Άσπροι κρίνοι, ένα από τα παλιά μυριστικά του τόπου μας
Οι άσπροι κρίνοι, όπως τους λέμε στα μέρη μας, είναι ένα από τα παλιά μυριστικά (καλλωπιστικά φυτά) του τόπου μας κι έχουν ξεκινήσει ν΄ ανθίζουν.
Παλιότερα ήταν γεμάτες οι αυλές και οι κήποι των σπιτιών, ενώ στο χωριό μου, τα Κολυβάτα Αλεξάνδρου, πολλοί υπήρχαν στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στους Σκάρους. Εκεί προστρέχαμε πολλές φορές για να στολίσουμε τα καλαθάκια για τα κάλαντα του Λαζάρου και της Μεγάλης Παρασκευής. Πολλούς είδαμε επίσης να υπάρχουν ακόμη στον προαύλιο έχουν χώρο του στρατοπέδου της αμερικανικής βάσης στην Εγκλουβή αλλά δεν έχουν ανθίσει ακόμη.
Ανήκουν στην οικογένεια των Ιριδωδών (Iridaceae) και η επιστημονική τους ονομασία είναι Iris albicans. Το είδος αυτό καλλιεργείται από την αρχαιότητα (τουλάχιστον από το 1400 π.Χ.) και μπορεί να είναι η παλαιότερη καλλιέργεια ίριδας. Συλλέχθηκε από τον Lange το 1860. Εμφανίζεται σε τοιχογραφία του Βοτανικού Κήπου του Τούθμωση Γ΄ στο ναό του Άμωνα στο Καρνάκ των Θηβών της αρχαίας Αιγύπτου, που χρονολογείται γύρω στο 1426 π.Χ.
Απαντώνται σε πετρώδεις πλαγιές, βραχώδη εδάφη, ακαλλιέργητους αγρούς και όρια καλλιεργούμενων αγρών σε πολλά μέρη της χώρας μας: Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Νησιά Ιονίου, Κρήτη, Ανατολικό Αιγαίο, Όρη Ανατολικής Λακωνίας.
Όπως αναφέρει ο Π.Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914) η οικογένεια των Ιριδωδών περιλαμβάνει περί τα 100 είδη, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι ιθαγενή των βορείων εύκρατων χωρών. Πρόκειται για φυτά ποώδη πολυετή, ριζωματικά κονδυλόριζα, σπανιότερα βολβόριζα, πολλά κοσμητικά και μερικά μυρεψικά και φαρμακευτικά.
Οι φαρμακευτικές και μυρεψικές ιδιότητες των ριζών μερικών ίριδων ήταν γνωστές στους αρχαίους. Αρίστη θεωρούνταν από τον Θεόφραστο η ρίζα της ίριδος η φυωμένη εν «Ιλλυριοίς, ουκ εν τη προς θάλατταν χώραν, αλλ΄ εν τη ανακεχωρηκυία κειμένη δε μάλλον προς άρκτον. Τόποι δε τόπων διαφέρουσιν εν οις αμείνων (εστι)· εργασία δε περί αυτήν ουδεμία· πλην του περικαθήραντα αναξηράναι». Αλλού πάλι λέει «χλωραί μεν γαρ (οι ρίζες) ουκ όζουσιν ή ουχ ομοίως, αποξηρανθείσαι δ΄ όζουσιν ώσπερ και της ίριδος».