Αφιέρωμα στο λευκαδίτικο καρναβάλι (Μέρος B’) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Φεβ 16th, 2025

Αφιέρωμα στο λευκαδίτικο καρναβάλι (Μέρος B’)

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι

2_lefkaditiko_karnavali

(Συνέχεια από το Α΄ Μέρος)

Αφιέρωμα του Ηλία Π. Γεωργάκη

Αλήθεια τι μνήμες ξεσηκώνει μέσα μου το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι. Εκείνους τους αξέχαστους χορούς στο θρυλικό «Πάνθεον», το μπρίο, το κέφι, τα κόκινα-μπλέ στο πέτο. Τις παρλάτες του Βούλη, τους διακόσμους του Γιάννη Αθηνιώτη και του Δήμου Μαλακάση. Το «Πάνθεον» αντικατόπριζε το μεγαλείο της Λευκαδίτικης ψυχής. Του Λευκαδίτη που έκανε το πόνο του χορό. Τη φτώχεια του σερπατίνα. Και την αγάπη για τη ζωή την έκανε τραγούδι, ξενύχτι, μεθύσι.

Ο αξέχαστος Βούλης Βρεττός έγραψε το 1972 (αναφερόμενος στο Λευκαδίτικο Καρναβάλι) ότι «ο Λευκαδίτης απ΄ όταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την αποκριά, ζει το καρναβάλι γιατί το νοιώθει πραγματικά και δίνεται σ΄ αυτό ολόψυχα και το περιμένει σαν μια όαση μέσα στη χειμωνιάτικη επαρχιώτικη πλήξη». Και είχε δίκιο. Μόνο που οι καιροί άλλαξαν. Και η τηλεόραση μας καθήλωσε στην πολυθρόνα. Δυστυχώς. Το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι έμεινε αξέχαστο γιατί είχε χορό, ξεφάντωμα, ξενύχτια. Έμεινε αξέχαστο και όσοι το έζησαν -το αναπολούν- γιατί δεν υπήρχε υποκρισία, δεν υπήρχε η τηλεοπτική ισοπέδωση. Είχε κατάθεση ψυχής, είχε ειλικρίνεια. Παρά τη φτώχεια και την κακουχία της εποχής ο Λευκαδίτης διασκέδαζε με την καρδιά του, συμμετείχε, αγαπούσε τη ζωή.

1_lefkaditiko_karnavali

Όπως έγραψε ο αείμνηστος Πανταζής Κοντομίχης («Λευκαδίτικες σελίδες» – εφημερίδα του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου OΡΦΕΥΣ – 1963), απ΄ το 1880 μέχρι περίπου το 1905, ο φημισμένος Λευκαδίτης ζωγράφος Σπύρος Γαζής, πατέρας της Ουρανίας Αρβανίτη, που ήταν σπουδαγμένος στη Βενετία, είχε αναλάβει την καλλιτεχνική και ευπρόσωπη εμφάνιση της μάσκαρας στη Λευκάδα. Επιτηρούσε, έντυνε, διευθετούσε, χρωμάτιζε και σχεδίαζε αποκριάτικα κοστούμια, σύμφωνα με την ευαισθησία του και την αισθητική του διάθεση, χωρίς να παίρνει ούτε μια δεκάρα. Παρουσίαζε τότε εξαίσιες μασκαράτες σε ομαδικά καρναβάλια μέσα στην πλατεία με διάφορες σατιρικές απαγγελίες τσουχτερές αλλά και μορφωτικές.

Έντυνε αρλεκίνους, κολομπίνες, ντομινό, σείχηδες, παληάτσους, το δωδεκάθεο, μαχαραγιάδες, πιερόττους, πρίγκηπες, τους ήρωες του ΄21 και άλλες ιστορικές και παραβολικές παραστάσεις. Οι μαζικές αποκριάτικες εμφανίσεις ήταν φημισμένες για την οργανωτική τους εκτέλεση και μαζευόντανε κόσμος και κοσμάκης από τα γύρω για να παρακολουθήσει τα χαζά.

3_lefkaditiko_karnavali

Τον ίδιο καιρό, άλλος μερακλής που διοργάνωνε μάσκαρες με μορφωτικότατο περιεχόμενο ήταν ο τσαγκάρης, ιεροψάλτης και αγαθότατος Λευκαδίτης Θοδωρής Θεμελής ή Μπολμπόλης κι έκανε με μάσκες ολόκληρες θεατρικές υπαίθριες παραστάσεις στην Πλατεία με αποκριάτικο περιεχόμενο. Παράστησε την «Αμαρτωλών σωτηρία», την «Ιουδήθ», τους «Καλαβρέζους», τη «Φιορέντσα» με έμμετρες απαγγελίες και μαζευότανε πολύς κόσμος ν΄ ακούσει και να δει.

Μαθαίνω πως όλα αυτά τα έμμετρα σατιρικά του ο σχωρεμένος μπάρμπα Θοδωρής τα κρατούσε και ίσως τώρα να τα κατέχουν οι κληρονόμοι του, που ΄ναι στην Αθήνα, γι΄ αυτό δεν θα πρέπει να χαθούνε. Από του 1905 μέχρι τον πόλεμο του ΄12, ίσως και παλαιότερα -όχι όμως εξακριβωμένα- καθιερώθηκε το γαϊτανάκι, που είναι φράγκικη αποκριάτικη συνήθεια, γιατί απαντάται το Μεσαίωνα, στην Ιταλία προπαντός. Το γαϊτανάκι γινόταν στην πλατεία (να, γιατί διασκέδαζε τότε ο κοσμάκης, τώρα θέλουμε εισιτήρια και εισόδους για να ξεσκάσει ο λαουτζίκος), ξέχωρα απ΄ τις περιοδείες που έκανε στις φτωχογειτονιές του Πουλιού, της Άγια-Κάρας και του Αη-Αντωνιού, και λάβαινε μέρος όλος ο λαός, πλούσιοι και φτωχοί.

Το σκάριαζαν ο Πάνος Κατωπόδης ή Καουτσούς, ο Θωμάς Κονιδάρης, ένας ιταλιάνος τσαγκάρης που ξέμεινε στη Λευκάδα ο Μαστροριζάριο και ένας χωροφύλακας, που αγάπησε τη Λευκάδα, ονόματι Ζωγράφος που ήταν και φίνος χοροδιδάσκαλος. Το Γαϊτανάκι είχε την ιδιορρυθμία να τυλίγονται και να ξετυλίγονται σ΄ ένα κοντάρι έγχρωμες κορδέλες με διάφορες τυποποιημένες χορευτικές φιγούρες και που έπρεπε κανείς με μαεστρία και ακρίβεια, γιατί αλλιώς μπερδεύονταν και δεν εύρισκες άκρη και πάτο. Το έπλεκαν και το ξέπλεκαν οκτώ ή δώδεκα χορευτές σε ρυθμό καντρίλιας και στα τελευταία χρόνια οι διοργανωτές βάνανε να κρατάει το κοντάρι ο πελώριος Τάσος Κατσής (ο ασκητής της Βαγιάς), που τον ντύνανε με διαόλου κέρατα και ουρά και σεργιάνιζε το γαϊτανάκι στις γειτονιές με την τρελή του παρέα. Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει κανένας Λευκαδίτης που να θυμάται τις φιγούρες. Μόλις και μετά βίας θυμούνται μερικές διασκορπισμένες και συγκεχυμένες φιγούρες οι κ.κ. Σπύρος Αχείμαστος, Γιάννης Καλυβιώτης, Νιόνιος Κονιδάρης, Μαρινάκης και μερικοί άλλοι που ήτανε χορευταράδες στα νιάτα τους.

Τέλος ο χορός του γαϊτανακιού διατηρήθηκε μέχρι το 1922. Απ΄ το 1922 μέχρι το Β΄ Παγκ. Πόλεμο μεσολαβήσανε οι τραγικότητες και οι συμφορές στη Μικρασία και ο κόσμος έχασε στο διάστημα αυτό την όρεξή του και δεν ξανάγιναν μαζικά και λαϊκά καρναβάλια στην Πλατεία. Παρ΄ όλα αυτά όμως ο Λευκαδίτης δεν τόβαλε κάτω. Μια χρονιά, τις Αποκριές, έτυχε να γίνουν δημαρχιακές εκλογές και οι Λευκαδίτες θελήσανε να τις σατιρίσουνε. Μερικοί νέοι τους κατσαρίστηκε να ντυθούνε με ξερά κολλάρα, παριστάνοντας τους «υποψηφίους δημάρχους» και από πίσω τους καμιά δεκαριά ντυμένοι «νάνοι», που κρατούσανε σκούπες και σκουπόξυλα. Όταν λοιπόν ένα βράδυ στην πλατεία γινόταν η προεκλογική συγκέντρωση και ήταν μαμούδια ο κόσμος για το «λόγο», ξάφνου από ένα ατσούπι της Πλατείας ξεκαμπίσανε οι «νάνοι» με τους υποψηφίους δημάρχους – μασκαράδες. Το τί σαματάς έγινε δε λέγεται. Όλος ετούτος ο κόσμος που «άκουγε με προσοχή το λόγο», ενώθηκε με τους «νάνους» κι αρχίσανε τη διασκέδαση. Επακολούθησε διαλογική έμμετρη συζήτηση μεταξύ των «νάνων» και των «μασκαρεμένων» υποψηφίων, με πετυχημένα πιπεράτα στιχάκια και έμμετρες ερωταποκρίσεις με αποκριάτικο περιεχόμενο. Έτσι, και οι υποψήφιοι δήμαρχοι (οι ξεμασκάρωτοι) ικανοποιηθήκανε γιατί είχανε «κόσμο» στην προεκλογική τους συγκέντρωση αλλά και ο κοσμάκης διασκέδασε με τα κωμικά γκέσα που κάνανε οι μασκαρεμένοι «νάνοι».

Από την πλευρά του ο αξέχαστος Βούλης Βρεττός -με την μοναδική του πένα- έγραψε το 1972 για το λευκαδίτικο καρναβάλι:

«O Λευκαδίτης απ΄ όταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την αποκριά, ζει το καρναβάλι γιατί το νοιώθει, πραγματικά και δίνεται σ΄ αυτό ολόψυχα και το περιμένει σαν μια όαση μέσα στην χειμωνιάτικη επαρχιώτικη πλήξη. Απ΄ τα σπάργανα μέχρι τα βαθιά του γεράματα μασκαρώνεται όχι για να καλυφθεί και να υποκριθεί αλλά γιατί έτσι το νοιώθει. Σκασίλα του αν την άλλη μέρα θα βρει κενωμένο φαΐ ή αν θα βγει έξω κουρελής. Όλα τα θυσιάζει για μιας βραδιάς ξεφάντωμα καρναβαλιού, για μια ντορατζίδικη εμφάνιση μασκέ, για λίγες στροφές του βάλς και ρεβεράνς της μαζούρκας, για την εκτέλεση λίγων παραγγελμάτων καντρίλιας και λανσιέδων. Όσο κι΄ αν είναι κατσουφιασμένος και μουτρωμένος, όσο κι΄ αν φαίνεται άπραγος και σοβαρός, μόλις πατήσουν οι απόκριες δεν τον κρατάς, ούτε με τις αλυσίδες από το πέραμα του Κάστρου, ούτε με τα κλειδιά απ΄ τα χάνια του Κατίνη και του Τετράδη.

Οι τουαλέτες, κάτι το καταπληκτικό!. Από δυο μήνες μπροστά όλες οι μοδίστρες της χώρας πιασμένες. Ράβανε και δεν προφταίνανε. Τα εμπορικά ξεπούλησαν όλα τους τα νέα υφάσματα, λαμέ, τούλια, μαροκέν, λούτρια, σιφόν, βελούδα, μεταξωτά, ταφτάδες, δαντέλες, μπροκάρ κλπ ενώ οι κομμώτριες μερόνυχτα ξαμαλιάζανε, τσουρουφλίζανε και μπογιατίζανε κεφάλια, ξύνανε και ξεφλουδίζανε νύχια, χαλκομανιάζανε μούτρα και βγάζανε… τρίχες η δε αισθητικός πλανιάριζε κρέατα, έσπαζε μπιμπίκια, έξυνε μασχάλες και ζύμωνε και τέντωνε με σελοτεϊπα, στήθια.

Η πόλις είχε στολιστεί αποκριάτικα ενώ σ΄ ολους τους πόντζους, τα πρεβάζια, τις προβολές και τις σοάντστες είχαν απλωθεί πολύχρωμες καρπέτες, κιλίμια, διάδρομοι, ταπέτα, κουβέρτες και σφρίδια ακόμη, οι δε πόντζοι είχαν γεμίσει από ανθρώπινες μουτσούνες, αμασκάρωτες βέβαια, που ήταν πιο εντυπωσιακές και κωμικές από τις μασκαρεμένες.

Εκεί στο «ΠΑΝΘΕΟΝ» κάθε βράδυ, μια μεγάλη μάζα ανθρώπων(πάσης τάξεως, φύλου και ηλικίας) πήγαινε κι ερχότανε σαν άμπωτης και πλήμμυρα, μέσα στην πίστα καθώς κι απάνω στη σκηνή και γαλαρία πούλεγες πως δεν θα έβγαινες άλλο από μέσα, απ΄ το αδιαχώριστο και το χορό μα περισσότερο απ΄ το δεφτέρι και μολύβι του Γούρμου και Μουτρούκαλη οι οποίοι δεν ήσαν μονάχα μπουφετζήδες αλλά και μέλη της ορχήστρας – τα δυο πρώτα πιάνα της παλαιάς Λευκάδας.

«Ο Γούρμος κι ο Μουτρούκαλης
το ταιριαστό ζευγάρι
σου πέρνανε και τον παρά,
σου κάνανε και τη χάρι!».

——————————————

ΑΒΑΝΤΙ

(Σπύρος Φίλιππας-Πανάγος)

Όμορφο πάλι
το καρναβάλι
θα το περάσουμε.

Και μέσ΄ στη ζάλη
κάθε μας χάλι
θα το ξεχάσουμε

Μέσα στο “μπέβε”
μήτε το ΤΕΒΕ
πιά δεν σκεφτόμαστε.

Πώς εχουμ΄ όλοι
στο πορτοφόλι
ονειρευόμαστε.

Εμπρός “αβάντι”!
Παίξε Σαράντη
κι άσε τη λίμα σου

Και συν τοις άλλοις,
μην αμφιβάλεις
και για το χρήμα σου.

Παίξε με κέφι
Κι εσύ το ντέφι
κυρά μου χτύπα το.

Είμαι της τσέπης
γιορτή και βλέπεις
τόχουμε τρίπατο.

Λευκάδα αφέντρα,
σε πέντε κέντρα
καρναβαλίζεσαι

Κι από την πείνα
κανένα μήνα
θα βασανίζεσαι.

Εμπρός “αβάντι”,
παίξε Σαράντη,
να ξεθυμάνουμε.

Όπως γλεντάμε
και τα πετάμε,
έτσι τα βγάνουμε.

Μάσκαρες κι άλλες
μικρές μεγάλες
μας πλημμυρίζουνε

Κι όσοι χρωστάμε,
μασκέ γλεντάμε,
μη μας γνωρίζουνε.

Παίρνεις τη Γιάννα
για Μεξικάνα
με τα δυό τσόλια της

Λίγο μετάξι και σουν΄ εν τάξει
δίπλα στον… Γκόλια της.

Εμπρός “αβάντι”,
παίξε Σαράντη,
μέχρι το χάραμα.

Σαράντη, παίξε
Θεέ μου φέξε,
κι ειναι για τάραμα…!

——————

ΠΑΝΘΕΟΝ

(Ηλίας Γεωργάκης)

Σε ένα βάλς
εξιτασιόν,
με το Μορίνα
ακορντεόν
θα σε χορέψω,

έλα στο «Πάνθεον»
λοιπόν
στο πανηγύρι
των τρελών
μην μένεις έξω.

Σάμπα, μαζούρκα
και ταγκό,
νύχτες που
σβήνουν στο χορό
θα λαχταρήσω,

εδώ δεν νοιώθεις
μοναχός
είναι το κέφι οδηγός
γύρισε πίσω.

Είναι ο μετρ
στα σκηνικά
στα σκετς
και στα θεατρικά
ο Αθηνιώτης,

έλα στο Πάνθεον
κι΄ εσύ
στα κόκκινα,
στα θαλασσί
πουλιά της νιότης.

Εδώ τα πάντα
σου γελούν,
δεν προσποιούνται
σου μιλούν,

ζωή σου γνέφει
έλα στο Πάνθεον
κι εσύ έχουμε μόνιμα
γιορτή παίξε το ντέφι.

Έρχεται η μαντάμ Σουσού,
στο πυροφάνι του μυαλού
να η Πιπίνα,
όμως κρατάνε οι καρδιές
έχουμε πάντα αντοχές
παρά την πείνα.

Είναι ο Βούλης αρχηγός
ο Φρούφαλος ο τρομερός
κορνέτα με τον Καμινάρη
Λίζας, Μπάμπαρος και λοιποί
ακούγεται η μουσική
ως το Ιβάρι.

Έλα στο Πάνθεον
κι εσύ
κάθε στιγμή είναι ζωή,
έβγα στην πίστα
χόρεψε με τον Ζαχαρή
άσε την πίκρα να χαθεί
σκέψεις σε λίστα.

Εδώ φωνάζουν
οι στιγμές,
έφυγαν
λες και ήταν χτες
οι συγκινήσεις,

έλα στο Πάνθεον
κι εσύ
στους
μάσκαρες,
στα κομφετί
για να γλεντήσεις.

Κι όταν θα έρθει
το πρωί
των μπουρανέλλων
η φυλή,
θα σου μιλήσει,

έλα στο “Πάνθεον”
κι εσύ
κλείσε στη μνήμη
τη ζωή
που έχεις ζήσει.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>