Βιβλίο: Πινακοχώρι Σφακιωτών Λευκάδας | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Βιβλίο: Πινακοχώρι Σφακιωτών Λευκάδας

Κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή το νέο πόνημα του Θοδωρή Γεωργάκη


Του Θοδωρή Γεωργάκη

Κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή το βιβλίο μου με τίτλο ΠΙΝΑΚΟΧΩΡΙ Η ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΗ ΜΑΣ τετρακοσίων σελίδων με την ιστορία του χωριού, με στιγμιότυπα, αφηγήσεις και φωτογραφίες για το χωριό, μα κυρίως με την καταγραφή όλων των οικογενειών του χωριού, που σε μερικές περιπτώσεις φτάνουν μέχρι τον 18ο αιώνα, παίρνοντας το νήμα απ’ το βιβλίο του Πινακοχωρίτη στην καταγωγή καθηγητή Στάθη Σάντα με τίτλο ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠ’ ΤΟ ΧΩΡΟ ΜΟΥ ΠΙΝΑΚΟΧΩΡΙ ΛΕΥΚΑΔΟΣ 1909-1923 και φτάνοντας μέχρι των ημερών μας!

1_pinakochori_georgakis

Η φωτογραφία του εξώφυλλου! Το Δημοτικό Σχολείο Πινακοχωρίου το 1965! Καθένας μας και μια ιστορία… Η φωτο ελήφθη μετά το συσσίτιο που είχαμε τα χρόνια εκείνα, γι; αυτό και στη μέση παρουσιάζομαι με την μπόλια στον ώμο…

«ΠΑΜΕ ΣΤ’ ΑΛΩΝΙΑ…» ΓΙΑ ΒΟΛΤΑ ΚΑΙ ΠΑΙΓΝΙΔΙ!

(Απόσπασμα απ’ το βιβλίο μου που δεν αφορά μόνο το χωριό μου αλλά κάθε Λευκαδίτη…)

Ποιος ξέρει πόσες γενιές νεαρών Πινακοχωριτών είπαν αυτή την λέξη: «Πάμε στ’ Αλώνια!», στο κέντρο του χωριού, για να παίξουν, ή για να κάνουν παρέα. Η έκφραση προέκυψε, διότι εδώ στο κέντρο του χωριού, πριν δημιουργηθούν τα τέσσερα καφενεία, όπως τα ξέραμε, του Γιώργη Γεωργάκη (Τράμπας), του Γιώργη Λάζαρη (Καγιάφας), του Χριστόφορου Παπαδόπουλου (Γιούργας) και του Λάκη Γεωργάκη (Σεληνάκης), τα οποία λειτουργούσαν περίπου μέχρι το 2000, ήταν όντως αλώνια, που αλώνιζαν τα σιτηρά τους οι πρόγονοί μας. Βέβαια δεν ήταν τα μοναδικά αλώνια, αφού και περιμετρικά του χωριού, ήταν πάνω από δέκα αλώνια! Τρία ήταν μαζεμένα στον δρόμο για την μεγάλη στέρνα του χωριού, κατά σειράν, του Σελινάκη, του Λελέ, και του Κτσογιάννη, άλλα τρία ήταν μαζεμένα στο Αγνάντιο, κάτω απ’ την Κολοβού, του Καλέ, του Μάλιου και του Θωματσά, δύο ήταν στα Κοντράτα, του Γιάννη του Μεργιάννη δίπλα στο μύλο της Σαράντως και του Νιόνιου του Μεργιάννη δίπλα απ’ τον Αϊ Διονύση, ενώ δύο ήταν και στη Μάγερα, το δικό μας το Παπορακαίικο και του Αγίου Σπυριδώνου. Αυτή η ύπαρξη τόσων αλωνιών φανερώνει πως το χωριό είχε ικανοποιητική παραγωγή σιτηρών στους περασμένους στερημένους αιώνες!

2_pinakochori_georgakis

Εδώ στο κέντρο του χωριού την δεκαετία του 1960! Πίσω το μαγαζί του Τράμπα και η τεράστια μπλοκοκιά! Αριστερά ο τότε πρόεδρος της Κοινότητος Πινακοχωρίου Χρυσόστομος Γεωργάκης (Τράμπας) και ο Φίλιππος Λάζαρης, ο Γραμματέας Πινακοχωρίου και Λαζαράτων, ο λόγιος Γραμματέας με μεγάλο λαογραφικό συγγραφικό έργο!

Εδώ στο κέντρο του χωριού μας, λοιπόν, υπήρχαν άλλα τρία αλώνια μέχρι το 1970. Εκεί που είναι σήμερα το κοινοτικό κατάστημα ήταν ο «κήπος του Θωμά», που παλιά ήταν αλώνι. Πίσω απ’ το καφενείο του Χριστόφορου του Γιούργα ήταν ακόμη ένα αλώνι και λίγο πιο πάνω μπροστά στην αυλή του παπούλη μου, απ’ την πλευρά της μάνας μου, του Αποστόλη Γεωργάκη, ή Τράμπα, ή Κολομπάτσου, ήταν επίσης ένα αλώνι οικογενεικό των Τραμπαίων. Ο χώρος, ως εκ τούτου, βαπτίστηκε, από χρόνια, «Αλώνια» και όπως άλλα παιδιά λένε «Πάμε στην πλατεία του χωριού μας», εμείς είχαμε το «Πάμε στ’ Αλώνια»! Ήταν το Βασίλειό μας! Εδώ στην θρυλική Μπλοκοκιά, το τεράστιο δέντρο, που σήμερα δεν υπάρχει, κάναμε τις συνάξεις μας, και αποφασίζαμε τι θα παίξομε και που θα πάμε, ενώ, και οι μεγάλοι εδώ σύχναζαν στα τέσσερα καφενεία, που προαναφέραμε. Ήταν η κεντρική ρούγα του χωριού μας!

Εδώ αποφασίζαμε, είκοσι – τριάντα αγόρια της γενιάς μου εκεί στην δεκαετία του 1960, τα παιγνίδια μας και τις ζαβολιές μας. Ειδικότερα το καλοκαίρι, όταν πέφτανε σε όλα τα σπίτια για μεσημεριανό ύπνο και ακούγαμε το πρώτο… ροχαλητό των γονιών μας, πετιόμαστε όλα τα παιδιά σαν ελατήρια και βρισκόμαστε στ’ Αλώνια! Αντιλαμβάνεστε τις φωνές και την φασαρία μεσημεριάτικα, που ανάγκαζαν την θειά μου την Ξύδα, (Χρυσηίδα), του Γιαλομάτη να σηκώνεται φουρκισμένη και να βγαίνει πάνω απ’ τα ξύλα, που είχε στην ακροποδιά της αυλής της προς τον δρόμο και να μας παλεύει: «Aϊ μωρέ ξεπατωμένα και δεν ανοίξει το σκολειό, θα ειδείτε… Θα τα πώ όλα στο δάσκαλο, πως ένα καλοκαίρι δε μας αφήκατε να κλείσομε μάτι…» Μα, που να χαμπαριάσομε εμείς… Συνεχίζαμε το φαρομανητό μας!

ΟΙ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΕΣ ΜΑΣ ΕΞΟΡΜΗΣΕΙΣ…

Η πρώτη μας απόφαση… Που θα πάμε, μες στο καταμεσήμερο, όταν δεν υπήρχε ψυχή στα χωράφια περιμετρικά του χωριού και ο Ζώης ο δραγάτης κοιμόνταν, (φόβητρο μεγάλο ο δραγάτης, μας κηνυγούσε με έναν βούρδουλα που είχε), να κόψομε φρούτα να φάμε, κορόμηλα, δαμάσκηνα, βρακατσάνους, απίδια, σταφύλια αλλά να μάσομε και αμύδαλα να τα πουλήσωμε στον Γιώργη τον Θωματσά! Η πρώτη εξόρμηση ήταν στην κορομηλιά του Πέτρου του Τράμπα… Περνούσαμε σιγά – σιγά εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Περάτη, πηγαίναμε κάτω απ’ την μεγάλη κορομηλιά καμιά δεκαριά από εμάς και με μία πέτρα ο καθένας, μπαμ – μπαμ, ρίχναμε κάτω τα κορόμηλα, μέχρι να σηκωθεί ο μπάρμπα Πέτρος και ο γιός του ο Τάσος, απ’ την φασαρία, τα είχαμε μαζέψει και είχαμε γίνει Λούης… Άλλη φορά βάζαμε στο στόχαστρο την δαμασκηνιά που είχε ο μπάρμπα Μίχος ο Τσίγκενες, στο πρώτο σπίτι στα Λαζαράτα. Παίρναμε το δρόμο της Γκιόκας, φτάναμε κάτω απ’το σπίτι του Τσίγκενε, και αρχίζαμε το πετροβολητό στην δαμασκηνιά… Μέχρι και εδώ να σηκωθεί ο μπάρμπα Μίχος, εμείς είχαμε αποδράσει με τα δαμάσκηνα, τα οποία τα βάζαμε στον κόρφο μέσα απ’ το φανελάκι που φορούσαμε, για να τα φάμε με την ησυχία μας, γυρνώντας, που αλλού, κάτω απ’ την Μπλοκοκιά!

3_pinakochori_georgakis

Μπροστά στο μαγαζί του Γιώργη του Τράμπα με ουζάκια το 1964!

Όταν, αρχές του Αλωνάρη είχαν γίνει οι βρακατσάνοι, τότε οι εξορμήσεις μας ήταν και μακρύτερα του χωριού! Σαν λαγωνικά ανακαλύπταμε που υπάρχει γεμάτη βρακατσανιά και την επισκεπτόμαστε μες στο καταμεσήμερο! Είχε δυο τρεις στην σειρά ο μπάρμπα Ναπολέων ο Μπούρας, στην Παραβολή, λίγο πιο κάτω απ’ το σημερινό γήπεδο, οπότε αντλαμβάνεστε πως είχαν την τιμητική τους! Έπειτα είχε μια μεγάλη βρακατσανιά ο Θωμάς ο Μαρίνος κάτω απ’ το χωριό στην περιοχή Σάμπελα, αυτή έκανε κάτι μαύρους βρακατσάνους καταπληκτικούς! Όταν την δεκαετία του 1990 την θυμήθηκα και την επισκέφτηκα για να πάρω μοσχεύματα να κεντρώσω μια δική μου, τότε διαπίστωσα με μεγάλη μου λύπη πως είχε ξεραθεί ολόκληρη… Μας άρεσαν πολύ οι βρακατσάνοι… Μερικές φορές φτάναμε μέχρι τις Αμουδαρές, πάνω απ’ το ποτάμι της Κακαβούλας, όπου είχε μια βρακατσανιά ο Σαϊτάνης απ’ τους Πηγαδισάνους! Μέχρι εκεί έφτανε η χάρη μας… Κυρίως, όμως, κάποια απογεύματα τραβάγαμε στα Πηγάδια για δαύτους! Είχε εκεί μέσα στο αμπέλι του ο Σπυρογιάννης ο Σκιαδαρέσης, ο Κοτσάνης, ή Σαραντάπορος, τον έλεγαν έτσι γιατί είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 στη Μάχη του Σαρανταπόρου, είχε μια τεράστια βρακατσανιά, που έκανε κάτι βρακατσάνους καταπληκτικούς, αφού με το σκάψιμο του αμπελιού καιλλιεργούνταν και η βρακατσανιά! Κάθονταν ο ίδιος και την φύλαγε, γιατί μάζευε κάθε απόγευμα τους βρακατσάνους σε ένα καλάθι και πήγαινε στις Μπαράκες και τους πουλούσε. Εμείς φτάναμε μέχρι το πηγάδι στα Βαρκά, καθόμαστε στον μεγάλο σοφά του πηγαδιού και τον παρακολουθούσαμε τι ώρα θα πάρει το καλάθι να πάει προς τα Λαζαράτα… Και τότε ερχόνταν η σειρά μας… Ηλικιωμένος ο ίδιος δεν μπορούσε να ανέβει στην μεγάλη βρακατσανιά και όσους μάζευε προσπαθούσε να τους μαζέψει από κάτω με ένα καλάμι, που το είχε ανοίξει διαχαλωτά στην κορυφή και μέσα στην διχάλα είχε βάλει μια μικρή πέτρα, ώστε να γίνει η υποδοχή του καλαμιού πλατιά και να μπορεί να κόβει τον βρακατσάνο με περιστροφή! Ακαριαία φτάναμε εμείς και ανεβαίναμε σαν αίλουροι πάνω στην βρακατσανιά, εκεί που δεν έφτανε το καλάμι! Αντιλαμβάνεστε τι επακολουθούσε… Όσους τρώγαμε εκεί πάνω και άλλους στον κόρφο μας μέσα απ’ τα φανελάκι για την επιστροφή στο χωριό… Και να μας τρώει το συκόγαλο… Αλλά που να χαμπαριάσουμε εμείς οι αρειμάνιοι θηρευτές της ζωής…

Στα μέσα Αυγούστου, όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια, τότε το… κυνήγι μας ήταν τα μοσχάτα και τα ραζακιά! Δυο αμπέλια είχαν την τιμητική τους… Ένα ήταν στην Λαγκαδιά, κάτω απ’ τα σπίτια τα Ασπρογερακαίικα στα Κοντράτα, του Βασίλη του Τσάνε. Είχε κάτι σταφύλια αυτά που έλεγαν φαολάρικα, άσπρα σταφύλια, ραζακί, μοσχάτο και τσαούσι, που ήταν γλυκά σαν μέλι! Δεύτερο αμπέλι ήταν του Θωμά του Μαρίνου στην Παραβολή, με εξ ίσου απίθανα άσπρα φαολάρικα σταφύλια και για μεσημεριανή επιδρομή ήταν το κάτι άλλο, αφού κοιμόνταν η θειά Σταθούλα, η οποία τις υπόλοιπες ώρες αγνάντευε πάνω απ’ το σπίτι της μήπως πάει κανείς και κόψει τα σταφύλια! Που να ήξερε, πως εμείς οι… ακοίμητοι την πιάναμε στον ύπνο…

4_pinakochori_georgakis

Παρέα Πινακοχωριτών στο πανηγύρι της Ανάληψης στον Φρυά!

ΤΑ ΑΜΥΔΑΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΠΑΚΛΑΒΑΔΕΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑΤΣΑ!

Μα οι μεγαλύτερες… συλλεκτικές μας επιχειρήσεις ήταν όταν γινόνταν τα αμύδαλα! Τότε ζωντάνευε και το εμπορικό μας δαιμόνιο… Γύρω απ’ το χωριό μας υπήρχαν εκατοντάδες αμυγδαλιές, στην περιοχή της Ράχης κυρίως, του Αλπέτζου, του Κοζομήλια και του Γκαραμάνη, στην Λότζα, στο Καρτέρι, στην Αγία Αικατερίνη, στο Πάνω Πηγάδι, στο Αγνάντιο, στο Καμίνι, στο Καλογερικό, στη Γκιόκα, στον Δωμό, στην Κουμάνα, ιδιοκτησίας αυτή η περιοχή Λαζαριάτων κατοίκων, αλλά και στην Παραβολή, κάτω απ’ το νεκροταφείο, όπου είχε έναν τεράστιο αμυγδαλαιώνα πάνω από δέκα στρέμματα ο μπάρμπα Οδυσσέας ο Κόκλας. Ειδικότερα εδώ στον μεγάλο αμυγδαλαιώνα του Κόκλα, που κατέβαζε φορτώματα αμύδαλα, εφαρμόζαμε και τακτική… Πηγαίναμε δήθεν πως θα βοηθήσομε την γυναίκα του την θεια Αλεξάνδρα και κρυφά κάναμε «χωσάδες» τα αμύδαλα, τα σκεπάζαμε δηλαδή με φύλλα ή με χώμα και επιστρέφαμε έπειτα και τα συγκεντρώναμε… Έ, όλες αυτές τις περιοχές, που προανέφερα, με τις κατάφορτες αμυγδαλιές τις παίζαμε στα δάχτυλα, κάθε μέρα και σε διαφορετική τοποθεσία βρισκόμαστε!

Τι κάναμε… Με πέτρες χτυπούσαμε τις φορτωμένες αμυγδαλιές και έπεφταν κάτω τα αμύγδαλα, γεμίζαμε τον κόρφο μας, μέσα απ’ το καλοκαιρινό φανελάκι καλά – καλά και τότε είχαμε δυο επιλογές μπροστά μας, που έπρεπε να πάρομε σύντομα απόφαση… Η πρώτη ήταν να τα πάμε στο σπίτι, οπότε τα βάζαμε μέσα σε μια τεράστια κάλτσα χούλα – χουπ της μάνας μας και τα απλώναμε στον ήλιο στην ταράτσα της στέρνας για να «φρυγούνε» και σαν μαζεύαμε πολλά, πέντε έξι κιλά, πηγαίναμε στον μπάρμπα Νίκο τον Παπαδόπουλο, Κουμπουργιέλο τον λέγαμε, ο οποίος μάζευε τα αμύδαλα για τον συγγενή του τον Κουμπουργιέλο, που έχει το ζαχαροπλαστείο στη χώρα, μας έδινε τα φραγκάκια και τότε τα δίναμε στους πατεράδες μας και θέλαμε όλοι να μας αγοράσει τα παπούτσια ΕΛΒΙΕΛΑ, απ’ τον Κτσούρια ή τον Γράψα στη χώρα, για να μπορούμε να παίζουμε μπάλα!!!

Δεύτερη επιλογή που είχαμε ήταν να τα πουλήσομε την ίδια στιγμή στον μπάρμπα Γιώργη τον Παπαδόπουλο (Θωματσάς)! Πηγαίναμε κάτω στα Λιθάρια, καθόμαστε στο πεζούλι και περιμέναμε να ανοίξει το μαγαζί του κατά τις πέντε το απόγευμα ο Θωματσάς, για να του πουλήσομε τα αμύδαλα. Του είχαμε, μάλιστα βρει και το κόλπο… Του βάζαμε μέσα και πολλά πικραμύδαλα, ανακατεμένα με τα γλυκά… Είχαμε βρει μια πρικραμυδαλιά στην Αγία Αικατερίνη προς την μεριά των Πηγαδισάνων, που κάθε χρόνο σόδειαζε… Πηγαίναμε, μαζεύαμε πικραμύδαλα και τα ανακατεύαμε με τα γλυκά… Επειδή κάτι πονηρεύονταν ο Θωματσάς, εμείς είμαστε πιο πονηροί… Βάζαμε τα γλυκά πάνω – πάνω και από εκεί έπαιρνε ένα και δοκίμαζε, οπότε όλα καλά, όλα ανθηρά!!!Ένα, δύο, τρία φραγκάκια το αντίτιμο, τα οποία ποτέ δεν παίρναμε στα χέρια, τα παίρναμε σε είδος… Έφερνε απ’ τον Τιμόθεο τον Κοψιδά απ’ την Χώρα ο μπάρμπα Γιώργης κάτι καταΐφια και κάτι μπακλαβάδες που ήταν μούρλια!

Άλλοτε αγοράζαμε απ’ το μαγαζί του τα περίφημα μπισκότα ΡΟΥΛΙΑ, τα οποία είχαν μέσα φωτογραφίες ποδοσφαιριστών! Ο Δομάζος, ο Νεμπίδης, ο Παπουτσάκης, ο Βουτσαράς, ο Τουμπέλης, ο Καμάρας, ο Σούρπης, ο Παπαεμανουήλ, ο Γραμμός, ο Κουβάς του Παναθηναϊκού, ο Παπαϊωάννου, ο Πομώνης, ο Νεστορίδης, ο Σκευοφύλακας, ο Βασιλείου, ο Μπαλόπουλος, ο Σεραφείδης, ο Καραφέσκος, ο Σταματιάδης της ΑΕΚ, ο Σιδέρης, ο Μποτίνος, ο Ζαντέρογλου, ο Τσανακτζής, ο Μπέμπης, ο Μουράτης, ο Ρωσίδης, ο Αγανιάν του Ολυμπιακού! Καθένας με την ομάδα του έκανε την συλλογή του, ή τους παίζαμε, άσπρα κόκκινα! Βάζαμε τερματική γραμμή έναν τοίχο και πετάγαμε την φωτογραφία, όποιος έφτανε πιο κοντά στην γραμμή του τοίχου μάζευε όλες τις φωτογραφίες και τις πετούσε ψηλά επιλέγοντας άσπρα, το πίσω μέρος, ή κόκκινα, το μπροστινό μέρος, όσες φωτογραφίες έρχονταν στο χρώμα τις επιλογής του τις έπαιρνε, έπειτα ακολουθούσε ο δεύτερος στην σειρά που ξανάριχννε τις υπόλοιπες κ.ο.κ μέχρι να τελειώσουν όλες.

5_pinakochori_georgakis

Δεξιά ο μπάρμπα Γιώργης ο Θωματσάς με το μαγαζί στα Λιθάρια με τον φίλο του Πανταζή Κακιούση απ’ τα Ασπρογερακάτα!

ΤΑ ΑΛΛΑ ΜΑΣ ΓΗΠΕΔΑΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ!

Βέβαια, εκτός απ’ το μεγάλο μας «βασίλειο», ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ, είχαμε και τα άλλα μας στέκια, σαν παιδιά, που ήταν τόπος αδιάκοπου παιγνιδιού, ειδικότερα τα καλοκαίρια μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, με ένα σωρό παιγνίδια, τον σκλάβο, το κρυφτό, τον πόλεμο, τα βεργιά, τη σκλίτζα – μίτζα, τα καβάλια, τις τριώδες τριάρα και ενιάρα, τη γουρούνα, τα πετίνια, το μπρίτσολα, μα πάνω από όλα το ποδόσφαιρο! Βρισκόμαστε, όπως προανέφερα, στα Λιθάρια, να πάρομε τον μπακλαβά και το καταϊφι απ’ τα αμύδαλα που πουλούσαμε, αλλά και τα μπισκότα Ρούλια, για τις εικόνες των ποδοσφαιριστών, που παίζαμε τα άσπρα – κόκκινα! Έπειτα είχαμε τα γηπεδάκια μας να παίζουμε ποδόσφαιρο. Και τι γηπεδάκια… Χωράφια που τα καθαρίζαμε από πέτρες και καλαμιές! Στις «Ελιές του Μπάϊμπα», όπου σήμερα υπάρχει ένα λυόμενο σπιτάκι του Αντώνη Γεωργάκη ή Μπάϊμπα, δίπλα απ’ το σπίτι του Στάθη του Παπαδόπουλου (Ντάρα). Στο γηπεδάκι πίσω στα Παλιομάντρια, κάτω απ’ τα σημερινά σπίτια του Φίλιππου και Γιάννη Γεωργάκη (Μπίλιος). Στα χωράφια του Λάζαρη, όπως τα λέγαμε, αφού ανήκαν στον Κώστα τον Λάζαρη ή Τράκα παλιό διυεθυντή του ΤΑΟΛ με καταγωγή απ’ το Πινακοχώρι και τα οποία χωράφια έσπερνε ο μπάρμπα Γιώργης ο Γιαλομάτης και όταν τα θέριζε αναλαμβάναμε δράση εμείς τα παιδιά και σε μια μέρα τα είχαμε καθαρίσει απ’ τις καλαμιές! Στο προαύλιο του Αγίου Γεωργίου, όπου μας κυνηγούσαν οι χωριανοί γιατί παίζαμε μπάλα κοντά στα μνήματα, αφού το νεκροταφείο ακόμη δεν είχε μεταφερθεί εκεί που είναι σήμερα στην Μάγερα, και σπάζαμε με την μπάλα τους σταυρούς και τα καντήλια απ’ τα μνημεία… Στο προαύλιο του Αγίου Διονυσίου, ιδίως κάθε Σάββατο μεσημέρι, πριν το κατηχητικό, γιατί εκεί μας έκανε κατηχητικό ο παπά Βαγγέλης ο Χαλικιάς!

Η εκκλησία του αγίου Διονυσίου χτίστηκε το 1880 και ανήκει μέχρι σήμερα στους κατοίκους των Κοντράτων και στις οικογένειες Γεωργάκη των Λαζαράτων, με μοναδική εξαίρεση μια οικογένεια μόνο Λάζαρη, αυτή του Κουβέλη, που θέλησε και αυτή να έχει σαν ενορία τον άγιο Διονύσιο. Το τέμπλο του ναού, το οποίο είναι υπέροχο, σκάλισε ο ξυλογλύπτης Ανδρέας Ανδρέου απ’ το χωριό Ιδάλειον της Κύπρου το 1888, όπως αναφέρει η πινακίδα πάνω απ’ την Ωραία Πύλη του ναού! Εδώ στον άγιο Διονύσιο το Σάββατο το απόγευμα πάνω στον γυναικωνίτη μας έκανε κατηχητικό ο παπά Βαγγέλης ο Χαλικιάς, με το σήμα του κατηχητικού στο πέτο και το βιβλιαράκι που γράφαμε το δίδαγμα και το ρητόν του μαθήματος, τα οποία τα γράφαμε και στον πίνακα που είχε η εκκλησία! Μάλιστα, ο παπάς μας σήκωνε αγόρια και κορίτσια και μας υπαγόρευε το δίδαγμα και το ρητόν να το γράψομε, ελέγχοντάς μας αν γνωρίζαμε ορθογραφία! Εμείς τα αγόρια μαζευόμαστε νωρίτερα στο προαύλιο του αγίου Διονυσίου και παίζαμε ποδόσφαιρο, ή αρχίζαμε τον πετροπόλεμο με τους Λαζαριάτες, που έπαιζαν και αυτοί στο προαύλιο του αγίου Σπυρίδωνα!

ο προαύλιο του Σχολειού μας, όμως, τεράστιο και καθαρό, ήταν ιδανικό για ποδόσφαιρο! Είχε φτάσει τότε την δεκαετία του 1960 στο σχολειό μας ένα μεγάλο ξύλινο κασόνι που μέσα είχε παιγνίδια, σχοινάκια, φιλέ για βόλεϊ και μπάλες! Αχ αυτές οι μπάλες! Πρώτη φορά βλέπαμε δερμάτινη μπάλα, από εκείνες που είχαν λαιμό και δένονταν από πάνω με δερμάτινο σχοινί ή σπάγγο, κάτι άλλα συμπαγή τοπάκια, που μάλλον ήταν για το άγνωστο σε μας σημερινό χαντ μπολ! Το ξύλινο αυτό κιβώτιο, που είχε μέσα και κάτι τενεκεδάκια κίτρινο τυρί, θυμάμαι, μου είχε προκαλέσει μικρό παιδί τεράστια εντύπωση, αφού έξω είχε μια μεγάλη σφραγίδα με δυο χέρια σφιχτοδεμένα μεταξύ τους! Σήμερα καταλαβαίνω πως ήταν μια μορφή της ΟΥΝΤΡΑΣ, όπως έλεγαν την Αμερικάνικη μεταπολεμή βοήθεια στη χώρα μας! Α, τι μάχη δίναμε στο μεγάλο διάλλειμα για την μπάλα… Ενώ τα κορίτσια χόρευαν ή έπαιζαν τις τριόδες και τα πεντόβολα, εμείς τα αγόρια ικετεύαμε στην κυριολεξία τον δάσκαλο τον Χριστόδουλο τον Χαλικιά, Πλάκια τον λέγαμε, να μας δώσει τη μεγάλη δερμάτινη μπάλα να παίξομε… Σχεδόν άκαμπτος πάντα μας αρνούνταν με την αιτιολογία πως θα σπάζαμε τις λάστρες απ’ τα πολλά παράθυρα του σχολείου… Μας την έδινε μόνο όταν πηγαίναμε εκδρομή πίσω στη μεγάλη στέρνα του χωριού και παίζαμε πάνω στον τσιμεντένιο χώρο της στέρνας!

6_pinakochori_georgakis

Στο γήπεδό μας στου Αϊ Σπυριδώνου τα χωράφια στη Μάγερα, εκεί που είναι σήμερα το γήπεδο των Σφακιωτών. Φωτογραφίζομαι με το αυτοσχέδιο δοκάρι στα 1972… Πίσω οι συμπαίκτες μου στα… αποδυτήρια ετοιμάζονται…

Το άχτι μας το βγάζαμε τα Σαββατοκύριακα, αφού είχαμε και τα απογεύματα των καθημερινών τότε σχολείο, όταν με δικά μας νάϋλον τόπια παίζαμε στο προαύλιο του σχολείου μας, αλλά με μεγάλο κίνδυνο… Ο κίνδυνος άκουγε στο όνομα μπάρμπα Λίας Τράμπας και Ζώης δραγάτης… Ο Λίας ο Τράμπας μας κυνηγούσε γιατί κάτω απ’ το προαύλιο του σχολείου ήταν ο κήπος του, που έδενε το άλογο και όταν έπεφτε από κάτω η μπάλα αυτό αγρίευε και φρούμαζε, με αποτέλεσμα να πιάνει την μπάλα, όταν έπεφτε από κάτω και την έσχιζε με τον σουγιά του… Το ίδιο μας έκανε και ο Ζώης ο δραγάτης, για να μην σπάσομε, έλεγε, τις λάστρες απ’ το σπίτι του, μας την έσκιζε και αυτός… Καταλαβαίνετε τη λύπη μας, αφού, έστω αυτή τη ναϋλον την μπάλα, την προμηθευόμστε με χίλιες στερήσεις… Το επίσημο γήπεδό μας, πάντως, ήταν στου Αγίου Σπυριδώνου τα χωράφια, στην Μάγερα, όπου είχαμε τοποθετήσει και ξύλινα πρόχειρα δοκάρια!!! Εμείς τότε χρησιμοποιούσαμε για γήπεδο όχι το χωράφι πάνω απ’ τον δρόμο, που είναι σήμερα το γήπεδο των Σφακιωτών, αλλά το χωράφι κάτω απ’ τον δρόμο, που βρίσκονται σήμερα τα νεκροταφεία Λαζαράτων και Πινακοχωρίου! Εδώ δίναμε τους αγώνες με τα άλλα χωριά, την Καρυά, τα Λαζαράτα, τα Ασπρογερακάτα, μέσα στις πέτρες και στις αγκαθερές παλαμονίδες, που τα σκληρά αγκάθια τους σε τρυπούσαν διαπεραστικά ως το κόκαλο…

7_pinakochori_georgakis

Μπροστά στο χορό ο Ζώης Λάζαρης (Καγιάφας) πατέρας του ιερέα Παναγιώτη Λάζαρη, τον κρατά ο πατέρας μου Σοφοκλής Γεωργάκης (Παποράκης)!

ΤΟ ΒΟΛΙ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΟΜΠΟΓΕΡΟΙ ΤΙΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ!

Τις Καλές Μέρες, έτσι λέγαμε τις Γιορτές του Δωδεκαημέρου, Αξτόεννα, Πρωτοχρονιά και Φωτώνε, το ποδόσφαιρο και τα άλλα παιγνίδια πήγαιναν στην άκρη, αφού το ενδιαφέρον μας αποσπούσε το παιγνίδι με τα λεφτά, που βγάζαμε απ’ τα Κάλαντα, ή μας έκαναν στρούνα την Πρωτοχρονιά οι δικοί μας. Πηγαίναμε για τα Κάλαντα και στα Λαζαράτα και στου Πρεμεντινού, τα δυο πιο κοντινά χωριά στο Πινακοχώρι… Δεν είχαμε τα γνωστά τρίγωνα, απλά δημιουργούσαμε από χαρτόνι χοντρό, που βρίσκαμε στα μπακάλικα, ένα μικρό σπιτάκι, κάτι σαν την σπηλιά που γεννήθηκε ο Χριστός και πάνω της τοποθετούσαμε βρύα, ενώ μέσα βάζαμε την εικόνα της Γέννησης! Τα χρήματα, λοιπόν, απ’ τα Κάλαντα ήταν δικά μας! Και τότε αρχίζαμε το κορώνες – γράμματα, το βόλι και τον χτύπο! Τρία παιγνίδια με τα φραγκοδίφραγκα που μας αποσπούσαν το ενδιαφέρον ολημερίς… Κορώνες – γράμματα είναι το γνωστό παιγνίδι που ρίχναμε τις δραχμές, ή τα δίφραγκα, ανάλογα τι αποφάσιζαν όσοι έπαιζαν, σε μια τερματική γραμμή, ή σε μια μικρή πέτρα την οποία αποκαλούσαμε βόλι, που όποιος έφτανε πιο κοντά στη γραμμή ή στο βόλι, μάζευε τα χρήματα και τα πετούσε ψηλά φωνάζοντας τι επιλέγει, κορώνα ή γράμματα! Στο στριφτό ένας έκανε την μάνα, δηλαδή είχε δύο τάληρα, κατά κανόνα, στα χέρια τα οποία πετούσε ψηλά και φώναζε τι επιλέγει, κορώνα ή γράμματα, οι άλλοι κάναμε κύκλο και έβαζε ο καθένας κάτω όσα χρήματα ήθελε, αν η μάνα κέρδιζε επιλέγοντας κορώνα ή γράμματα, τότε μάζευε δικά της όσα χρήματα ποστέρναμε εμείς ο άλλοι, αν έχανε τότε πλήρωνε όσα χρήματα ο καθένας μας είχε βάλει σε πόστα κάτω… Τέλος ο χτύπος ήταν ένα παιγνίδι που χτυπούσαμε τα φράγκο ή το δίφραγκο σε μια πέτρα στον τοίχο, το κέρμα έφευγε με δύναμη κάτω, ο καθένας χτυπούσε το κέρμα του και με ένα επίμηκες ξύλο για μέτρο, που το αποδεχόμαστε όλοι, μετρούσαμε πόσο κοντά πήγε το δικό μας κέρμα στου άλλου, αν ήταν ίσο το διάστημα με το μέτρο τότε κέρδιζες και έπαιρνες το κέρμα του άλλου…

Μα, και με την τράπουλα είχαμε νιτερέσα, παρ’ ότι μικρά παιδιά… Μας μάζευε ο Αναστάσης ο Καλές και μας τα έβγαζε δεκατέσσερα – τριανταένα!!! Απ’ τους πιο αρειμάνιους χαρτοπαίχτες του χωριού ο Αναστάσης, έφτανε να παίξει πόκα τις καλές μέρες μέχρι τα Λαζαράτα στου Γωγάτσου και στου Ντάθα το καφενείο, αλλά και στους Πηγαδισάνους με τον Σταύρο τον Μτατατούκο… Όταν έπαιζε μαζί μας έπιανε την καρέκλα προς τον τοίχο ο Αναστάσης, γιατί γνώριζε καλά πως κάποιοι από εμάς, που είμαστε έξω απ’ το παιγνίδι και χαζεύαμε, θα βλέπαμε τα φύλλα του και θα κάναμε σινιάλο στα παιδιά που έπαιζαν… Όμως δεν χαμπαριάζαμε όσες προφυλάξεις και να έπαιρνε… Κάποιος από εμάς έβλεπε από πλάγια, που ήταν όρθιος, τα φύλλα του και μας έκανε το σινιάλο, που σταμάτησε στο δεκατέσσερα – τριανταένα ο Αναστάσης… Και σαν τον έπαιρνε καμιά φορά χαμπάρι να μας κάνει σινιάλο, γυρνούσε σιγά – σιγά και νωχελικά και όπως πρόφερε το σίγμα σαν θήτα του έλεγε: «Aϊ θτο διάολο κάμε παραπέρα π’ θα μ’ κάμειθ θινιάλα…» Και όταν μας απομάκρυνε και από εκεί εμάς τους «μαρτυριάρηδες» του σκάρωναν αυτοί που έπαιζαν άλλο κόλπο… Με τρόπο έβαζαν ένα καθρεφτάκι κάτω απ΄το τραπέζι στο μέρος του και έβλεπαν τα χαρτιά του… Ε, αυτό δεν μπόρεσε να το ανακαλύψει ποτέ του…

Εξ ίσου πανηγυρικές ήταν για εμάς τα παιδιά και οι Απόκριες, γιατί ντυνόμαστε Σκομπόγεροι! Βάζαμε ανάποδα το μαύρο μακρύ παλτό του παπούλη μας, στο κεφάλι για μάσκα τυλιγόμαστε με την τσίπα της μάνας μας, κρατούσαμε στα χέρια και ένα καλάμι και γυρνούσαμε δέκα – δεκαπέντε παιδιά μαζί τα σπίτια του χωριού, εκεί το μεσημέρι, όπου μας κερνούσαν αμύδαλα και λαδοκούλουρα, ή οι πιο τολμηροί πίναμε και κρασί, αλλά και την Λευκαδίτικη Κ(ου)λούρα, αφού αυτή τη δεύτερη Κυριακή της Τυρινής, όλα τα σπίτια του χωριού έφτιαχναν Ρυζόπιτες και Κλούρες! Όταν, μάλιστα, το απόγευμα της Κυριακής ο αμίμητος και φοβερός πλακατζής ο Τάκης ο Μόρτης έντυνε και την γαϊδούρα του, τη Λέτα, με παντελόνια στα μπροστινά και στα πισινά πόδια, τότε όλοι μαζί οι Σκομπόγεροι και ο Τάκης με την ντυμένη Λέτα πηγαίναμε και στα Λαζαράτα! Φανταστείτε γέλια και φαρομανητό, σαν φτάναμε στην πλατεία στα Λαζαράτα και συγκεντρώνονταν το πόπολο!!!

Έβγαινε ο Λίας ο Παπάς με τις μουστάκες του απ’ το καφενείο του, ο Γωγάτσος απ’ το δικό του καφενείο, ο Θανάσης ο Κβέλης με την άσπρη του ποδιά απ’ το μπακάλικό του, ο Κτσοθοδωράκης απ’ το κουρείο του, έρχονταν και ο Θωμάς ο Μπαρούς μισομεθυσμένος, όπως και άλλοι πλακατζήδες, πάρα πολλοί πλακατζήδες Λαζαριάτες και τότε γίνονταν πανζουρλισμός!!! Και να πάλι το κρασί έρρεε άφθονο!

8_pinakochori_georgakis

Στο καφενείο του Γιώργη του Τράμπα!

ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΣΤΑ ΛΑΖΑΡΑΤΑ!

Στις ψυχαγωγικές μας ανάσες θα εντάξομε τον καλοκαιρινό κινηματογράφο στα Λαζαράτα! Ήταν μια απίθανη γιορτή για παιδιά και μεγάλους, εκεί στην δεκαετία 1965 – 1975, όταν ο Λίας ο Λάζαρης, Καρούσος, και ο γιος του ο Θοδωρής, έφεραν την πρώτη μηχανή προβολής κινηματογραφικών ταινιών και κάθε Κυριακή απόγευμα είχε προβολή. Παρέες – παρέες εμείς τα παιδιά απ’ το Πινακοχώρι πηγαίναμε στις Μπαράκες για σινεμά, με το πουλοβεράκι δεμένο στη μέση, γιατί το βράδυ είχε ψύχρα μέσα στη Λίμνη… Ένα δίφραγκο το εισιτήριο, που ήτανε δυσεύρετο εκείνη την εποχή, οπότε και πάλι βάζαμε μπροστά το πανούργο μας μυαλό… Περιμέναμε να αρχίσει να παίζεται το έργο και τότε, απασχολημένος ο Λίας στη μηχανή, δεν μας έπαιρνε χαμπάρι που, σαν γάτες, μπαίναμε στο χώρο της προβολής, από μια μικρή τρύπα που είχαμε ανοίξει στο χάρμποτ με το οποίο είχε περιφράξει τον χώρο της προβολής!!!

Είδαμε τον Βέγγο, τον Χατζηχρήστο, τον Κούρκουλο, τον Φούντα, τον Αλεξανδράκη, τον Κατράκη, τον Φέρτη, τη Βουγιουκλάκη, τη Χρονοπούλου, τη Λάσκαρη, μεγάλο γεγονός στα παιδικά μας μάτια, που μολογούσαμε την υπόθεση του έργου στους γονείς μας! Συντηρητική κοινωνία, τότε, και σε κάθε φιλί των πρωταγωνιστών, άκουγες και τα ασχετικά ευτράπελα, ή όταν μερικές φορές κόβονταν η ταινία και υπήρχε διακοπή, όλοι εμείς οι «παρείσακτοι» αρχίζαμε τις φωνές: «Σάξτο Λία…». Και σαν τέλειωνε η παράσταση τότε πάλι η παρέα γυρνούσε στο χωριό, με όρεξη για τραγούδι στον δρόμο της επιστροφής, με Βιολάρη και Πουλόπουλο! Στο σπίτι με περίμενε το πιάτο με τις τηγανητές πατάτες σκεπασμένο! Φρόντιζε για τα πάντα η μάνα μου!

Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας έφερναν σινεμά και τα περίφημα ΤΕΑ. Στα πλαίσια της προπαγανδιστικής τους πολιτικής παρουσίαζαν ταινίες ηθικοπλαστικού περιεχομένου στα χωριά του νησιού, ειδικότερα το καλοκαίρι! Στο χωριό μας παρουσίαζαν την ταινία στην πλατεία, εκεί που αργότερα κτίστηκε το σημερινό Κοινοτικό γραφείο, πάνω σε ένα σεντόνι που έστηναν στον τοίχο του σπιτιού της Ευτυχίας του Μπαγατά, που είχε καφενείο ο Λάκης ο Σεληνάκης. Μάλιστα ο επικεφαλής ανθυπολοχαγός, μας έβαζε όλα τα μκρά παιδιά και γυρνούσαμε το χωριό φωνάζοντας: «Ήρταν τα ΤΕΑ… Ήρταν τα ΤΕΑ και φέρανε σινεμά», οπότε, όπως γίνεται αντιληπτό, γέμιζε η πλατεία και μάλιστα και με γυναίκες μεγάλες και μικρές που δύσκολα παρουσιάζονταν στα Αλώνια… Πριν την προβολή της ταινίας παρουσίαζαν τα περίφημα ΕΠΙΚΑΙΡΑ, στα οποία εξυμνούσαν τον έργο των συνταγματαρχών, που μέσα τους είχαν και στιγμιότυπα από ποδοσφαιρικούς αγώνες του πρωταθλήματος και τότε εκεί πρωτοείδαμε ο καθένας τα ποδοσφαιρικά του ινδάλματα, ανάλογα με την ομάδα που στήριζε…

9_pinakochori_georgakis

Σχολική γιορτή στο Πινακοχώρι στα 1965! Ο δάσκαλος Χριστόδουλος Χαλικιάς και πρώτη… θέση η Όλγα!

Στις διασκεδάσεις μας και οι ποδοσφαιρικοί αγώνες, όταν αρχές της δεκαετίας του 1970, έφεραν στις Μπαράκες τις πρώτες ασπρόμαυρες τηλεοράσεις ο Λίας ο Παππάς και ο Σπύρος ο Ντάθας! Κόσμος πολύς στους αγώνες στα δύο αυτά καφενεία στις Μπαράκες, που στέκονταν και όρθιοι… Η μεγαλύτερή μας απόλαυση να βλέπομε τις ομάδες μας και κυρίως στα Ευρωπαϊκά τους παιγνίδια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως πήγαμε μέχρι στην Βαυκερή για να δούμε τους αγώνες του Παναθηναϊκού τότε που έκανε την μεγάλη πορεία στην ευρώπη, το 1971, με την Έβερτον, τον Αστέρα, γιατί εκεί έπιανε καλύτερα σήμα και υπήρχε μια τηλεόραση την οποία είχε φέρει κάποιος Βαυκερίτης μετανάστης στη Γερμανία.

Αργότερα, δυο – τρία χρόνια, έφεραν τις δύο πρώτες τηλεοράσεις στο χωριό μας στα καφενεία τους ο Γιώργης ο Τράμπας και ο Ζώης ο Καγιάφας! Τότε, λοιπόν, όταν παρουσίαζαν τα πρώτα Ελληνικά σήριαλς, όπως ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, στα ΔΙΧΤΥΑ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ, ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ κτλ, ερχόνταν δειλά – δειλά μέσα στην συντηριτικότητα των ηθών της εποχής και μερικές γυναίκες να δούνε! Ήταν βλέπετε απαγορευτική κάθε δημόσια γυναικεία εμφάνιση στο χωριό μας, αλλά και σε όλα τα Λευκαδίτικα χωριά, αφού έπρεπε να συνοδεύεται από τον άντρα της ή τον αδερφό της και αυτό συνέβαινε κατά κανόνα στα πανηγύρια, όπου και εκεί συνοδευόμενη η γυναίκα από συγγενή ήταν σε φοβερή επίβλεψη και προσοχή από σχόλια και παρόλες, που πάρα πολλές φορές μπορούσαν ακόμη και να αναποδογυρίσουν το πανηγύρι… Εκεί, όμως, που υπήρχε εξαίρεση σε αυτά τα αυστηρότατα ήθη του χωριού, σε σχέση με την γυναικεία παρουσία σε δημόσιο χώρο και δημιουργούνταν πράγματι το αδιαχώρητο και με την παρουσία πολλών γυναικών στο καφενείο, ήταν όταν κάθε Πέμπτη παρουσιαζόταν το περίφημο ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ, με τον μπάρμπα Γιώργη, τον θρυλικό Διονύση Παπαγιαννόπουλο!

10_pinakochori_georgakis

Αριστερά ο συγγραφέας Θοδωρής Γεωργάκης με τα αδέρφια του Κατερίνα και Σπύρο! Καρό πουκαμισάκι και παπούτσι ΕΛΒΙΕΛΑ!

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ…

Άναρχε, πανδαμάτορα χρόνε… Φέρε μου πίσω τις άνοιξες και τα καλοκαίρια μου, τις ανεπανάληπτες στιγμές της πρώτης παραμυθένιας μου ζωής,

δίδαξέ με πως δεν θα ξεχάσω ούτε στιγμή τα βήματα προς τη μνήμη με την γραφίδα της καρδιάς να τα ιστορώ

γαλούχησέ με στ’ αλαφροκόπι του μαξιλαριού σου και πες μου, για άλλη μια φορά με φωνή στεντόρεια,

πως ποτέ δεν χάραξαν καλύτερες αυγές, παρά εκείνες που’ ζησα μικρό παιδί στο χωριουδάκι μου,

αγναντεύοντας τον ολοπόρφυρο ήλιο νιοστόλιστο γαμπρό να προβαίνει απ’ τ’ Ακαρνανικά…

Το καράβι σου τιμονεύω χρόνε με τα χέρια της θάλασσας… Στο λιοπύρι της νιότης βγάλε τις ζωές μας…

Παραμύθια, σαν τότε, ν’ ακούσομε στο ξέφωτο…

Ικέτης σου χρόνε… Απ’ τα ματέρια τ’ ουρανού σου κρέμασέ με

Στο άπειρο! να κατωπτεύω την άχραντη κοιτίδα…

ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ για να διαβάσετε το βιβλίο



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>