Με την πτώση του υψώματος Κάμενικ λήγει ουσιαστικά στις 29 με 30 Αυγούστου ο Εμφύλιος Πόλεμος
Με την πτώση του υψώματος Κάμενικ λήγει στις 29 με 30 Αυγούστου η τελική φάσης της μάχης στο Γράμμο ανάμεσα στο Δημοκρατικό Στρατό και τις κυβερνητικές δυνάμεις. Ο Δημοκρατικός Στρατός υποχωρεί συντεταγμένα προς τη Λ. Δ. της Αλβανίας, ακυρώνοντας τη βασική επιδίωξη της αστικής τάξης να τον εκμηδενίσει.
Στις 30 Αυγούστου του 1949 οι αθηναϊκές εφημερίδες κυκλοφορούσαν φιλοξενώντας στην πρώτη τους σελίδα την είδηση πως ο Γράμμος, το τελευταίο προπύργιο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, έπεσε στα χέρια του κυβερνητικού στρατού. «Κατά δημοσιογραφικάς πληροφορίας εκ του μετώπου του Γράμμου άπαντα τα κατεχόμενα υπό των συμμοριτών υψώματα περιήλθαν εις τας χείρας των ημετέρων. Από της στιγμής ταύτης ουδεμία αντίστασις υφίσταται εις τον Γράμμον», έγραφε η «Καθημερινή». Και πρόσθετε: «Η απώλεια το Γράμμου αποτελεί σκληρότατον πλήγμα διά τον συμμοριτισμόν»1
Οι ειδήσεις ήταν ακριβείς. Ο Γράμμος είχε περάσει στα χέρια των αντιπάλων του ΔΣΕ. Όμως αυτό δεν αποτελούσε απλά ένα σκληρότατο στρατιωτικό πλήγμα σε βάρος των ανταρτών. Σήμαινε την ήττα τους και φυσικά τη λήξη του τρίχρονου εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Μια ημέρα μετά το γεγονός αυτό θα καταγραφόταν και στις σελίδες των Αθηναϊκών εφημερίδων. «Μετά τον Γράμμον -έγραφε η «Ελευθερία»2– δεν υπάρχει πλέον επί ελληνικού εδάφους οργανωμένος εχθρός. Υπάρχουν διάσπαρτοι ολιγομελείς και απέλπιδες ομάδες, καταδικασμέναι εις βεβαίαν εξόντωσιν».
Η σύμπτυξη των δυνάμεων του ΔΣΕ προς το κέντρο του μετώπου του Γράμμου και η οργάνωση της υποχώρησης προς την Αλβανία άρχισε από το μεσημέρι της 28ης Αυγούστου. Στις 29 με 30 του μηνός έπεσε και το ύψωμα Κάμενικ οπότε τα πάντα είχαν φτάσει στο τέλος τους. «Τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949 -γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας3– με τη βοήθεια όλων των στελεχών του ΔΣΕ και ιδιαίτερα των μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, περάσαμε στην Αλβανία, οργανωμένα, χωρίς ο κυβερνητικός στρατός να εξοντώσει ή να συλλάβει αιχμαλώτους έστω και ένα μικρό τμήμα του ΔΣΕ. Έπιασε μόνο μεμονωμένους μαχητές μας που ξεκόπηκαν από τις μονάδες τους κι έχασαν τον προσανατολισμό τους».
Από την αντίπαλη πλευρά, ένας από τους πρωτεργάτες της νίκης του κυβερνητικού στρατού, ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος περιγράφει ως εξής τις τελευταίες μέρες του πολέμου4: «Στας 28 Αυγούστου η κίνησις ήτο σχεδόν άνευ αντιστάσεως και το βράδυ τα τμήματά μας ολοκλήρωσαν τον Β. Γράμμον και εξεχύνοντο προς κατάληψιν του Ν. Γράμμου. Τα τμήματά μας εσημείωσαν με φωτιές χαράς και αποδείξεως την κατάληψιν των συνόρων… Στις 29 Αυγούστου στας 5μ.μ. κατελήφθη από τους καταδρομείς του Ρούσσου η Μπάρα του Ν. Γράμμου. Την 30ήν Αυγούστου, στας 5μ.μ., η VIII Μεραρχία κατέλαβε το Κάμενικ. Στας 10 το πρωί κάθε αντίστασις εσταμάτησε παντού».
Άνιση αναμέτρηση
Για την τελική σύγκρουση με το ΔΣΕ στο Γράμμο και στο Βίτσι ο κυβερνητικός στρατός εφάρμοσε το σχέδιο με την κωδική ονομασία «ΠΥΡΣΟΣ», η εκτέλεση του οποίου προβλεπόταν να γίνει σε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Α΄» 2- 8/8/1949) προβλέπονταν μέτριες παραπλανητικές επιθέσεις στο Γράμμο, με σκοπό να δημιουργηθεί η αίσθηση στον ΔΣΕ ότι εκεί θα ξεδιπλωνόταν η κύρια επίθεση του αντιπάλου του, ώστε να καθηλωθούν οι δυνάμεις του5. Κατά τη δεύτερη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Β΄» 10- 16/8/1949) το σχέδιο προέβλεπε ότι η κύρια ενέργεια του κυβερνητικού στρατού, μετά την εφαρμογή του «ΠΥΡΣΟΣ Α΄», θα εξελισσόταν στην περιοχή του Βίτσι με σκοπό την κατάληψή της και την εξόντωση των ανταρτών6. Τέλος, η τρίτη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Γ΄» 24- 30/8/1949) προέβλεπε αποφασιστική ενέργεια, στην περιοχή του Γράμμου, με σκοπό την κατάληψή της και την καταστροφή των ανταρτικών δυνάμεων, καθώς και φράξιμο των αλβανικών συνόρων, για να μην υπάρχει καμιά διέξοδος στις δυνάμεις του ΔΣΕ7.
Στην τελική σύγκρουση ο κυβερνητικός στρατός έριξε στη μάχη 8 μεραρχίες (VIII, I, X, II, III καταδρομών, IX, XV, XI), δύο ανεξάρτητες ταξιαρχίες, 14 ελαφρά τάγματα πεζικού, 150 περίπου πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα, πλήθος αεροπλάνων, 200 άρματα μάχης και πολλά τεθωρακισμένα. Το σύνολο δύναμης υπολογίζεται πολύ πάνω από 100.000 άνδρες. Ορισμένοι μάλιστα ερευνητές παρουσιάζουν εντυπωσιακά υψηλότερα νούμερα. Ο Σ. Γρηγοριάδης8 κάνει λόγο για 180.000 άνδρες, ενώ ο Γ. Μαργαρίτης σημειώνει πως το Στρατηγείο Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας στο οποίο είχε πέσει τα κύριο βάρος της επίθεσης κατά του ΔΣΕ είχε στη διάθεσή του συνολικό αριθμό ανδρών που «πιθανότατα άγγιζε τους 200.000»9.
Απέναντι σ΄ αυτή τη δύναμη του αντιπάλου ο ΔΣΕ είχε να αντιπαρατάξει περίπου 8.800 μαχητές παραταχτή δύναμη στο Βίτσι και περίπου 6.500 μαχητές στο Γράμμο. Επίσης, διέθετε 45 ορειβατικά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά και 27 αντιαρματικά. Το πολεμικό του υλικό δεν ήταν αρκετό και οι εφεδρείες του ήταν μηδενικές10.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, επρόκειτο για μια άνιση αναμέτρηση που το αποτέλεσμά της δεν μπορούσε παρά να είναι αναμενόμενο.
Οι αιτίες της ήττας
Αν ο δραματικά αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού τον Αύγουστο του ’49 εξηγεί την έκβαση εκείνης της μάχης, καθόλου δεν αποτελεί απάντηση στο ερώτημα γιατί χάθηκε ο πόλεμος για το ΔΣΕ. Στη νίκη του κυβερνητικού στρατού είχε σημαντική συμβολή η βρετανική και η αμερικανική υποστήριξη. Επίδραση επίσης είχε η ρήξη ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και στο Γραφείο Πληροφοριών, με αποτέλεσμα ο ΔΣΕ να χάσει το μηχανισμό στήριξης και ενότητας των δυνάμεών του.
Αλλά ως βασική αιτία της ήττας προσδιορίζεται το γεγονός ότι η ηγεσία του κινήματος και του κόμματος δεν ξεκίνησαν αποφασιστικά τον νέο ένοπλο αγώνα, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος, να μη λυθεί το πρόβλημα δύναμης και εφεδρειών του ΔΣΕ και να μη δοθεί το αποφασιστικό χτύπημα στον αντίπαλο τότε που έπρεπε, όταν δηλαδή αυτός δεν είχε ακόμα οργανωθεί11. Η αλήθεια αυτών των επισημάνσεων έχει ομολογηθεί και από την αντίπαλη πλευρά. Ο Ευάγγ. Αβέρωφ, για παράδειγμα, σημειώνει πως «αν το 1946 και 1947 όσοι πίστευαν στο ΚΚΕ είχαν καταταγεί στο Δημοκρατικό Στρατό, οι μαχητές του θα είχαν ταχύτατα υπερβεί τις 50.000» και «ο Μάρκος θα βρισκόταν στην ανάγκη να αρνηθή τη στράτευση μερικών δεκάδων χιλιάδων εθελοντών». Και προσθέτει: «Εάν κατά το 1947 ο Μάρκος διέθετε 50.000 μαχητάς, το τέλος του αγώνος θα ήταν διαφορετικό. Ένας συμβιβασμός ευνοϊκός για το ΚΚΕ θα ήταν πολύ πιθανός. Το τέλος θα ήταν ενδεχομένως διαφορετικό αν είχε φθάσει αυτόν τον αριθμό έστω και πριν ακόμη χρησιμοποιηθεί πλήρως το αμερικανικό πολεμικό υλικό, δηλαδή προ του τέλους του 1948»12.
Η επόμενη ημέρα μετά την ήττα
Παρά τις προσδοκίες των αντιπάλων του, ο Δημοκρατικός Στρατός δε συντρίφτηκε τον Αύγουστο του 1949, αλλά υποχώρησε συντεταγμένα, αδυνατώντας να συνεχίσει τον πόλεμο. Το γεγονός αυτό είναι, πλέον, ευρέως αποδεχτό και αποδεικνύεται και από τα επίσημα στοιχεία του κυβερνητικού στρατού, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε και παρέδωσε στους ανωτέρους του ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος στις 14/9/1949 στη διάρκεια της τρίτης φάσης της Επιχείρησης «ΠΥΡΣΟΣ» («ΠΥΡΣΟΣ Γ΄» 24- 30/8/1949), ο κυβερνητικός στρατός, τόσο κατά τις παραπλανητικές όσο και κατά τις κύριες ενέργειες, είχε τις παρακάτω απώλειες: Νεκροί αξιωματικοί 24. Τραυματίες αξιωματικοί 154 και αγνοούμενοι αξιωματικοί 2. Νεκροί οπλίτες 358. Τραυματίες οπλίτες 2.054 και αγνοούμενοι οπλίτες 31. Για τον ΔΣΕ, τα αντίστοιχα στοιχεία που δίνει ο Τσακαλώτος είναι: Νεκροί 1.074, συλληφθέντες 765 και παραδοθέντες 22813. Είναι πολύ πιθανό ο Τσακαλώτος να υπερβάλλει σχετικά με τις απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού – κάτι που συνηθίζεται, γενικά, στις πολεμικές αναμετρήσεις κι απ΄ τις δύο πλευρές των αντιπάλων. Όμως ακόμη κι αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των συλληφθέντων και παραδοθέντων ανταρτών κάθε άλλο παρά μαρτυράει συντριβή ή και κατάρρευση του ΔΣΕ και δικαιώνει τη μαρτυρία του Β. Μπαρτζιώτα που παραθέσαμε στην αρχή. Στα χέρια του κυβερνητικού στρατού έπεσαν αντάρτες που αποκόπηκαν από τα τμήματά τους, πιθανόν τραυματίες που έμειναν πίσω και φυσικά πολιτικό προσωπικό που δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τα υποχωρούντα στο αλβανικό έδαφος τμήματα. Έτσι έχει απόλυτα δίκαιο ο Γ. Μαργαρίτης, ο οποίος γράφει14: «Η πρόκληση τέτοιας έκτασης απωλειών στους επιτιθέμενους, σε συνδυασμό με τη συγκροτημένη υποχώρηση των μονάδων του ΔΣΕ και τον μικρό αριθμό παραδοθέντων υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η τελευταία μάχη του ΔΣΕ δεν πιστοποίησε την καταστροφή του. Πιστοποίησε μόνο την αδυναμία συνέχισης του πολέμου με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων».
Στο έδαφος της Αλβανίας και των άλλων Λαϊκών Δημοκρατιών δεν υποχώρησαν μόνο τμήματα του ΔΣΕ, αλλά και χιλιάδες πολίτες που υποστήριζαν τον αγώνα των ανταρτών και υποχρεώνονταν, από το να δοκιμάσουν το μαχαίρι του νικητή στο λαιμό τους, να πάρουν το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Τα επίσημα στοιχεία του ΚΚΕ, που κατατέθηκαν στην Τρίτη Συνδιάσκεψη του Κόμματος (10-14/10/1950) κάνουν λόγο για 55.881 πολιτικούς πρόσφυγες (αντάρτες και πολίτες), οι οποίοι σε αρχική φάση κατανεμήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες ως εξής15: Ρουμανία: 9.100, Τσεχοσλοβακία: 11.941, Πολωνία: 11.458, Ουγγαρία: 7.253, Βουλγαρία: 3.021, Γερμανία: 1.128 και Σοβιετική Ενωση: 11.980.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξεκίνησαν μια καινούρια ζωή. Πήγαν σε σχολεία και πανεπιστήμια, ειδικεύτηκαν σε διάφορες εργασίες, αγωνίστηκαν για να διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες και να πολλαπλασιάσουν τις δυνατότητές τους με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα γύριζαν, για να προσφέρουν στον τόπο τους. Τι γινόταν όμως με τους συντρόφους τους που είχαν μείνει πίσω;
Σε ό,τι αφορά τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα η τύχη που τους περίμενε, εφόσον συλλαμβάνονταν, ήταν συνήθως εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. Ακριβή στοιχεία για το μακελειό που συνέβηκε τότε, αν κι έχει περάσει περισσότερο από μισός αιώνας, δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί – αν υποθέσουμε ότι καταγράφηκαν ποτέ. Φαίνεται, πάντως, πως λίγοι από τους άτυχους εκείνους αντάρτες κατάφερναν να γλιτώσουν από τα αιμοβόρα ένστικτα των νικητών.
Επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν, επίσης, και για τις εκτελέσεις αγωνιστών που έγιναν, ύστερα από δικαστικές αποφάσεις. Σύμφωνα, πάντως, με ανεπίσημα στοιχεία από τον Ιούλη του 1946 έως τον Οκτώβρη του 1951 επιβλήθηκαν συνολικά 7.500 θανατικές καταδίκες βάσει του Γ΄ Ψηφίσματος και του Α.Ν. 509/1947, από τις οποίες 4.000 με 5.000 εκτελέστηκαν16.
Σκοτάδι καλύπτει και το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων. Στις 12/10/1951 το κράτος των Αθηνών αναγνώριζε επίσημα ότι μέχρι την 1η Οκτώβρη του ιδίου έτους, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ανερχόταν στις 14.069. Απ΄ αυτούς οι 3.103 ήταν στη δικαιοδοσία των κακουργιοδικείων για «αδικήματα», συνδεόμενα με τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην κατοχή και οι 10.966 ήταν στη δικαιοδοσία των εκτάκτων στρατοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τον Εμφύλιο Πόλεμο17. Χωρίς αμφιβολία τα στοιχεία αυτά είναι ελλιπή. Δεν καταγράφουν τους έγκλειστους στρατιώτες στο κάτεργο της Μακρονήσου, διότι δε θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά φαντάροι που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Επίσης, δεν καταγράφονται και οι χιλιάδες των πολιτών που ούτε είχαν δικαστεί, ούτε δίκη περίμεναν αλλά κρατούνταν γενικώς και ανακρίνονταν επί πολλά έτη18.
Την εικόνα συμπληρώνουν οι καθημερινές διώξεις που βίωναν οι «ελεύθεροι» κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τη συνεχή αστυνομική επιτήρηση, το φακέλωμα, τη δράση του λεγόμενου παρακράτους και τις συνεχείς ψυχολογικές και άλλου χαρακτήρα πιέσεις να αποκηρύξουν τις ιδέες τους και να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Επρόκειτο για μια επιχείρηση καταστολής, σε αδιάκοπη συνέχεια με τη Λευκή τρομοκρατία της μεταβαρκιζιανής περιόδου και της περιόδου του Εμφυλίου, που, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ν. Αλιβιζάτος19 «πήρε διαστάσεις χωρίς προηγούμενο στην πολιτική ιστορία της χώρας».
(Πηγές: 902.gr, rizospastis.gr)
__________________________________________
1 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 30/8/1949
2 ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 31/8/1949
3 Β. Μπαρτζιώτα: «Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής», εκδόσεις ΣΕ σελ. 311
4 Θρ. Τσακαλώτου: «40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος», Αθήναι 1960, τόμος β”, σελ. 278
5 Δ. Ζαφειρόπουλου: «Αντισυμμοριακός Αγών 1945- 1949», Αθήναι 1956, σελ. 599- 600
6 στο ίδιο, σελ. 602
7 στο ίδιο, σελ. 625
8 Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941- 1974», εκδόσεις «Κ. Καπόπουλος», τόμος 3ος, σελ. 372
9 Γιώργος Μαργαρίτης: «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946- 1949», εκδόσεις «Βιβλιόραμα», τόμος 2ος, σελ. 498
10 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 617
11 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», σελ. 621
12 Ευάγγ. Αβέρωφ – Τοσίτσας: «Φωτιά και Τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 478
13 Γενικό Επιτελείο Στρατού/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού: «Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου», σελ. 552
14 Γιώργος Μαργαρίτης, στο ίδιο σελ. 552
15 «III Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ – Εισηγήσεις, Λόγοι, αποφάσεις», Αύγουστος 1951, σελ. 266- 267
16 Ν. Αλιβιζάτου: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922- 1974», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 520
17 Εισηγητική έκθεση στο Νόμο 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» και Ρούσος Κούνδουρος: «Η Ασφάλεια του καθεστώτος», εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 133
18 Ρ. Κούνδουρος, στο ίδιο, σελ. 143
19 Ν. Αλιβιζάτου, στο ίδιο, σελ. 519