Εξάνθεια Λευκάδας: Ο χώρος, η παραγωγή και οι δρόμοι των ανταλλαγών (του Γιάννη Σ. Βλάχου)
Γράφει ο Γιάννης Σ. Βλάχος
Παρατηρώντας κάνεις το νησί της Λευκάδας από τον βορά, επάνω από την παράκτια πεδιάδα πρώτα βλέπει τα δασωμένα υψώματα που συνιστούν ένα πρώτο επίπεδο σχετικά ευρύχωρο, με τις κλιμακωτές δομές των πλατύτερων κλίσεων ανατολικά, για να συμπληρωθεί η εικόνα από ένα ορεινό τοίχωμα, γκρίζο, με γυμνές κορυφές, και απότομες πλαγιές οι οποίες βυθίζονται στην θάλασσα δυτικά. Αυτό το ορεινό μέτωπο είναι το όρος Ελάτη ή Σταυρωτά1.
Το ανάγλυφο του ορεινού αυτού όγκου σχηματίζεται από τρεις κορυφές. Ανεβαίνει από το Μέγα Όρος στο κέντρο, για να υψωθεί στο νότιο άκρο με την κορυφή Σταυρωτά και στη ΝΑ. βάση του με τον Πύργο ή Ελάτη. Στη δυτική πλαγιά του Μέγα όρους σε υψόμετρο 580 μ. βρίσκεται το χωριό Εξάνθεια, παλαιοτέρα δήμος.2 Ακόμη ψηλότερα (775μ.) βρίσκεται το πέρασμα «Νεράιδοάλωνο» το οποίο διασχίζεται από τον κοινοτικό δρόμο, παλαιότερα μονοπάτι, και οδηγεί από την Εξάνθεια προς την Καρυά. Το ψηλό αυτό διάσελο βρίσκεται στην κορυφογραμμή της οποίας οι δύο πλευρές έχουν απότομη κλίση και βαθιές χαράδρες. Η ανατολική πλευρά ανήκει στους Σφακιώτες και την Καρυά, ενώ η διαρθρωμένη πλαγιά της δυτικής κλίσης στην Εξάνθεια».3
Εξάνθεια πριν από τις πρώτες καταγραφές σαν οικονομική μονάδα, δηλαδή χωριό, θα πρέπει να ονομάζονταν μια ευρύτερη περιοχή. Ο Π.Γ. Ροντογιάννης στην ιστορία του αναφέρει ότι «μπορούμε να υποπτευτούμε οικισμούς αυτής της περιόδου (των Τόκκων) στην περιοχή της Εξάνθειας όπου υπάρχουν τα τοπωνυμικά Παλιό χωριό, Κοντριάδα, Λακκοχώρια, Κατωτικό» τους οποίους μάλιστα αναφέρει σαν μεσαιωνικούς.4 Μια εικόνα της περιοχής κατά την περίοδο που άρχισε να αποκτά την εδαφική της αυτοτέλεια μας δίνεται από τον χάρτη του Ενετού Coronelli. Οριοθετείται από τις τοπωνυμικές θέσεις Λεστής περιλαμβάνει τις δυτικές πλαγιές του Μέγα Όρους, περικλείνει τον οικισμό του Δρυμώνα (Esatia_Drymoni) και με όριο το ρέμα Δαφνιάς (Veluchi) βρέχεται από τον μικρό κολπίσκο του Αγίου Νικήτα, και από εκεί με κατεύθυνση από την Μεγάλη Ράχη, μετά στο Σίγγι και προς στον Κριστόλακο κλίνει προς την λαγκαδιά Πλατύ Λαγκάδι η Πετρολάγκαδο για να ξανασμίξει στο Λεστή.
Σχεδόν ολόκληρη η περιοχή «ήταν φτωχή σε ύδατα, τραχιά, ορεινή από ασβεστόλιθο με απότομες και δυσπρόσιτες ράχες»5 με μέσο υψόμετρο τα 500 μέτρα Ψηλότερα ανάμεσα στις μεγάλες, συμπαγείς μάζες ασβεστόλιθου κοιλώματα, ανοίγματα και αυλάκια, και κάποιες μικρής έκτασης πόλγες, μπορούσαν να καλλιεργηθούν χωρίς μεγάλο κόπο. Χαμηλότερα καθώς ο ορεινός όγκος προωθείται προς την θάλασσα οι εξάρσεις του αναγλύφου δημιουργούν κάποιες ομαλότερες καλλιεργήσιμες πλαγιές. Ο σημερινός αμαξωτός που διασχίζει τις δυτικές πλαγιές μετά τα Ασπρογερακάτα και οδηγεί στην Εξάνθεια χώρισε και την καλλιεργήσιμη γη. Κάτω από τον δρόμο στις ομαλότερες εξάρσεις καλλιεργήθηκε η ελιά. Επάνω από το δρόμο στις ανηφορικότερες ράχες καλλιεργήθηκε το κρασί.
Η λέξη «χωριό» κρύβει πολλές διαφορετικές πραγματικότητες, κάθε φορά διαφορετική και εξαρτημένη από τα θεσμικά μορφώματα που επέβαλλαν ιστορικά οι εκάστοτε σχέσεις παραγωγής. Ο οικισμός που αποτελεί σήμερα την Εξάνθεια άρχισε να σχηματίζεται κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ανάμεσα στα έτη 1613 έως και το 1650. Στα οθωμανικά κατάστιχα που θεωρούνται οι αρχαιότερες έως τώρα καταγραφές εμφανίζεται καταγεγραμμένη σαν φορολογική ενότητα για πρώτη φορά το 1613/14.6 Δύο ήταν οι κυριότερες ανάμεσα στους άλλες διάσπαρτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις των οποίων καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι έφτιαξαν τον οικισμό της Εξάνθειας. Το Βλαχοχώρι και η Κοντριάδα. Το Βλαχοχώρι πιθανολογούμε ότι συνδέεται με το τοπωνύμιο Βλαχάτα και προσδιορίζεται στην περιοχή του νεκροταφείου της Εξάνθειας. Η Κοντριάδα είναι και σήμερα μικρό τοπωνύμιο στην περιοχή της Εξάνθειας, πεδινή περιοχή με κήπους και καλλιέργειες. Στους βενετικούς χάρτες του Coronelli σημειώνεται ως ξεχωριστό χωριό Condriada, με λιγοστά σπίτια και δική του περιφέρεια. Από άλλες διάσπαρτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις, όπως το Παλιό χωριό εκεί που βρίσκεται σήμερα το ξωκκλήσι της Παναγίας, σιγά – σιγά γεωργοί και κτηνοτρόφοι θα συγκεντρώθηκαν στην Εξάνθεια.
Η Εξάνθεια κτίσθηκε «μέσα σε μια μικρή λεκάνη που σχηματίζεται από τους γύρω λόφους Ράχη, Σφελαχτουριά, Πλαγιά, Σπίτια, Μαρκά»7 που της έδωσαν έναν αμφιθεατρικό σχήμα. Βρίσκεται σε μία κόγχη κάτω από το Μέγα όρος σε υψόμετρο 580 μέτρα. Ο μύθος συνδέει συγκέντρωση των κατοίκων στη σημερινή θέση του οικισμού εξ αιτίας του νερού που βρέθηκε μαζί με ένα εικόνισμα του Αγίου Στεφάνου. «Το εικόνισμα βρέθηκε σε θέση κοντά στο νερό. Αυτό θεωρήθηκε θειικό σημάδι και τότε αποφάσισαν να χτίσουν εκεί την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Κοντά στην εκκλησία και το νερό χρόνο το χρόνο άρχισαν να φτιάχνουν και τα σπίτια τους και δημιουργήθηκε η Εξάνθεια»8. Πιθανόν να ονομάστηκε έτσι «λόγω του ότι δεν υπάρχουν άνθη (βάλλω, εκβάλλω,- ανθώ, εξανθώ-Εξανθεια)». 9 Αυτό ήταν το παλαιότερο όνομα και μοναδικό σύμφωνα με τις πηγές, ωστόσο στον βενετικό χάρτη του Coronelli τα όρια της περιοχής που περιγράψαμε πιο πάνω εμφανίζονται με το όνομα Δρυμώνας (Drymoni). Το όνομα αυτό φανερώνει την ύπαρξη δάσους – δρυμού πιθανόν βελανιδιάς στην περιοχή όπως αυτά που μνημονεύονται στο ιστορικό αρχείο (ΓΑΚ Λευκάδας).10
Η επιλογή της θέσης του οικισμού αν αφαιρέσει κανείς από το μύθο την έκφραση του θρησκευτικού στοιχείου, θα συμπεράνει ότι η οικιστική συγκέντρωση έγινε εκεί που υπήρχε νερό. Σε περιοχές που κυριαρχούν ασβεστολιθικά πετρώματα το νερό απορροφάται σε βάθος και οι πηγές είναι σπάνιες. Αλλά αυτός είναι ένας δευτερογενής παράγοντας. Θα πρέπει να ήταν η εκμετάλλευση του γεωργικού χώρου που οδήγησε σταδιακά τις σποραδικές αγροτικές κοινότητες, κατά βάση οικογενειακές, να συνοικίσουν. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από τους Τούρκους ξεκινά μια συστηματική φορολόγηση των χωρικών. Το εμπόριο θα πρέπει να αυξήθηκε. Παρόμοια και οι δρόμοι επικοινωνίας και ο έλεγχος του χώρου. Όλα αυτά θα αύξησαν την παραγωγικότητα, την κατανομή της ιδιοκτησίας και θα προσάρμοσαν το δίκαιο, στις νέες συνθήκες. Η ύπαρξη του νερού και η καλλίτερη απόσταση από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον θα προσδιόρισαν τη θέση του οικισμού.
Τα χωράφια που κατείχαν οι κάτοικοι της Εξάνθειας την περίοδο αυτή δεν ήταν πολλά. Χωράφια θα πρέπει να υπήρχαν στη θέση που κατοικείται σήμερα από το νέο χωριό, στις θέσεις Κριστόλακκος δηλαδή, στο σημερινό νεκροταφείο και κάτω από αυτό, στην έξαρση που σχηματίζει το ανάγλυφο ανάμεσα στα ρέματα Μυρτάρι και Δαφνιάς στις παρυφές του Δρυμώνα. Χτήματα ακόμη θα πρέπει να υπήρχαν στο διάσελο ανάμεσα την Εξάνθεια και την Καρυά γύρω από την θέση που βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας, σε κοιλώματα, ανοίγματα και αυλάκια που δημιουργούσε η διάβρωση του εδάφους (καρστικά φαινόμενα).
Αν υιοθετήσουμε την άποψη του Π.Γ. Ροντογιάννη «πως τα χωράφια των χωριών για τα οποία δεν έχουμε στοιχεία ήταν σε στρέμματα τα μισά από τα χωράφια των περιοχών που ξέρουμε (περιουσίες χριστιανών = 21,090 στρέμματα) φθάνουμε στο συμπέρασμα»11 πως τα χωράφια που ανήκαν σε οικισμούς για τα οποίους δεν έχουμε στοιχεία στα τέλη της Τουρκοκρατίας θα ήταν γύρω 10,545 στρέμματα. Το σύνολο των φορολογικών μονάδων έφθανε την περίοδο εκείνη τις 31 μονάδες. Αν αφαιρέσουμε τους δέκα οικισμούς για τους οποίους τα στοιχεία είναι γνωστά, τότε στο υπόλοιπο σύνολο των 21 οικισμών αντιστοιχούσαν 502 στρέμματα στον κάθε ένα. Παρόμοια και τα αμπέλια και οι ελιές. Γνωρίζοντας ότι οι περιουσίες των Λευκαδίων ήταν 8,655 μεροδούλια αμπέλια θα βρούμε ότι σε κάθε οικισμό αντιστοιχούσαν 206 μεροδούλια αμπέλια. Δηλαδή περίπου 69 στρέμματα αμπέλια. Με τον ίδιο τρόπο υπολογίσουμε και τις ελιές. Γνωρίζοντας ότι καταγράφονται σε περιουσίες 8,851 λιόδεντρα την περίοδο αυτή, η περιοχή της Εξάνθειας θα πρέπει να είχε 210 ρίζες ελιές.12
Αυτά τα χωράφια τα αμπέλια και τα λιόδεντρα, με βάση την απογραφή που έγινε του Αμπί Αγά που έγινε το έτος 1651/1652 για το κεφαλικό φόρο του βιλαετιού της Αγίας Μαύρας θα πρέπει να τα μοιράζονταν περίπου 80-120 άτομα (29 νοικοκυριά) συμπεριλαμβανομένων των αγάμων και όσες ήταν χήρες.13 «Είναι φανερή η επέκταση στα νεώτερα χρόνια της καλλιέργειας των αμπελιών και της ελιάς. Αυτό θα πει πως η κύρια γεωργική παραγωγή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν τα δημητριακά. Οι γεωργοί επεδίωκαν να εξασφαλίσουν το ψωμί» σημειώνει ο Π.Γ. Ροντογιάννης στην ιστορία του. Από τον Π.Γ. Ροντογιάννη πληροφορούμαστε επίσης ότι «Η έγγειος κτήσις των παλαιών Λευκαδιτών αγροτών δε φαίνεται να αυξήθηκε υπολογίσιμα σχετικά με την περίοδο της Τουρκοκρατίας».
Με την κατάληψη της Λευκάδας από τους Ενετούς το 1684 ο χαρακτήρας της έγγειας ιδιοκτησίας αλλάζει. Οι παλιές ιδιοκτησίες που ανήκαν στους Τούρκους πέρασαν στο Ενετικό δημόσιο «έγιναν δημόσιες γαίες» και από εκεί σε οικογένειες Ελλήνων που είχαν συνταχθεί με τους Ενετούς, πιθανόν μαζί με τμήματα του εδάφους που είχαν “δουλευτεί” επί Τουρκοκρατίας. Μέρος της δημοσίας γης δόθηκε σε προσφυγικές οικογένειες που ήρθαν από την Πρέβεζα και την Ακαρνανία. Είναι φανερό ότι μεταβλήθηκε το καθεστώς της κατανομής της γης.
Τα χρόνια αυτά θα πρέπει να δημιουργήθηκε και η ανάγκη για καλλιέργεια σε πλαγιές και δυσπρόσιτες άκρες. «Χωράφια με ξεχερσώματα λόγγων ελάχιστα δημιουργούνται στην Λευκάδα. Οι λόγγοι ξεχερσώνονται στα πλάγια με αφάνταστο κόπο, για φυτευθούν εκεί αμπέλια»14 Τα σιτηρά, το λινάρι και τα όσπρια θα πρέπει να φυτεύονταν σε ήδη καλλιεργημένα χωράφια Όσον αφορά την Εξάνθεια στην αρχή το ξεχέρσωμα της γης δεν ήταν απαραίτητο, στη συνέχεια όμως το ξεχέρσωμα θα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συγκέντρωση και την μορφή του οικισμού.
Οι Ενετοί ενίσχυσαν πολύ την ελαιοκαλλιέργεια. Σταδιακά η αμπελοκαλλιέργεια μειώθηκε, και η ελιά θα άρχισε να καταλαμβάνει έδαφος και να αντικαθιστά τα δημητριακά. Για το κρασί ο περιορισμός της ζήτησης δεν ευνοούσε την καλλιέργεια του, παρ΄ όλο που η τιμή του ήταν διπλάσια από αυτήν των δημητριακών. Την περίοδο της Ενετοκρατίας στην περιοχή της Εξάνθειας η παραγωγή του κρασιού δεν θα υπερέβαινε την οικογενειακή οικονομία της αυτοκατανάλωσης. Αλλά και η παραγωγή της ελιάς θα υστερούσε και σχέση με άλλες πιο πεδινές περιοχές της Λευκάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ορεινά χωριά όπως η Εξάνθεια δεν έχουμε κάποιο απόσπασμα κτηματολογίου σε αντίθεση με τα χωριά της περιοχής Σφακιωτών – Καρυάς ή του Αλέξανδρου, γεγονός που μας κάνει να συμπεράνουμε ότι εν γένει η γεωργική παραγωγή του θα ήταν αμελητέα.
Σε όλη αυτήν την περίοδο η ελιά θα κερδίζει έδαφος. Οι Ενετοί έβαλαν την βάση για την καλλιέργεια της ελιάς στο νησί. Η αμπελοκαλλιέργεια επεκτάθηκε επί Αγγλοκρατίας, και για τα ορεινά χωρία όπως Εξάνθεια πολύ μεγαλύτερη έκταση πήρε μετά την Ένωση (1864) όταν άρχισε η καταστροφή των αμπελιών της Γαλλίας.
Η περίοδος της Αγγλοκρατίας χαρακτηρίζεται από μια έντονη ανάπτυξη της αμπελοκαλλιέργειας, η όποια συνδέθηκε με την στάφιδο – καλλιέργεια. Αύξηση έγινε όμως και στην παραγωγή του ελαιολάδου. « Η καλλιέργεια της σταφίδας στα Επτάνησα αυξήθηκε από 6% το 1834 σε 24% του καλλιεργήσιμου εδάφους το 1858. Το ίδιο έγινε και με την καλλιέργεια της ελιάς. Το 1858 οι δύο καλλιέργειες κάλυπταν το 80% της καλλιεργήσιμης έκτασης από το 55% το 1834».15 Σε αυτήν την περίοδο παρατηρήθηκε το φαινόμενο ανταγωνισμού των δύο καλλιεργειών για την απόσπαση μεγαλύτερης έκτασης καλλιεργήσιμης γης. Γίνονταν τώρα επιτακτική ή ανάγκη για έδαφος σε όλα τα Επτάνησα, στην Λευκάδα, ειδικότερα σε ορεινούς τόπους η έκταση της καλλιεργήσιμης γης ήταν περιορισμένη. Την περίοδο αυτή θα πρέπει να διαμορφώθηκε και η “γεωγραφία” του είδους της καλλιέργειας η όποια έδωσε και τον χαρακτήρα του τοπίου. Ψηλά στις πλαγιές, στο πιο πετρώδες και άγονο έδαφος αφού ισοπεδώθηκε σκαλί – σκαλί καλλιεργήθηκε το αμπέλι, χαμηλότερα στις ομαλότερες αποκλίσεις του εδάφους, καίγοντας και ξεχερσώνοντας θα επέκτειναν την καλλιέργεια της ελιάς. Και ναι μεν ο κάμπος της πόλης ή της Βασιλικής ή χωριά όπως ο Αλέξανδρος διέθεταν καλλιεργημένα χωράφια, για το ορεινά χωριά όμως όπως η Εξάνθεια, ο αγώνας για την επέκταση και την βελτίωση του εδάφους ήταν επίμονος μακρύς και μεγάλος.
Η ακμή της Εξάνθειας, εδαφική, παραγωγική, πληθυσμιακή ήρθε μετά την Ένωση, προς το τέλος 19ου αιώνα έως και τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου, στα προπολεμικά χρόνια. Σε αυτό συνετέλεσε η καταστροφή από φυλλοξήρα των αμπελιών της Γαλλίας. Το ξεχέρσωμα στις πλαγιές συνεχίστηκε, «φύτεψαν αμπέλια, όχι μόνο στα χωράφια των σιτηρών αλλά και στα ξεχερσώματα, και στα λιοστάσια κόβοντας τις ελιές».16 Η Ράχη, η Σφελαχτουριά, η Πλαγιά, ήταν γεμάτη αμπέλια. Η μεγάλη ζήτηση του Λευκαδίτικου κρασιού και η υψηλή τιμή του άλλαξε το τοπίο από την μονοκαλλιέργεια του αμπελιού. Κατά το 1988 καλλιεργούνται 121,680 εκτάρια αμπέλια που έφθασαν το 1892 σε 140,000 εκτάρια (εκτάριο=10στρέματα.17 Μετά την ‘Ένωση η περιοχή της Εξάνθειας, συσσωματώνοντας την εδαφική ενότητα του Καλαμιτσίου και αυτήν της πάλαι ποτέ Κοντριάδας έγινε δήμος μιας περιοχής 21,98 τ.χιλ.. Στην απογραφή του 1928 ο πληθυσμός της Εξάνθειας ανέρχεται στα 851 άτομα.
Σημαντικό γεγονός για την Εξάνθεια ήταν η κατασκευή του οινοποιητικού εργοστασίου18. Το εργοστάσιο έγινε από την Εταιρεία Οίνων & Οινοπνευμάτων ΒΟΤΡΥΣ 19 το 1929, μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα καθώς και μια από τις μεγαλύτερες οινοποιητικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη.
Η αξιοποίηση του εδάφους, αρχικά από τις κοινότητες των καλλιεργητών, της φορολογικής μονάδας των φεουδαρχικών χρόνων, των εμπορικών ανταλλαγών και του χρηματιστούμε της οικονομίας μεταγενέστερα, θα μορφοποίησαν τα μονοπάτια και τους δρόμους. Η ζώνη επιρροής και η εκμετάλλευση την πλουτοπαραγωγικών πηγών επιβάλλουν το δίκτυο επικοινωνίας. Ο σταθερός παράγοντας που διαμορφώνει τους δρόμους επικοινωνίας είναι το ανάγλυφο. Ο τύπος του ανάγλυφου και το έδαφος καθορίζει την κατανομή των γεωργικών εδαφών, και το σύστημα της καλλιέργειας. Ο οικονομικός χαρακτήρας, το είδος μιας καλλιέργειας σε σχέση με το προορισμό του προϊόντος επίσης. Όσο μεταβάλλονται οι κοινωνικές δομές, και οι παράγοντες της παραγωγής τόσο τα επικοινωνιακά δίκτυα μεταβάλλονται.
Υποθέτουμε από τις θέσεις της διασποράς των ανθρώπινων εγκαταστάσεων – εκμεταλλεύσεων ποιες θα ήταν αυτές οι επικοινωνιακές οδοί κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας αλλά και κατά την Ενετοκρατία. Μονοπάτι – οδός θα υπήρχε από εκεί που βρίσκεται η Παναγία από το «παλιό χωριό» προς τον οικισμό της Εξάνθειας. Λόγω της γειτνίασης της περιοχής με την περιοχή της Καρυάς, το μονοπάτι θα συνέχιζε προς τα εκεί διασχίζοντας το διάσελο που δημιουργεί η κορυφή του Μέγα όρους. Μονοπάτι – οδός θα πήγαινε και προς του Φιλαρέτου. Αν ήθελε όμως κανείς να υπερβεί τα όρια της περιοχής και να κατευθυνθεί προς τους Σφακιώτες θα αντιμετώπιζε μεγάλα εμπόδια αφού νότια από το λαγκάδι της Γριάς ανάμεσα στην κοιλάδα των Σφακιωτών και τα περάσματα προς την Εξάνθεια η οροσειρά υψώνεται απότομα. Στον χάρτη του Coronelli εκεί ανάμεσα στα χωριά των Σφακιωτών και την Εξάνθεια το δίκτυο διακόπτεται. Μια πιθανή οδός επικοινωνίας μπορεί να ήταν το σημερινό μονοπάτι που κινείται πάνω από κύριο σημερινό δρόμο και οδηγεί προς τα Παλιάμπελα. Αυτή ίσως να ήταν κάποια κύρια οδός που θα συναντούσε τον σημερινό δρόμο Δρυμώνα – Καρυάς. Από την πίσω και επάνω από την θέση Χαραμολάτα, όπου βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας και από εκεί στο Άγιο Γεώργιο, στην Κοντριάδα, μονοπάτι – οδός θα συναντούσε την χάραξη που οδηγεί στο Καλαμίτσι σήμερα. Μονοπάτι – οδός υπήρχε και από τα Βλαχάτα, με το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, (στον Κριστόλακκο, εκεί που σήμερα περνάει ο αγροτικός οδός από το πηγάδι) που κατέληγε στον Δρυμώνα. Και από εκεί κάποιο μονοπάτι θα ξεκινούσε προς το Άγιο Νικήτα.
Γνωρίζουμε ότι οι Ενετοί πραγματοποίησαν κάποιες παρεμβάσεις στο οδικό δίκτυο οι οποίες θα έγιναν σε περιοχές του νησιού όπου θα καταγράφονταν κάποια μη ευκαταφρόνητη γεωργική παραγωγή όπως η περιοχή Σφακιωτών – Καρυάς ή στην περιοχή της χώρας. Στη περιοχή της Εξάνθειας όπως και αλλού το παλιό δίκτυο των μονοπατιών θα διατηρήθηκε και ή όποια επέκταση, θα συντελέστηκε κυρίως εξ αιτίας του φυτέματος της ελιάς. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι την περίοδο αυτή η διαφορά των δρόμων της καλλιέργειας και των δρόμων των ανταλλαγών δεν θα είχαν και μεγάλη ποιοτική διαφορά. Ένα μεγάλο ποσοστό δρόμων που θα περνούσαν από τα χωράφια θα οδηγούσαν και σε γειτονικούς οικισμούς. Κάποιοι νέοι τοπωνυμικοί κόμβοι θα δημιουργήθηκαν με το ξεχέρσωμα της γης.
Ωστόσο, κατά την περίοδο της Αγλλοκρατίας με την αύξηση του εμπορίου μέσω της εγχρήματης οικονομίας θα συστηματοποιήθηκε και το δίκτυο των δρόμων. Τότε θα πρέπει να σταδιακά να κατηγοριοποιήθηκε. Κάποιοι δρόμοι θα έγιναν πρωτεύοντες, άλλοι δευτερεύοντες, με την απαραίτητη προϋπόθεση να εξυπηρετήσουν την μεταφορά φορτίων με τα ζώα. Η ανάγκη για κατάληψη εδάφους θα πρέπει να αύξαινε ολοένα το δίκτυο των μονοπατιών, το οποίο θα συνέχισε να αυξάνεται και μετά την Ένωση όταν η αμπελοκαλλιέργεια κατέλαβε κάθε σπιθαμή εδάφους. Στην περιοχή της Εξάνθειας το παλιό δίκτυο των κορυφών των πλατωμάτων του Μέγα όρους θα κρατήθηκε για το αμπέλι. Έχει ενδιαφέρον ότι στο χάρτη που σχεδίασε ο Γερμανός γεωγράφος J. Partsch (1889) εμφανίζονται τα μονοπάτια – σημερινοί αγροτικοί δρόμοι που ξεκινούν από την θέση «Λεστής» προς τις διάσπαρτες καλλιεργήσιμες κοιλότητες που διαμορφώνει το έδαφος στην ορεινή μάζα του «Καστανιά». Η ελιά κατείχε τους δρόμους προς την θάλασσα ή προς τη λαγκάδα τον Ποταμό. Με την κατασκευή του εργοστασίου οινοποιίας ανοίχτηκε και ο οδός για τα Χορτάτα.
Καθώς τα μέσα μετασχηματισμού του εδάφους το τσαπί, το φτυάρι, ο κασμάς και τα μέσα μεταφοράς ο γάιδαρος και το μουλάρι, παρέμειναν τα ίδια μέχρι τότε, ακόμη και μετά το πόλεμο η ανθρώπινη μεσολάβηση στη γη δεν κατάφερε κατακερματίσουν τον φυσικό χώρο. Αυτό έγινε αργότερα τη δεκαετία του ‘80 και ύστερα με την εκμηχάνιση της γεωργικής παραγωγής όταν ανοιχτήκαν οι αγροτικοί δρόμοι. Το τραγικό είναι ότι σχεδόν ταυτόχρονα οι προγενέστερες κοινωνικές σχέσεις και παράγοντες της παραγωγής διαλυθήκαν, μεταβάλλοντας τον φυσικό χώρο σε πλαγιές από λόγγους που τους χωρίζουν δρόμοι.
Γιάννης Σ. Βλάχος
Το κείμενο γράφτηκε για το Πέρα Περού Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Λευκάδας
1/11/2024
_________________________________________________
1 Το οποίο οριοθετείται από το αποστραγγιστικό λαγκάδι της κοιλάδας των Θρακιωτών, της γριάς το λαγκάδι και εκτείνεται νότια του χωριού το Αγίου Ηλία, ανατολικά το αντίκλινο πάνω από τον οικισμό του Αλέξανδρου και δυτικά από τις στρογγυλοποιημένες ομαλότερες κλίσεις της κατηφόρας της περιοχής Καλαμίτσι – Δρυμώνα – Αγίου Νικήτα
2 Τα χωριά που συναποτελούσαν δήμο από το 1864 – 1980 ήταν η (Άνω) Εξάρχεια, ο Δρυμώνας (Κάτω Εξάρχεια), το Καλάμίτσι και ο Άγιος Νικήτας
3 Joseph Partsch: Η νήσος Λευκάδα.
4 Γιάννης Σ. Βλάχος: Πότε συστάθηκε ο οικισμός της Εξάνθειας, Λευκαδίτικα Νέα
5 Joseph Partsch: Η νήσος Λευκάδα.
6 Γιάννης Σ. Βλάχος: Πότε συστάθηκε ο οικισμός της Εξάνθειας, Λευκαδίτικα Νέα
7 Νίκος Θ. Βλάχος: «Το χωριό μας Εξάνθεια Λευκάδος – Ιστορία και θρύλοι»
8 Αναλυτική περιγραφή του μύθου στο Νίκος Θ. Βλάχος: «Το χωριό μας Εξάνθεια Λευκάδος – Ιστορία και θρύλοι»
9 Νίκος Θ. Βλάχος: «Το χωριό μας Εξάνθεια Λευκάδος = Ιστορία και θρύλοι»
10 Γαζή Β. Αναστασία: «Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΛΕΥΚΑΔΑ»
11 Π.Γ. Ροντογιάννης: «Ιστορία της νήσου Λευκάδος». Τόμος Α’
12 Εξαιρούνται οι περιουσίες των μονών και των Τούρκων.
13 «Οθωμανικές πηγές για την νεώτερη ιστορία της Λευκάδας».
14 Π.Γ. Ροντογιάννης: «Ιστορία της νήσου Λευκάδος». Τόμος Α’
15 Σάκης Γκέκας: «Ξενοκρατία-Οικονομία και κράτος στα Επτάνησα (1815-1864)»
16 Π.Γ. Ροντογιάννης: «Ιστορία της νήσου Λευκάδος». Τόμος Α’
17 Πηγή: Π.Γ. Ροντογιάννης
18 Πληροφορίες για το οινοποιείο υπάρχουν σε αυτό τον σύνδεσμο: https://vidarchives.gr/reports/2018_10_600?fbclid=IwY2xjawGOANZleHRuA2FlbQIxMQABHRpbRc8sm_g_opLrkxzHR5shpwm_1vsaxHXwwGTxoUREywdwaQKjNa3yPA_aem_jibFyGmmxI-OeeKReC2YCA
19 https://vida-omada.blogspot.com/2018/01/blog-post_46.html




















































































