3 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η Άννα Σ. λέει:

    Θα σας παρακαλούσα αν έχετε την καλοσύνη να κάνετε ορισμένες διευκρινήσεις;
    Είστε σίγουρος ότι η δημοσίευση του κειμένου έγινε στο: «Λευκαδοτρόπιο», στο Τεύχος 3ο, Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2005; Κατέχω τα περισσότερα από τα τεύχη του ιστορικού περιοδικού «Λευκαδοτρόπιο»…
    Επίσης, το βιβλίο του Μίνου Αργυράκη έχει αυτό τον τίτλο που γράφετε, «Ο Γύρος της Ελλάδας»; Νομίζω ότι κάνετε λάθος…

  2. Ο/Η admin λέει:

    Ως προς το πρώτο είμαι απόλυτα σίγουρος γιατί από κει το αντέγραψα: «Λευκαδοτρόπιο», τριμηνιαίο περιοδικό της Ομοσπονδίας των Απανταχού Λευκαδίτικων Συλλόγων (Έτος 1ο, Τεύχος 3ο, Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2005). Ως προς το δεύτερο: Βασίστηκα σε αυτό που έγραφε η κα Βιβέτ-Τσαρλαμπά Κακλαμάνη παρουσιάζοντας το βιβλίο στο περιοδικό: «Ένα βιβλίο του Μίνου Αργυράκη που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη μου, με τίτλο «Ο Γύρος της Ελλάδας» (εκδ. Καστανιώτη)… Το βιβλίο που περιέχει 7 κεφάλαια … 5. Νησιά Ιονίου: Λευκάδα-Μαδουρή…». Ανατρέχοντας τώρα, με αφορμή το σχόλιό σας, στα βιβλία του Μίνου Αργυράκη που έχουν εκδοθεί βλέπουμε να μην υπάρχει ο τίτλος αυτός αλλά κάποια άλλα με συναφή τίτλο: Μίνως Αργυράκης, «Ο γύρος του Κόσμου», εκδ. Γαλαξία, Αθήνα, 1964 και «Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1984. Πολύ πιθανό λοιπόν να έχει δημοσιευτεί στο δεύτερο βιβλίο και να έχει κάνει λάθος ως προς τον τίτλο η κα Βιβέτ-Τσαρλαμπά Κακλαμάνη. Το σάιτ πάλι της ΕΡΤ με αφορμή ένα αφιέρωμα στο συγγραφέα κάνει λόγο για «τα βιβλία του «Ο γύρος του κόσμου» και «Ο γύρος της Ελλάδας», ενώ για τον ίδιο τίτλο βιβλίου («Ο γύρος της Ελλάδας») όπου υπάρχει και το εικονογραφημένο εξώφυλλο γίνεται μνεία και στο σάιτ lifo.gr.

  3. Ο/Η Άννα Σ. λέει:

    ευχαριστώ θερμά

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>