Οι αγκινάρες και το φιλί που εγκρεμεί… | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Οι αγκινάρες και το φιλί που εγκρεμεί…

αγκινάρα

Της Νόνης Σταματέλου

Ο γιος της λείπει πολλά χρόνια στην Αμερική. Άλλαξε πολλές δουλειές, ήρθε, ξανάφυγε, έκανε οικογένεια, τίποτα δε στέριωσε. Εκείνη πάλευε να κρατήσει μαζί με τον άντρα της ένα μικρό μαγαζάκι με «εδώδιμα αποικιακά» στην είσοδο του χωριού. Τις λίγες οικονομίες τους τις έριξαν κι έφτιαξαν ένα διώροφο σπίτι με κήπο, να ’ρχονται τα παιδιά να κάνουν διακοπές.

Κόντευαν κι οι δυο τα ογδόντα κι η μόνη τους διασκέδαση ήταν η τηλεόραση και το τηλέφωνο, αλλά το φάρμακό τους ήταν ο κήπος. Τα δυο πρώτα παιδιά τους ζούσαν στην Αθήνα ο ένας, ο άλλος στη Θεσσαλονίκη, είχαν καλούτσικες δουλειές, τα ’βγαζαν πέρα, αλλά το στερνοπαίδι τους ο Γιαννάκης βρέθηκε στη Νέα Υόρκη. Τα τελευταία χρόνια αφού φαλίρισε ένα μαγαζάκι που είχε ανοίξει στην Αστόρια, δούλευε μάγειρας σ’ ένα κινέζικο εστιατόριο στο Μανχάταν.

Στα λουλούδια λοιπόν μιλούσαν σαν να μιλούσαν στα παιδιά τους. Και τι δεν είχαν! Γαρουφαλλιές, τριανταφυλλιές, γαρδένιες, μαντζουράνα, μπαρμπαρόριζα, δεντρολίβανο, λεβάντα και πιο κάτω κηπευτικά που φύτευαν το Μάη κι είχαν μέχρι το Σεπτέμβρη. Κοντά στο φράχτη μακριά απ΄ το δρόμο, είχαν τρεις σειρές αγκινάρες, απ΄ τις καλές, εκείνες με τ΄ αγκάθια. Στο χωριό θεωρείται «μαγάρισμα» να βάλει κάποιος το χέρι απ΄ το κάγκελο ή το σύρμα και να κλέψει το παραμικρό. Όλες οι γυναίκες πιστεύουν ότι αν τρυπώσει χέρι και κόψει ένα κλαράκι, αμέσως το φυτό μαραίνεται. Δε σηκώνουν κουβέντα σ΄ αυτό.

Όλες αυτές τις γυναίκες απ΄ τη γενιά των μανάδων μας που ζουν στο χωριό τις πλησιάζω πάντα με σεβασμό και δεν τις κρίνω για τίποτα. Απλά αφουγκράζομαι το λόγο τους, γιατί συναισθηματικά με συνδέουν με τα χρόνια της αθωότητας, αφού έφυγα όταν ήμουν δεκάξι.

Μετά από πολλά χρόνια απουσίας μου, έχω αρχίσει να νοσταλγώ φωνές και φυσιογνωμίες, να συνειδητοποιώ απώλειες, να παρατηρώ αλλαγές στις γειτονιές, στον νέο πληθυσμό, να χαίρομαι, να λυπάμαι, να ζω κάτι καινούργιο.

Όλο και πιο συχνά θυμάμαι τα λόγια της μάνας μου για τον άλφα, για τον βήτα, να μη λέω τίποτα για κανέναν τα σπίτια είναι «μσοφούντι» κι ακουγόμαστε, η τάδε είναι πονεμένη, μην ακούς τον κόσμο που την κατηγορεί, ο καθένας δε βλέπει το παλούκι το δικό του, κοιτάει τ’ αλλουνού τ’ αγκαθάκι και άλλα τέτοια σοφά και πολύτιμα.

Έχοντας μια καλή σχέση με τα βασικά της τεχνολογίας, επικοινωνώ διαδικτυακά κάπου – κάπου με τον Γιάννη της Μαυρέτας, που αγαπάει την ποίηση, έχει διάφορες καλλιτεχνικές ανησυχίες και τον ακούω τελευταία πολύ στενοχωρημένο. Λίγο η οικονομική κρίση, λίγο η καραντίνα, δεν μπορεί να ’ρθει να δει τους γονείς του, τους πεθύμησε λέει και σπάει η φωνή του.

Σε παρακαλώ μου λέει σ΄ ένα ηχητικό μήνυμα ένα βραδάκι, αφού είσαι στο χωριό, κάνε μου μια χάρη. Πέρνα απ΄ τη μάνα μου, πες της πως την αγαπώ και δως της ένα φιλί, απ΄ το γιο της είναι πες της…

Η αλήθεια είναι ότι στη Λευκάδα την ξενιτιά την έχουμε φάει με το κουτάλι απ’ την εποχή των παππούδων μας κι έχει περάσει και σε μας αυτή η ανατριχίλα κυρίως όταν οι γονείς στην πατρίδα γερνάνε κι η έλλειψη των παιδιών τους γίνεται εντονότερη.

Περνώντας την άλλη μέρα απ΄ το σπίτι της Μαυρέτας, κοντοστάθηκα και καμάρωσα τη λεβάντα που είχε θεριέψει, το μάτι μου όμως πάλι έπεσε στις αγκινάρες στο βάθος. Άρεσαν πολύ στον πατέρα μου μαζί με κουκιά στην κατσαρόλα, μοσχοβολούσε το σπίτι…

Στις πόλεις πουλάνε συνήθως τις ήμερες ή τις καταψυγμένες, οπότε είχα πολλά χρόνια να δοκιμάσω εκείνη την εκλεκτή γεύση της άγριας αγκινάρας, που απ΄ ότι βλέπω έχει αρκετές πια στο χωριό, τώρα που σχεδόν όλοι έβαλαν κήπο, όχι όπως τότε, που με το ζόρι είχαμε νερό να πιούμε και να πλυθούμε.

Της φώναξα και βγήκε στην αυλή. Φόρεσα μια μάσκα και την κάλεσα λίγο πιο κοντά.

Είχαμε μια παλιά κουμπαριά και πάντα υπήρχε μια αγάπη προς τη μάνα μου, που συνεχιζόταν σε μένα.

Ίδια η Γιαννούλα είσαι μου ’λεγε κάθε φορά κι αναστέναζε.

Άκου, της λέω, μίλησα στο ίντερνετ με τον Γιάννη και μου είπε να σου βάλω ν΄ ακούσεις αυτό. Κι ανοίγω το κινητό στη συζήτηση.

«Νόνη, θέλω μια χάρη, αφού είσαι στο χωριό, πήγαινε απ΄ τη μάνα μου, δως της ένα φιλί και πες της πως είν’ απ’ το γιό της».

Είδα το πρόσωπό της πόσο φωτίστηκε που απόρησα ξέροντας ότι μιλούσαν στο τηλέφωνο μια φορά τόσο.

Μιλάω κάπου – κάπου στο έρμο το τηλέφωνο μου είπε κλαίγοντας αλλά τώρα είσ΄ εσύ εδώ μπροστά μου ψχη μου να με φλήσεις απ΄ το παιδάκι μου…και άπλωσε τα χέρια της να μ’ αγκαλιάσει. Πήρα αμέσως την απόσταση ασφαλείας κάνοντας μερικά βήματα πίσω, πώς να σε φιλήσω Μαυρέτα μου με τη μάσκα; εκκρεμεί το φιλί, της είπα γελώντας , αφήνοντας ένα δάκρυ που από ώρα προσπαθούσα να κρύψω και τη χαιρέτησα μ’ ένα νεύμα που σήμαινε πως θα τα ξαναπούμε.

Πέρασε μια βδομάδα κι ένα μεσημέρι άκουσα ένα διακριτικό χτύπο στην εξώπορτα. Μέχρι να πάω ν΄ ανοίξω, είχε προλάβει να κρεμάσει στο πόμολο μια σακούλα κι έφυγε βιαστική.

«Το φιλί εγκρεμεί» μου φώναξε από μακριά. Η σακούλα ήταν γεμάτη αγκινάρες, καθαρισμένες κι ένα τεράστιο λεμόνι μέσα.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>