Λαϊκό ποίημα του Θοδωρή Πετούση ή Ράκια για την υποψηφιότητα του Πέτρου Φίλιππα Πανάγου στα 1929! | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Νοε 5th, 2021

Λαϊκό ποίημα του Θοδωρή Πετούση ή Ράκια για την υποψηφιότητα του Πέτρου Φίλιππα Πανάγου στα 1929!

petros_filippas_panagos

Παρουσιάζει
ο Θοδωρής Γεωργάκης
thodoris_georgakis

Στους πολλούς λαϊκούς ποιητές των Σφακιωτών, πάνω από είκοσι καταγράφει ο Σπύρος Βρεττός στο έργο του «ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ», ανήκει και ο Θεόδωρος Πετούσης, γνωστός σαν Ράκιας, ο οποίος είχε ικανοποιητική μόρφωση γα την εποχή του, αφού ήταν δικολάβος και υπερασπίζονταν στο Ειρηνοδικείο της Καρυάς τους Σφακιώτες όταν δικάζονταν για αγροζημιές, πράγμα συνηθέστατο τότε μιας και υπήρχαν εκατοντάδες γιδοπρόβατα στα χωριά μας. Αυτός ο Καβαλλισάνος, με το ανήσυχο πνεύμα και τις ηγετικές ικανότητες στην εξέγερση των αμπελουργών του 1935, είχε καθοριστικό αρχηγικό ρόλο, αφού με έναν εμπνευσμένο και πύρινο λόγο στις Μπαράκες των Λαζαράτων, ανεβασμένος πάνω στην περίφημη Πλάκα του Γωγάτσου, ξεσήκωσε τους Αμπελουργούς και τους οδήγησε στο Συλλαλητήριο μέσα στη χώρα, το οποίο κατέπνιξε ο στρατός που ήρθε απ’ την Πρέβεζα…

Το 1929, ο Θόδωρος Πετούσης, στην προσπάθεια του να συνδράμει τον ιδρυτή του ΤΑΟΛ το 1915 και μεγάλο κοινωνικό αγωνιστή τον Πέτρο Φίλιππα – Πανάγο στον προεκλογικό του αγώνα, δημιούργησε ένα θαυμάσιο ποίημα, το πρωτότυπο χειρόγραφο του οποίου βρίσκεται στην Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη. Με γλαφυρότατο τρόπο δίνει ανάγλυφη την τρισάθλια ζωή του Λευκαδίτη, που με μια λουριδοσκούτο πήγαινε στην Πούντα να σπείρει λίγο σιτάρι για το ψωμί της φαμελιάς του, και που εξαρτούσε την τύχη του και των παιδιών του απ’ τους άρχοντες της χώρας και την τοκογλυφία τους, αλλά και απ’ τους πολιτικάντηδες, τι ομοιότητα με τη σημερινή εποχή, που τους κορόϊδευαν και υφάρπαζαν την ψήφο τους…

petros_filippas_panagos 2

ΔΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΦΙΛΙΠΠΑ ΠΑΝΑΓΟΥ

Χωριάτης εγεννήθηκα την τύχη μου λυπούμαι,
βγαίνουν οι πλάνοι του Λαού και μας περιγελούνε.
Με του λαού τον ίδρωτα της Χώρας οι φαγάδες,
κατήντησαν να τριγυρνούν σα Λόρδοι σαν Αγάδες.

Κατήντησε στον τόπο μας το καθ’ ένα τομάρι,
να φθάν’ απάνω στη Βουλή να γίνεται Γομάρι.
Και σήμερ’ απ’ απένταροι και πειναλαίοι πούναι
κάμανε λεφτά κι αριστοκράτες ζούνε.

Και παζαρεύουν άκοπα οι κάθε ψωρριαραίοι
τη ψήφο του φτωχού λαού, ωσάν αισχροί Εβραίοι.
Κι’ έτσι σήμερ’ ο λαός την ψήφο δεν ορίζει,
του την επέρν’ ο Άρχοντας και τονε φοβερίζει.

Και μοναχά στις εκλογές πατούνε το ποδάρι,
ψήφους ζητάνε στα χωριά στους δρόμους στο παζάρι.
Αριστοκράτες ευγενείς τρέχουνε χέρι – χέρι
μανάβη και φτωχό πιάνουν από το χέρι.

Κι όσ’ είν’ επιτείδιοι κι είναι κομματαρχαίοι,
τους πέρνουνε τα χρήματα και ξεπληρώνουν χρέη.
Γιατ’ όποιος τα κατάφερνε εις τη Βουλή εκεί να μπεί,
χρήματ’ άφθονα μοιράζει με σακκί.

Ο δε λαός ο πάμπτωχος, που τον θερίζ’ η πείνα,
παίρνει στο χέρι τα λεπτά και σείει τη ζελατίνα, (πορτοφόλι).
Γιατί αν τύχη για να βγουν τα πολλαπλασιάζουν,
τα παίρνουν του φτωχού λαού κι’ όλοι θ’ αναστενάζουν.

Έτσι λογής – λογής αυτοί, λαού σωματεμπόροι,
εξαγοράζαν το λαό, δεν τους δεσμεύουν όροι.
Κι’ αν ημπορούσαν ύστερα, με γουρλωμένο μάτι
κι’ αυτό το σπίτι τόπερναν και τόσπαγαν στη πλάτη.

Χιλιάδες χρόνια πέρασαν κι’ αυτοί περνούνε φίνα,
για σε δεν έκρινε κανείς, που σ’ έκοβεν η πείνα.
Το ψήφο σου επέταγες, δεν έβλεπες ανάσα
κι έτσι βρισκόσουνα στερνά στου παιγνιδιού τα χάσα.

Πενήντα χρόνια ολόκληρα για σε λαέ μου κάτι,
μονάχα ένας Φίλιππος σ’ εκοίταξε χωριάτη.
Ήρθε καιρός το ψήφο σου για να συλλογιστείς,
ή κακομοίρη χάνεσαι ή μέλλει να σωθείς….!

Κι όταν σ’ εκαταφέρνανε, να πεταχτείς στο δρόμο,
ποιος και για σε φτωχέ λαέ εψήφισ’ ένα Νόμο…;
Έκαμε λόγο στη Βουλή του Γιώργη Θεοτόκη
κι οι αφεντάδες έσκουζαν πως ζ’ μιώνονται οι τόκοι.

Μέχρι τότε οι χωρικοί επερνούσανε σκυφτοί,
εσκιαζόνταν οι χρεώσται νάβγουν στο παζάρι τότε.
Αν χρωστούσαν μια δεκάρα δυστυχία τους, θλιμάρα
Τ’ ς έβαζαν στη φυλακή για το πι και φι.

Τους επιάναν στο παζάρι το γαϊδούρι ή το μουλάρι
και το σπίτι κι αυτό κατεσχέναν στο λεπτό.
Όπου τότ’ απ’ τη θολούρα πέρνανε χονδρή μαγκούρα
κι ετσακίζανε τις πλάτες των κλητήρων οι χωριάτες.

Εάν ένας χωρικός, ο Πανάγος ο φτωχός,
δε σκεφτόταν στη Βουλή πως ο κόσμος θα σωθεί,
όπου τότε στο μομέντο κάνει το κουβέρνο νόμο
κι έτσι γλίτωσ’ ο λαός και μπορεί να ζει κι αυτός.

Πως να τα συλλογισθώ.
Ότι τρώς και ζεις και πίνεις το Ταμείον της Αμύνης,
όπου το κρασί μας τώρα το ζητάει κάθε χώρα
Ενώ τόβγαναν ξυνάδα, οι εμπόροι στη Λευκάδα.

Και τονε συγκοφαντήσαν
πως το φαγαν και το κλείσαν.
Ο Πανάγος ο φτωχός πούνε σήμερ’ ο αυτός.
Και για τα Νοσοκομεία είχε κάμει προστασία.

Να και πέρισυν αυτός, ο Σωτήρ ο ξακουστός,
στη βουλή τα ματσουκώνει τα χωράφια μας γλυτώνει.
Που απ’ τα Άκτιο κομμάτια και με δακρυσμένα μάτια,
με μια λοριδοσκούτο μόνο και με το τσαπί στον ώμο.

Πάντα στη Βουλήν αυτός φώναζε σαν παλαβός,
λίγο φόρο για να βάλει κι ο λαός να ξανασάνει.
Τέτοιονε λοιπόν μπορείς, ένα ψήφο ν’ αρνηθείς;
Οποιος ψήφο θα πετάξει, θα καεί θ’ αναστενάξει.

Αύριον οι αφεντάδες θα μας σφάξουν σαν αγάδες,
μας γελάσαν, μας γελάνε και το αίμα μας ρουφάνε.
Στον Πανάγο αν έχεις σπίτι το χρωστάς ρε Λευκαδίτη,
στον αφέντη τι χρωστάς στέκεις και τον χαιρετάς;

Που θα σ’ ώπερνεν ακόμα και του κρεβατιού το στρώμα
και θα σου το πάρει πάλι, αν σταθείς ξερό κεφάλι.
Μεις δεν πέρνομε παράδες, μούτζες μεσ’ τους αφεντάδες.
Αγαπούμε το Λαό, ζούμε μετ’ αυτόν πλευρό.

Στον Δημιουργόν μας τούτον κι ο λαός θάρρος να δίνει
να κοιτάξει το συμφέρον, του χρωστάει ευγνωμοσύνη.
Γερουσιαστή, αν χρήσεις έναν, την ψήφο σου να του χαρίσεις.
Για να δοξασθεί ο Πανάγος, ο Φωστήρας της Λευκάδος.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>