Ρομαντικό ιντερλούδιο για τη Βέρα | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τε, Ιαν 15th, 2025

Ρομαντικό ιντερλούδιο για τη Βέρα

Vera_Karavia

Της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού

Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη; θα αναρωτηθεί ο Μπρεχτ, με το στόμα «ενός εργάτη που διαβάζει». Και θ’ακολουθήσουν στο ποίημά του πολλές ακόμα ερωτήσεις, με τις οποίες ένας ποιητής θα ανοίξει τον δρόμο σε μια καινοτόμο, ανθρωπιστική εκδοχή της Ιστορίας – τη Μικροϊστορία: ώστε να σηκωθεί το παραβάν για να αποκαλυφθούν τα μεγάλα άφωνα πλήθη που υλοποιούν -μαζί με τους επώνυμους πρωταγωνιστές- την ιστορία των ανθρώπων μέσα στους αιώνες. Και που το όνομά τους δηλώνεται αόριστα με μια λέξη, λαός, μάζα, πλήθη. Ο οδοστρωτήρας της λήθης έχει καταβροχθίσει το πρόσωπο, την αγωνία, τον αγώνα τους, είτε στις μεγάλες στιγμές, είτε στους ειρηνικούς αγώνες της καθημερινότητας. Πρόκειται για ένα ανθρώπινο, σοσιαλιστικό όραμα δίκαιης μνήμης, που θα τροφοδοτήσει την «ποιητική» τριών επιστημών γνωριμίας μας με τον άνθρωπο και τις πράξεις του: Λαογραφία, Τοπική Ιστορία, Μικροϊστορία. Χωρίς αυτές οι επιστήμες να είναι
λιγότερο ευαίσθητες προς τα τεκμήρια, εντούτοις, το καθαυτό αντικείμενό τους, τους προσδίδει τα χαρακτηριστικά μιας ιδιαίτερης ποιητικότητας.

Τι το μοναδικό μάς προσφέρουν αυτές οι επιστήμες; Θα μπορούσε να απαντήσουμε πολύ περιεκτικά: «Το ότι απευθύνονται σε όλους μας». Και τι σημαίνει αυτό; Το ότι δεν κατοπτρίζουν επιλεκτικά τον άνθρωπο. Το ότι σκύβουν σε «ιχνοστοιχεία» ζωής – τεκμήρια διάφορα, γραπτές πηγές, προφορικές μαρτυρίες, κατάλοιπα ζωής- για να φανερώσουν παραλειπόμενα και να συμπληρώσουν ακριβοδίκαια το παζλ της ζωής. Την οικείωση με τον «απλό» άνθρωπο (αλήθεια ποιος δεν είναι απλός άνθρωπος;), την αλληλοαναγνώριση του ανθρώπινου, την εγγύτητα και την αλληλεγγύη, τη γνωριμία και τη συμφιλίωση με το είναι μας. Ο Carlo Ginzburg ήταν ένας από τους πρώτους που υλοποίησε αυτό το όραμα, με την «φανέρωση» της περιπέτειας του Μενόκκιο, ενός ταπεινού μυλωνά της μεσαιωνικής Ευρώπης του 16 ου αιώνα.

Ήταν μια γκρίζα χειμωνιάτικη μέρα ήπιου λευκαδίτικου χειμώνα που αποχαιρετήσαμε τη Βέρα. Σπάραγμα λαογραφίας, τοπικής ιστορίας και μικροϊστορίας η ζωή της ολόκληρη. Δεν ξέρω πόσες «Βέρες» συστεγάζονται στην πόλη μας. Όσες κι αν είναι, η δική μας Βέρα, ήταν η μόνη που άκουγε αποκλειστικά και μόνο στο μικρό της όνομα. Όταν λέγαμε «Βέρα» δεν χρειαζόμαστε άλλο συνοδευτικό για να καταλάβουμε. Ήταν αυτάρκης η δημογραφία της, όπως και η ταυτότητά της. Δεν προτίθεμαι να αναφερθώ στην πραγματολογία της ζωής της -άλλωστε τα έχει γράψει τόσο ωραία και αληθινά ο Παναγιώτης (Σκληρός)-, στην εμβληματική λαϊκή της ταυτότητα, στο «όλον» που εκπροσωπούσε υπερβαίνοντας τα στενά όρια της παλιάς Λευκάδας των «ταπεινών και καταφρονεμένων», όπως αναδύονται μέσα από το εικονοστάσι της λογοτεχνίας, αίροντες τας «αμαρτίας» του κόσμου.

Η Βέρα, ένα από τα οχτώ παιδιά πολυμελούς φτωχής οικογένειας, του Μάρκου και της Ακριβούλας (Καραβία), κράτησε στους «ώμους» της το πιο καίριο πέρασμα από την Ακαρνανία στη Λευκάδα και από τη Λευκάδα στην Ακαρνανία. Το «Πέραμα» – εκείνη την πλωτή σανίδα που θα συνδέει για χρόνια τα δύο άκρα – ήταν δεν ήταν η απόσταση 30 μέτρα – γυρίζοντας νύχτα-μέρα τη χειροκίνητη μανιβέλα, που χρειαζόταν ρωμαλέα αντρίκια δύναμη για να καταφέρει να σύρει το βαρύ της φορτίο: Από άλογα μέχρι φορτηγά, λεωφορεία, ταξί ακόμα και βαρύτερα οχήματα, γνωρίζοντας και εφαρμόζοντας τις λεπτές ισορροπίες και τα ρίσκα της μεταφοράς.

Τη Βέρα «γνωρίζαμε» μικρά παιδιά από τις αφηγήσεις του πατέρα. Παλιός αυτοκινητιστής, στα δύσκολα αγώγια των εποχών, και καθώς δεν είχε κορεσμό το πάθος για την περιπέτεια του μεροκάματου, έφτανε στο Κάστρο της Λευκάδας, όποια ώρα της άγριας νύχτας, χειμώνες και καλοκαίρια. Ποτέ η Βέρα δεν τον άφηνε να ξενυχτήσει στο κρύο κουβούκλιο μέσα, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σπίτι του. Σηκωνόταν απάνω, πάντα «ετοιμοπόλεμη», ποτέ της βάρυπνη ή γκρινιάρα, άρπαζε με τα δυνατά, αντρίκιας δύναμης αργασμένα χέρια της τη μανιβέλα και το σιδερόφραχτο πλωτό υπάκουε στις διαταγές της αναντίρρητα. Ένας μύθος φάνταζε στα μάτια μας η Βέρα-βγαλμένη από παράξενη μυθολογία απροσδιόριστων εποχών και τόπων, που οι γυναίκες είχαν ξεκλέψει και λειτουργούσαν με ό,τι η εποχή μας έκρινε πως ανήκει μονάχα στους άντρες συνδυαστικά, από τη σωματική δύναμη και τη νεότητα -την ομηρική ανδροτήτα και ήβην- μέχρι τη γενναιοψυχία και τη λεβεντιά του λαϊκού ήρωα της νεότερης δημώδους λογοτεχνίας.

Λεβεντογυναίκα η Βέρα έφερε φύσει το ήθος της λεβεντιάς, που περιέχει και την έννοια της ανεξαρτησίας, του αδούλωτου φρονήματος, της ψυχής που δεν υποτάσσεται, δεν κιοτεύει. Δεν θα ταίριαζε να μιλήσω για φεμινισμό και φεμινιστικές θέσεις. Η «Εφημερίς των Κυριών» δεν θα μπορούσε να είναι προσφιλές της ανάγνωσμα. Γιατί; Γιατί εκείνη δεν γεννήθηκε από μια ιδεολογία γυναικείας απελευθέρωσης. Υπήρξε η ίδια ένα «μοντέλο» ελευθερίας, καμωμένο από τη φύση, όπως εκείνα τα περήφανα, άγρια πουλιά που δεν ανέχονται παρά τους ελεύθερους ουρανούς. Και τίποτα περισσότερο δεν αρνούνται από το κακοβόλεμα των χαμηλών πτήσεων. Δεν ξέρεις πώς συμφιλιώνεται και πώς ισορροπεί το μέσα της με τη σκληράδα που η δουλειά και η ζωή της υπαγορεύει. Και πώς το προσωπείο της αγριάδας κρύβει μιαν ακατέργαστη ροή πλούσιων συναισθημάτων. Αυτό είναι και η ανθρωπολογική της αυθεντικότητα.

Κάποτε, με το πέρασμα του χρόνου, η «λεβεντογυναίκα», με την περήφανη περπατησιά στο έπος της πενίας των λαϊκών ανθρώπων, «εξημερώθηκε». Ο γάμος της με τον Μόσχο ήταν η διαφορετική εμπειρία της γνωριμίας της με τον ιδιωτικό βίο, με τη μητρότητα, την αποδοχή και την εντελή επιτέλεση παρτιτούρας απαλών, τρυφερών ήχων, που εξακολουθούν ωστόσο να αναδίνουν την αισθητική μιας πραϋμένης ψυχής. Που θα υπηρετήσει με έντεχνη μαεστρία τόσο τα του οίκου της όσο και τα της φυσικής καλλιτεχνίας της, με τον ενθουσιασμό της αυθόρμητης, πλέριας κοινωνικής προσφοράς στον Μουσικοφιλολογικό Όμιλο «Ορφέας» του τόπου της.

Έτσι κι έφυγε. Αδούλωτη, ανυπόταχτη, ακέραια – έξω από περιγράμματα «τάξης» με οποιαδήποτε έννοια, ρομαντικό ιντερλούδιο στην «ανδροτήτα και την ήβην». Έφυγε; Δεν έφυγε. Η Βέρα είναι από τις περιπτώσεις που πεισμώνουν τη ζωή, πεισμώνουν και τον θάνατο. Αειθαλές πνεύμα θα περιίπταται ανάμεσα στις γενιές που θα φέρουν ζωτικά της κύτταρα – πότε με το όνομα Μαρία, πότε Μάριος, πότε… ποιος ξέρει πώς και τι η μνήμη, η ζωντανή παρουσία και οι ακατάβλητες συνέχειες περιμαζεύουν και αναγεννούν…



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>