«Ψυχή μου σκήπτρο» (Ποίημα του Θ. Γεωργάκη για το Πολυτεχνείο)
(Απ’ την Ποιητική μου Τριλογία με τίτλο ΤΑΥΡΟΚΑΘΑΨΙΑ)
Όταν στους δρόμους, εκείνον τον Νοέμβρη, τα τύμπανα βαρούσαν, φωνές οργισμένες
απλώνονταν στον ήλιο… Χέρια, όμοια μαγνήτες γατζώθηκαν στην τόλμη! Φλόγες
θεών καθρεφτίζονταν στα πυρωμένα πρόσωπα! Σκιές ριζωμένες, να ταράξουν
ζητούσαν τον ύπνο της ξέχειλης λαύρας…
Αυθόρμητα, πηγαία, ρίξαμε στη φωτιά τα κορμιά! Τα κάψαμε! Ανεβήκαμε στον
καπνό! Κατεβήκαμε στις στάχτες! Ξεδιαλύναμε την αχτίδα, που πάει να
δημιουργήσει το κλάμα… Τρέξαμε, στο μαντήλι να μαζέψουμε, τους ανασασμούς
της λευτεριάς πριν χαθεί και βουβαθεί η αλήθεια! Νηστέψαμε στην παρέλαση των
άθλων… Απλώσαμε τους ίσκιους στις γωνιές… Καλέσαμε επισκέπτες στην ιστορία,
τους χτύπους της καρδιάς!
Στο χέρι φορέσαμε αλάθητη πυξίδα, που πάντα τον βορά της νίκης έδειχνε!
Υποπτευθήκαμε τη μεγάλη χαρά! Αντιπαλέψαμε σιδερόπορτες ρουφήχτρες,! Όλα
ατσάλι, όλα πέτρα! Πυρωμένοι έφηβοι, τις πνοές ενώσαμε…
Έφτασαν από εκατό δρόμους άλογα, όμοια μ’αυτά του Διομήδη, με φωτιές στα
ρουθούνια κρύες πνοές να ξυπνήσουν… Τους κοιμισμένους ήχους της λευτεριάς να
σαλπίσουν, παίρνοντας το χάρισμα της μοίρας απ’ τα χέρια της αιθάλης και του
σκότους… Ήρθαν τα ξανθά μαλλιά με τις αγάπες, προσκεφάλι να γίνουν στον ήλιο
που χάνονταν στα Τουρκοβούνια, λαβωμένος απ’ της μεγάλης φωτιάς τον τρόμο…
Ήρθα κι εγώ, μ’ ένα κόκκινο μαντήλι στον λαιμό! Με καρδιά φλογισμένο λιοπύρι!
Ήρθα με μια αγκαλιά ανοιχτή! Να χωρέσει τον ποταμό των ονείρων… Τη νέα ζωή
που αχνοπρόβαινε απ’ τον ανώδυνο θάνατο… Ήρθα γα να σταθώ μαζί σας! Σάρκα
πήρε η ψυχή. Η θέληση πλάνταξε, πως δεν έχει ανάγκη από μικρές ζωές…
Πενήντα χρόνια διαδρομής! Πενήντα χρόνια πορείας! Όλο και πιότερο φανερώνουν,
πως συντελείται η μεγαλύτερη ληστεία, με τους λαμπρότερους τρόπους…
Επέτειοι… Πολλές επέτειοι…
Να σας αναγγείλω αδέρφια, πως άνοιξαν του ενθουσιασμού οι διαβάσεις και
αποχτήσαμε λίγα λουλούδια… Μείνατε οι τελευταίοι μιας εκλεκτής λεγεώνας γιατί
προφτάσατε να μη σας βαρύνουν οι παρείσακτες μνήμες…
Ξεκόλλησαν τα φτερά! Έμειναν σπασμένα σαν σκεβρωμένα παράθυρα σ’ ερειπωμένο
κατώγι! Μόνο το όνειρο, εξακολουθεί να στέκεται με φόβο και απορία, μπροστά στα
χαλάσματα! Όλος εκείνος ο κόσμος, που ονειρευτήκαμε, που πήγε; Διάβηκε η ζωή
γοργόφτερη…
Αλλάξαμε… Αλλάξαμε σκέψεις, όνειρα, οράματα, ελπίδες… Με χίλιους τρόπους
ψάξαμε και μπήκαμε στον κήπο της κίβδηλης αθανασίας… Μια εσωτερική υπόθεση,
με γαλβανισμένα απ’ το σθένος τοιχώματα, απεμπολήσαμε… Ήρθε η πρόστυχη
εξαργύρωση, με του αγωνιστή το φωτοστέφανο καθισμένη στον κήπο με τις
τροχήλατες καρέκλες!!! Ανάμεσα σε εξουσίες, ίντριγκες καπετανάτα, ισολογισμούς,
επενδύσεις, μετοχικά κεφάλαια, προθεσμιακές και repos…
Κάτι σκηνοθετημένες νύχτες, ντυμένες με την εσάρπα του εκσυχρονισμού, φοράμε τη
μάσκα από σκοτάδι, θαρρώντας την αυτή του τεχνοκράτη… Ο νους βουλιάζει στη
σκέψη κάποιων απεγνωσμένων χαιρετισμών, θαρρώντας τους χειραψίες της αγοράς
ντηλέρηδων… Τ’ αλαφιασμένα φώτα της πόλης, παλεύουν να κρατηθούν ξάγρυπνα,
μεθυσμένα απ’ τ’ όνειρο που όλο και ξεπνογιέται… Μα, ολόρθο ακόμη στα στερνά
του αναμένει… Να ξαναβρεί τις έσχατες συνέπειες, αυτών, που κάποτε ήταν έτοιμοι
για όλα! Που τώρα βαδίζουν σε δρόμους βολικούς! Τώρα αποταμιεύουν…
Περιτυλίγουν τα όνειρα με ασημόχαρτο και γάντια… Να μη μπορέσει η μνήμη να
εξακριβώσει στοιχεία!
Βολεύει αφάνταστα…
Τρομάζω στην ιδέα της επιστροφής στην αμφισβήτηση… Στον φόβο που την
ανάθρεψε… Τρέμω στην ιδέα, πως θα ξαναβρεθεί χέρι, που θα ξεκλειδώσει την ψυχή
μου… Θέλω να μείνει ερμητικά κλειστή… Μου αρκούν τα ταμπούρλα των
παρελάσεων και οι προτομές στα αστικά άλση!
Μπορεί νικημένος…
Μα, εξακολουθώ να κρατώ την ψυχή μου σκήπτρο…
*Το Πολυτεχνείο όπως προσωπικά το βίωσα παρών σε όλα τα γεγονότα εκείνα τα δύσκολα βράδυα του Νοέμβρη το 1973… Και πως σταθερά εκφυλίζεται χρόνο με τον χρόνο… Έστω το ποίημά μου αυτό αυτοκριτική για όλους μας και τις επιλογές μας…