Στην ιερή μνήμη της Ελένης χήρας Γεωργίου Βρεττού, που προχθές αποχαιρετήσαμε
Μπορεί η αυλή της θειά-Λένης να’ταν μικρή μα ήταν ικανή να χωρέσει ολόκληρη τη γειτονιά.
Αρκούσε η καλή της καρδιά, το όμορφο χαμογέλιο της και το καθάριο της βλέμμα για να γαληνέψει τους γύρω της και να κλείσει κάθε παραβλεπιά.
Η μορφή της (μια φουμιά που’λεγ’η μάνα μου), κοσμούσε το διάβα της κάθε στιγμή. Στο πηγάδι για νερό με τον τέντζερη, στον ταχυδρόμο για ένα γράμμα απ’την ξενιτιά και στης λογής σχόλης τα βάσανα.
Παντού την ξεχώριζε κάθε σχολαστικός περαστικός.
Μια ιερή Καρυάτιδα ήτανε κι ο λόγος της κοφτός και ζυγισμένος και κυρίως έντιμος.
Λεβεντόκορμη σαν ορθόστητο κυπαρίσσι και πεντάμορφη.
Με τις νοικοκυράδες της γειτονιάς τα’χε καλά και δικαίως την σέβονταν και την εκτιμούσαν δίχως άλλο και κατά βάθος; της ζήλευαν τη σειρά που’χε στη ζωή της, το μέτρο και την προκομάδα της.
Κεντήστρα πρώτη, χωρατατζού όταν η στιγμή τ’απαιτούσε μα κι αγωνίστρια με Ιερά κι αδιαπραγμάτευτα ιδανικά.
Παστρικιά και πάντα ασπρισμένη η μικρή της αυλή με τις γλαστρούλες και τα λογής μυριστικά. Δεν έλλειπε ο βασιλικός, τα μοσκαρδίνια κι οι κόκκινες γαρουφαλιές. Αγαπούσε τα λουλούδια και δεν ήταν λίγες οι φορές που στη μοναξιά της τους τραγουδούσε με τη γλυκόλαλη φωνούλα της κι αυτά λές και την άκουγαν και μέρα τη μέρα αντίκρυζαν τον ήλιο μεγαλύτερα.
Σ’κωνόντανε όπως όλες οι ν’κοκυράδες απ’τ’άγρια χαράματα και με το τσαγανό και την προκομάδα της τα πρόκανε όλα μαγικά.
Πρώτα τις δ’λειές στο κονάκι, ύστερα να τρέξει να ποτίσει τα ζώα και να ετοιμάσει το σακούλι τ’αντρός της για τη γυροβολιά της μέρας στα χωράφια.
Για τον μπάρμπα Γιώργο τον νοικοκύρη της, η Ελένη ήταν ο κόσμος του ολάκαιρος και παρά την σπιρτάδα του μικροκαμωμένος ως ήταν, μπροστά της λάρωνε απ’αγάπη και σεβασμό.
Τι του’λειπε; όλα τα’χε στην αγκάλη του με την Ελένη.
Φτωχιά η ζωή μα τίποτα δεν του’λειψε κοντά της.
Τα παιδιά του τα μεγάλωσε με την καλοσύνη και την περίσσια της έγνοια.
Κι η φωτογωνιά του φτωχικού τους, πάντα έσπρωχνε τις ηρωικές μέρες του θυσιαστικού τους αγώνα με αξιοπρέπεια παρά το λειψό ψωμί.
Χρυσοχέρα κι ευρυματική η θειά-Λένη στην μαγειρική, τον αργαλειό και στο κέντημα για να παντρέψει τις δύο όμορφες θυγατέρες και να κρατήσει κάτι τις και τον Άγγελο το ακριβοβλαστάρι της που τσ’είχε στολίσει τη ζωή με πολλές συγκινήσεις κι οικόσημα. Αυτός ήταν το καμάρι της.
Ναί! προκομένη ήταν κι η φαμελιά της που’ταν η ζωή της ακέρια κι η απαντοχή της.
Δύσκολα τα χρόνια. Οι πικρές μνήμες πολλές, σκληρές και πλέρια ικανές για να συντηρούν το δάκρυ στα ροδοκόκκινα μάγουλα της.
Σαν σφάλιζε το βράδυ η πόρτα του σπιτικού τους, τα πικροβάσανα της μέρας τα’παιρνε η έγνοια των παιδιών τους για τ’αύριο που ξημέρωνε μα το δάκρυ απ’τις καμένες και ψ’μένες μνήμες ήταν εκεί, φωλιασμένο κρεμασμένο τριγύρω στο τραμέντζο κι έφερνε λογής συλλογισμούς στα καλά καθούμενα.
Το κονάκι τους θρήνησε τον Άγγελο τον αδελφό και το πρωτανήψι τ’αντρός της Χρήστο στον βλιασμένο και σκοτεινιασμένο Εμφύλιο.
Δυό λεβέντες που τα κόκκαλα τους έγιναν λίπασμα στα κρινάκια των βουνών της Ηπείρου. Έφυγαν ….μα δεν γύρισαν ποτέ.
Η μνήμη τους, έγινε κι έμεινε ιερό λάβαρο για να φέγγει στις σκοτοδίνες μας.
Στο κονάκι της θειά-Λένης έμεναν όλοι μαζί με τους γονείς τ’αντρός της και την οικογένεια τ’αδερφού του Λάμπρου, που’γινε δάσκαλος και με τον καιρό καλός ποιητής και ξενητεύτηκε μια ολόκληρη ζωή στην Πάτρα κι έρχονταν τις καλές μέρες για τα χρόνια πολλά και να πάρει μια ανάσα στα πατρογονικά.
Όλους τους χωρούσε το σπίτι και το ψωμί στάθηκε ικανό να μεγαλώσουν τις φαμελιές τους μ’αξιοπρέπεια κι αγάπη.
Σαν γυρνάγαμε μικρά παιδιά νηστικά και ξυπόλητα για τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, του Λαζάρου, ή για του Χριστού τα Πάθη, τα καλούδια κι η προσχαροσύνη της μας γιόμοζε αγάπη, ευχές και χαμόγελα!
Μας αγκάλιαζε όλους η θειά-Λένη και ποτέ δεν κακολόγησε κανέναν στο χωριό.
Θυμάμαι που μας έλεγε πως «στις κρύες νύχτες του Χειμώνα γύρω στο τζάκι, τα ποιήματα του δάσκαλου ζέσταιναν τα βαϊσμένα σώματα του αγώνα κι γιόμοζαν όνειρα τα διψασμένα για γνώση στήθια των παιδιών».
Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά πήραν το δρόμο τους, μαζί κι οι μνήμες και τα ιδανικά, μα η θεια-Λένη ποτέ δεν υπέστειλε τη σημαία του δίκιου που γι’αυτό αγωνίζονταν μια ζωή, ναι για το δίκιο που στην ψυχή της είχε χρώμα κόκκινο…
Γράμματα μπορεί να μη γνώριζε πολλά, μα μπορούσε να σου μιλά ώρες πολλές για χίλια δυό, που επιβεβαίωσαν τη σπιρτάδα και το βάθος του νου της και την έγνοια της για μια κοινωνία δίκαιη, για μια ζωή με φως και προκοπή.
Η Θεια-Λένη ναι! που πάντα σαν στερνή Πηνελόπη στάθηκε πίστη στις αξίες και στον προορισμό της.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκέπασε θειά-Λένη.
Κώστας Γεω. Σταματέλος
Λογοτέχνης