Βαρυχειμωνιά παλιά στην Εγκλουβή: «Η νεροποντή κρατούσε μέρες και μήνες…» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Ιαν 8th, 2021

Βαρυχειμωνιά παλιά στην Εγκλουβή: «Η νεροποντή κρατούσε μέρες και μήνες…»

3_egklouvi

Στο υψόμετρο της Εγκλουβής ο χειμώνας είναι βαρύς και για τους φτωχούς πολύ βαρύς. Νόμιζες πως τα στοιχεία της φύσης αγρίεψαν και τα βάλανε με το χωριό μας. «Ήρτε η συντέλεια του κόσμου», έλεγε η Μουστάκω, όπως την παρομοίαζε ο άντρας της.

Το βροχόνερο δαρτό σε μούσκευε μέχρι το κόκκαλο, βρεχότανε κι η γλώσσα σου, όπως λέγαν οι χωριανοί. Κι η νεροποντή κρατούσε μέρες και μήνες. Στη μνήμη όλων ερχόταν ο κατακλυσμός του Νώε.

5_egklouvi

Όλος ο τόπος ήταν ρυάκια που τρέχαν και καταρράχτες που το νερό πηδούσε. Αστραπόβροντα αδιάκοπα σε σαμπάτιζαν. Ο Γραίγος σε περόνιαζε. Σκοτεινά σύννεφα παντού πλάκωναν τις ψυχές. Ο αγέρας σάρωνε τα πάντα, σφύριζε απειλητικός και νόμιζες πως ταρακουνάει και τους γύρω βράχους.

6_egklouvi

Τα λαγκάδια φούσκωναν και στην κατεβασιά τους σέρνανε λιθάρια ριζιμιά. Τώρα είναι ζεμένα με τα δυο μεγάλα πέτρινα γεφύρια κι εμείς δεν τα λογαριάζουμε, η παράδοση όμως τα παρουσιάζει σαν δυο μεγάλα θηρία που τυραννούσαν το χωριό και το φυλακίζανε στην απομόνωση.

4_egklouvi

Ο μόνος καλός τόνος ήταν το χιόνι. Ξημέρωνε στα κάτασπρα το χωριό και τα γύρω και βασίλευε η λευκότης.

7_egklouvi

Μπροστά στη γωνιά που έκαιε του καλού καιρού και τα ξύλα τρίζανε, η γιαγιά η γλυκόστομη, ιστορούσε φουρτούνες στις θάλασσες και ξυλοχαλασιές στις στεριές, καταποντισμούς και ναυάγια, για το κοπάδι που το πήρε το ποτάμι της Σκούπας, για το μουλάρι που το τσακίσανε τα κοτρώνια που κατέβαζε ο Κούτσουφας και για το Τσεργούλι, που ξεχείλιζε άγριο κι έφτανε ως το χωριό.

Οι ιστορίες της γιαγιάς ταιριάζανε με την ώρα, με το περιβάλλον. Δεν το ΄λεγε μα η ώρα ήταν κακή. Κι έλεγε ακόμη για τον Τεργεστιάνο καραβοκύρη, που φορτωμένος κουκιά ήρτε στη Λευκάδα να τα πουλήσει, χρεοκόπησε κι έχασε και το καΐκι, περιμένοντας να σταματήσουν οι βροχές για να τα πουλήσει.

Για πολλά χρόνια ρωτούσε τρομαγμένος αν βρέχει ακόμα στη Λευκάδα. Έλεγε πως ένα παπά τον πήρε ο αγέρας και τον έριξε στο γκρεμό, πως ένα μουλάρι μάργωσε, ψόφησε και στάθηκε παγωμένο στα τέσσερα. Η γιαγιά δεν ανακάτευε στις διηγήσεις της ποτέ αερικά, ανέμους και σατανάδες.

Η βαρυχειμωνιά ήταν δυστυχία για το βαρυόμοιρο το χωριό μας. Η θεομηνία χτυπούσε ανθρώπους και ζώα, μα όχι το ίδιο όλους, πιο πολύ χτυπούσε τους φτωχούς και τους άπορους.

2_egklouvi

Το πρώτο που μάστιζε τον φτωχό, ήταν η αγωνία μην πέσει μέσα η στέγη από το βάρος του χιονιού, γιατί τα καταχτά ήταν παμπάλαια. Και περίμενε μοιρολατρικά την κατάληξη, γιατί η στέγη του δεν σήκωνε επέμβασή του για το ξεχιόνισμα. Στη γωνιά καίγανε ασφάκες, που στραβώνανε και πρήζανε τα μάτια από τον καπνό, αλλά ζέστη δεν κάνανε. Άσε που το σπίτι έσταζε από παντού.

Η ντυμασιά ήταν η δεύτερη πληγή του Φαραώ για τη φτωχολογιά. Σε παλιότερους καιρούς ήταν τα διπλάρια, τα δίμητα κι οι τσούκνες, οι βράκες και οι κάπες, τα κοντέσα για γυναίκες κι άντρες, η φλοκάτη η λεγόμενη κι αυτή η ζεστή φορεσιά περιόριζε το κακό.

Εμάς μας έφαγε ο εξευρωπαϊσμός. Το ντρίλι δεν είναι για την βαρυχειμωνιά. Από ποδεμή είμαστε καλύτερα εμείς απ΄ τους παλιότερους, στα ρούχα όμως πολύ φτωχότεροι. Και τα σπίτια μας τότε που μιλάμε, δεν είχαν καλυτερέψει και πολύ.

Τα ζώα ήταν μια θλίψη. Ξαχαμνισμένα από την αφαγιά τρέμανε και σ΄ απελπίζανε. Ήταν αδύνατο να ζεστάνουν μωρό με την ανάσα τους.

Τα φτωχά σπίτια ήταν ευτυχία αν είχανε ψωμί ή λίγο αλεύρι για κανένα κουρκούτι για τα παιδιά. Κι εδώ που τα λέμε η Εγκλουβή ήταν χωριό πολυτέκνων. Ούτε μπορούσαν να φανταστούν εκείνο το θερμαντικό χαλβά με το πετμέζι ή τις χοντρές πυρομάδες με τη ζούπα, που τρώγανε τα νοικοκυρόσπιτα.

Πολύ θερμαντική ήταν κι η μπαζίνα με τις μαύρες σταφίδες και το μπόλικο πετμέζι. Το πετμέζι πριν πεθάνει νικήθηκε στη μάχη με τη ζάχαρη. Θυμάμαι τη σύγκρουση.

Όλοι οι χωριανοί ενθουσιάζονταν από το χιόνι και τα παιδιά αεικίνητα, ξαναμμένα, παίζαν χιονιές ή φτιάχνανε χιονάνθρωπους κι όταν καθότανε να ξαποστάσουν ξεπαγιάζανε και τρέχαν τρεμοχουχουλιάζοντας σπίτι να ζεσταθούνε.

Το μεσημεριανό φαΐ ήταν θρμαντικό. Τομάτσι κι όσπρια οι φτωχοί. Παχιές σούπες, γαλατόπητες, κοτόπητες, λαδιές, συμπληρώματα και κράσο οι ευπορότεροι και το βράδυ τα ίδια και χειρότερα.

Για τη φτώχεια ήταν μεγάλο το κακό, ζωντανός θάνατος. Τα ζωντανά ακολουθούσαν τη μοίρα του αφέντη τους και μόνο που υποφέρανε ποιο πολύ απ΄ αυτόν. Ήταν η αδυναμία να τα θρέψει κι έτσι μοιρολατρικά περίμεναν κι αυτός σαν κι εκείνα καλύτερες μέρες. Είχε καταντίσει σαν αζωόφιλος, ενώ δεν ήταν.

Οι φτωχοί κατά κανόνα ήταν φτωχοί κι από ζώα, στερούνταν τη μεγάλη βοήθεια του ζώου. Μα κι όσοι απ΄ αυτούς με μεγάλη αγώνιση αποχτούσαν, μεγάλωναν τη δυστυχία τους, διπλασίαζαν τη φτώχεια τους και πλούτιζαν μόνο σε αυταπάτες.

Σωστοί σκελετοί ήταν τα κακόμοιρα, με άχυρο τα τρέφανε κι αυτό όταν υπήρχε. Συχνά λιγοκαρδίζανε στο δρόμο και πέφτανε. Τότε ο νοικοκύρης έτρεχε να βρει μια χούφτα βρώμη κι αμέσως το ανάσταινε το καημένο το τετράποδο.

Μεγάλη φτωχοπόρευση περνούσαν και περιμένανε την άνοιξη να αναλικώσουν. Η απόδοσή τους ήταν μικρή ανάλογα με το τάισμα. Το φορτίο το κουβαλούσαν μαζί με το αφεντικό τους, που στον ανήφορο έσπρωχνε από πίσω και στον κατήφορο συγκρατούσε το ζώο από την ουρά.

Πετσί και κόκκαλο ήταν, μα η φτώχεια δεν φαινόταν μονάχα στην αχάμνια, φαινότανε και στην αρματωσιά, στο παλιοσάμαρο, στην αχυρένια στρωμή που το πλήγιαζε στη ραχοκοκκαλιά, στα σχοινένια μπαλδίμια και στην υπουρίδα που το χαράζανε στους γλουτούς και κάτω από την ουρά. Ο κατρουμάς χάλια και τα σκοινιά όλο κόμπους.

Τις πληγές στη ράχη τις γιατρεύανε με πηλό. Πιστεύω πως δεν ήταν το φάρμακο, αλλά η ξεσαμαρωσιά που θεράπευε την πληγή.

Σε όλα το αντίθετο ήταν τα ζώα των νοικοκυραίων.

Όταν τα ζώα εξαντλούντανε πολύ, τα πήγαιναν στον Όξου Λίθο και τα σπρώχνανε στο γκρεμό για ευθανασία. Ούτε το τομάρι δεν βγάναν… γιατί οι τομαράδες δεν το αγόραζαν. Όταν δεν τα πήγαιναν εγκαίρως σ΄ αυτόν τον καιάδα και ψοφούσαν στο κατώγι, τότε τα σέρνανε στην ίδια κατεύθυνση. Τα πτώματα τα ΄τρωγε ο χειμώνας, ενώ αν ήταν άλλη εποχή τους κάνανε κηδεία τα όρνια πού ΄ρχονταν από τα Τζουμέρκα και την Πίνδο.

Οι σκύλοι ήταν στην πιο τραγική κατάσταση. Με μια καρφίτσα τους διαπερνούσες τα λαγώνια. Ακόμα κι η φωνή τους, αν δεν είχε χαθεί, ήταν βραχνιασμένη. Φαίνεται πως άσκεφτα οι συγχωριανοί μας διατηρούσαν, χωρίς λόγο, τόσα σκυλιά, ενώ δεν είχαν να τα ταΐσουν. Τα γέρικα τα κακαρώνανε. Τα νεώτερα αντέχανε και περιμένανε τα ξεροκόμματα του καλοκαιριού και πιο πολύ τα σταφύλια του τρυγητή που ήταν ο χρυσός τους μήνας.

Βεβαιώνω ωστόσο, πως οι συγχωριανοί μου που διατηρούσαν και δεν συντηρούσαν αυτά τα κακόμοιρα κι αδικημένα ζώα, δεν ήταν άστοργοι, αλλά φτωχοί, φτωχοί των φτωχών.

Γ. Παναγιώτου

(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΕΓΚΛΟΥΒΗ ΛΕΥΚΑΔΑΣ» (Αριθ. φύλλου 28, Νοέμβρης 1988) που εξέδιδε κάθε τρεις μήνες ο Σύνδεσμος των Απανταχού Εγκλουβησιάνων).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>