Αφιέρωμα στο λευκαδίτικο καρναβάλι (Μέρος Α’ )
Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι
Αφιέρωμα του Ηλία Π. Γεωργάκη
«Χορεύουν τα κόκκινα». Η φωνή του κομπέρ επιβλητική, κρυστάλλινη, επιτακτική. Προσκαλούσε. Χορεύουν τα κόκκινα. Τα πρώτα ζευγάρια ντυμένα κομψά σηκώθηκαν αργά-αργά. Έσυραν τα βήματα στην πίστα σε ένα ταγκό. Τα φώτα χαμήλωσαν. Και η «κομπαρσίτα» άρχισε να ξετυλίγεται μέσα στη νύχτα. Οι πρώτες σερπαντίνες άρχισαν να αιωρούνται. Ακούγονται γέλια, σχόλια. «Χορεύουν τα κόκκινα». Ο ρυθμός, η μουσική, ο χορός. Ο έρωτας.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1960 στο θρυλικό «Πάνθεον», στην πόλη της Λευκάδας. Το «Πάνθεον» ήταν ένας μεγάλος χειμερινός κινηματογράφος σε ένα καντούνι στην παλιά πόλη που τις απόκριες εξυπηρετούσε τις ανάγκες των αποκριάτικων εκδηλώσεων. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Το «Πάνθεον» με τους καταπληκτικούς διακόσμους, με τις μοναδικές αποκριάτικες στολές, τους αυτοσχεδιασμούς και προπαντός με τη διάθεση. Με διάθεση για χορό, για ξεφάντωμα, για διασκέδαση. Για ανάταση ψυχής. Παρά τα βάσανα, τη φτώχεια, τις πίκρες.
Το «Πάνθεον» ήταν μια αίθουσα που στέγασε για πολλά χρόνια τους ρυθμούς της καρδιάς χιλιάδων ανθρώπων. Μικρών και μεγάλων. Φιλοξένησε την απόδραση, τη φυγή, το χαμόγελο. Αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της παλιάς Λευκάδας. Της Λευκάδας που έφυγε και άφησε πίσω της πόνο και νοσταλγία. Των υπέροχων ανθρώπων, της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της αγάπης. Της εποχής του «εμείς» και όχι του «εγώ», του χαμόγελου, της αληθινής καληνύχτας.
Προσκλητήριο μνήμης. Μαζούρκες, βάλς εστασιόν, καντρίλιες, ταγκό, τσατσά, ρούμπα. Βούλης, Φρούφαλος, Ζαχαρής, Μορίνας, Καμινάρης, Κονίας, Λίζας, Μαλακάσης, Αθηνιώτης, Πανάγος, Σίδερης, Κοτσώλος, Κοκονιώρος. Και τόσοι άλλοι. Πρωταγωνιστές σε μια παράσταση ψυχής. Με τη ζωή αυτόπτη μάρτυρα. Ορφέας, Φιλαρμονική, Ν. Χορωδία, Τηλυκράτης. Φιλολογικά πρωινά, θεατρικές παραστάσεις. Μαθήματα πολιτισμού από τη μικρή και φτωχή Λευκάδα.
Μαζί με το «Πάνθεον» έφυγε και μια εποχή. Δυστυχώς σήμερα δεν χορεύουμε. Βλέπουμε. Δεν συζητάμε. Χαζεύουμε στην τηλεόραση. Δεν τραγουδάμε. Ακούμε. Δεν χαμογελάμε. Είμαστε σκυθρωποί, με σκυμμένα τα κεφάλια, εγκλωβισμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας. Σήμερα δεν έχουμε φίλους γιατί φοβόμαστε την προδοσία. Δεν εμπιστευόμαστε γιατί είναι σίγουρο πως θα πληγωθούμε. Και δεν δίνουμε γιατί φοβόμαστε την αχαριστία. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε θλιβερές ειδήσεις, συκοφαντίες, ζήλιες και ανασφάλειες. Και κοιμόμαστε λυπημένοι. Τα χάπια αντικατέστησαν τα όνειρα.
Επιβιώνουμε στη μοναξιά της στιγμής. Έχουμε γίνει οι δολοφόνοι του χρόνου. Προσποιούμαστε ότι ζούμε καλά, σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία, όπου όλοι δουλεύουμε για τις τράπεζες. Και σκεφτόμαστε συνέχεια το θάνατο γιατί στηριζόμαστε σε γερασμένες επιθυμίες.. Γινόμαστε ολοένα και πιο απρόθυμοι να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Προσέχουμε μη διασταυρωθούν τα βήματα μας με τα βήματα του γείτονα. Τρέχουμε βιαστικά να προλάβουμε κάτι, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς.
Το σύνθημα «χορεύουν τα κόκκινα» ήταν το κάλεσμα του κομπέρ για να ανέβουν στην πίστα όσα ζευγάρια στο «Πάνθεον» φορούσαν στο πέτο τους ένα μικρό κόκκινο ύφασμα που το καρφίτσωναν στην είσοδο προκειμένου να μην υπάρχει συνωστισμός στην πίστα. Σε άλλους φορούσαν ένα κομμάτι από μπλε ύφασμα. Το «χορεύουν τα κόκκινα» δεν ακούγεται πιά. Το «Πάνθεον» δεν λειτουργεί. Η παλιά Λευκάδα χάθηκε σαν μονόξυλο που βούλιαξε στο Ιβάρι. Αλλά οι μνήμες όρθιες, αντρειωμένες, περήφανες, στέκουν. Οι μνήμες που γνέφουν, προκαλούν, προσκαλούν, φωνάζουν: «Χορεύουν τα κόκκινα»!!!
(Το κείμενο περιλαμβάνεται στο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα ΗΛΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗ το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΑΓΚΥΡΑ»).
——————————————
ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ
(Βούλης Βρεττός).
Τι τουαλέτες, τι μπιζού,
τι φλέρτ και υποκλίσεις,
αβρά χειροφιλήματα
ονείρου εμφανίσεις
Μεσ’ του Κομπίτση, Μπελεμέ
Ντόβα και ΚΤΕΛ ακόμα,
Λευκάδα και περίχωρα
γλέντι ως τ’ άλλο γιόμα….
Στα κέντρα αυτά, κι άλλα πολλά
και «Πάνθεον» κεντρομάνα,
εχαν’ η μάνα το παιδί
και το παιδί τη μάνα!
Ορχήστρες, τραγουδίστριες,
τύποι εντός τής πίστας
κι ο «Γούρμος» κι ο «Μουτρούκαλης»,
λησταί επί της λίστας!
Κι όλα τα σωματεία μας
θα του χρωστάνε χάρη
μ’ ακόμα μεγαλύτερη
στου «Πάνθεον» το… Χάρη
Των σωματείων τσακωμοί
ποιο θα πρωτοτυπήσει
ποιου μαιτρ η χειρ, καλλίτερο
διάκοσμο θα ποιήσει!…
Ορχήστρα που ξεσήκωνε
ως και τους πεθαμένους
και μεσ’ στην πίστα έφερνε
τους σκνίπα μεθυσμένους!
Βάρα τη τρόμπα σου γλυκά
σολίστα Καμινάρη
ελευθέρα, μη ντρέπεσαι
κι ας είσαι στο πατάρι!
Χτύπά τα, Λίζα, χτύπα τα
τα κλαμπατσίμπανά σου
κι όλα τα εξαρτήματα
πούχεις αυτού μπροστά σου!
Μπαμπάρο, όλα λάλατα
τενόρο και ατίρο
τέντωνε τη φυσούνα σου
όλη, Κονία Σπύρο….
Εμπρός μαέστρο, φύσατο
δώστου να καταλάβει
σε λίγο πιά δεν θα μπορείς
επίκειται η… βλάβη!
Αλλαλαγμός, ξεφάντωμα,
διαρκής πανζουρλισμός
σωστός ανεμοστρόβιλος
καρναβαλιού σεισμός!
Κι ο Ζαχαρής μέγας φαρσέρ
πατούσε και βροντούσε
και πάντοτε τη «ρεζεντά»
στα κέντρα τραγουδούσε!
Βερδίκης ο αμίμητος
άσσος στις παντομίμες
ως ταυρομάχος έμεινε
σε ολονών τις μνήμες.
Ο γραφικός Ζακχαίος μας
σε ντέφι, καστανιέτες
πρώτος στ’ ανατολίτικα
σπανιόλικα, κλακέτες.
Όμοιος με «φόξ» χόρευε φόξ
κι όλοι κάναν στην πάντα
-Ο Ντίνος ο Τζετζέκος γάρ-
με παρτενέρ, το.. Σάντα.
Και ο Ηλίας Φρούφαλος
-η πιό κεφάτη νότα-
άρπαζε το μικρόφωνο
και τ’ άλλαζε τα… φώτα!
Κέφι πολύ σκορπάγανε
κι οι τύποι «εκτός σάλας»
και πρώτος σόλο δεσποινίς
ο Σπύρος ο Κεφάλας!