Λευκάδα 1887: «Τα φράνκα όμως αν η εργασία δυσκολευθή, ο Ευγένιος θα τα δώση πίσω εκεινώνε που τα δώσανε. Στο Μοναστηριακό Συμβούλιο χρήματα δεν δίνουμε να φτιάση Εκκλησιά γιατί είχε Εκκλησιά και την έκαψε»
Τον Οκτώβριο του 1886 θα καεί ντάλα μεσημέρι «από την κορφή ως τον πάτο« η Εκκλησία της Φανερωμένης (καθολικό της ομώνυμης Μονής), η οποία μετά από πολλές καταστροφές που είχε υποστεί στο πέρασμα του χρόνου, είχε χτισθεί στη τότε μορφή της το 1734 επί Ενετικής κυριαρχίας.
Δεκαεπτά μήνες αργότερα, στις 26 Μάρτη 1888, θα τεθεί ο θεμέλιος λίθος για την εκ νέου ανέγερση του καθολικού της Μονής στη μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα. Γράφει τοπική εφημερίδα:
«Θεμέλια
Την προσεχή Δευτέραν θ΄ αρχίση η οικοδομή της Εκκλησίας της Πεφανερωμένης και αφού ψαλλή αγιασμός υπό του Αρχιμανδρίτου Περδικάρη θα τεθή και ο θεμέλιος λίθος»
Ο συντάκτης της εφημερίδας γράφει ακόμη: «Είναι καλό πράγμα που ο ηγούμενος της Φανερωμένης και ο Ιερεύς Περιστέρης, αφού η Μονή δεν έχει Εκκλησίαν, έως ότου να γίνη, να εφημερεύουν τακτικώς εις το Φρύνι, διότι ένεκεν ελλείψεως Ιερέως κατά την μεγάλην ταύτην Τεσσαρακοστήν και αι Εκκλησίαι του χωρίου μένουν αλειτούργηται και οι χριστιανοί δυσκολεύονται να εκτελέσουν τα χριστιανικά των καθήκοντα. Οι ποιμένες πρέπει πάντοτε να προσέχουν τα πρόβατα, διότι ο λύκος τα αρπάζει και τα σκορπίζει».
Σημειώνεται ότι ο Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Περδικάρης (1843-1903) ο οποίος είχε διατελέσει Ηγούμενος υης Μονής Φανερωμένης, χειροτονήθηκε στις 21 Σεπτέμβρη 1899 Επίσκοπος Λευκάδος και Ιθάκης ύστερα από παμψηφεί πρόταση της Ιεράς Συνόδου, για την κενή Επισκοπική έδρα της Λευκάδας.
Το 1887 βρισκόταν σε εξέλιξη μία οξεία διαμάχη μεταξύ μιας Ερανικής Επιτροπής που είχε δημιουργηθεί από τεχνίτες της Λευκάδας, υπό την αρωγή του Αρχιμανδρίτη Ευγένιου Περδικάρη, για την ανέγερση του κατεστραμμένου από την φωτιά καθολικού της Μονής Φανερωμένης, και μιας Επισκοπικής Επιτροπής, η οποία τους ζητούσε να σταματήσουν τον έρανο και να παραδώσουν τα χρήματα που είχαν ως τότε συλλεχθεί στο Μοναστηριακό Συμβούλιο, που προφανώς ελέγχονταν από τον τοπικό επίσκοπο.
Οι ίδιοι οι τεχνίτες που έκαναν τον έρανο εκθέτουν ως ακολούθως τις απόψεις τους για το ζήτημα αυτό με άρθρο τους σε τοπική εφημερίδα:
«Πατριώτες
Σας παρακαλούμε να διαβάσητε με προσοχή το ακόλουθο άρθρο γιατί σας ενδιαφέρει.
Καθώς όλοι γνωρίζετε εδώ και δεκαπέντε μήνες, μεσ΄ το μεσημέρι εκάηκε από την κορφή ως τον πάτο η ωραία Εκκλησία τζη Φανερωμένης στην οποία όλος ο τόπος είχε μεγάλονε σεβασμόν και μέχρι σήμερον δεν εφτιάστηκε, γιατί εβρεθήκανε πολλαίς δυσκολίαις.
Εμείς οι υπογεγραμμένοι φτωχοί τεχνίται, οικογενειάρχαι και χριστιανοί αποφασίσαμε να προσπαθήσωμε μ΄ ότι μέσο μπορέσουμε να βάλωμε αρχή να τηνί φτιάσωμε, αλλά επειδή εκαταλαβαίναμε ότι χρειαζόντανε ένα πρόσωπο στο οποίο ο κόσμος να έχει σέβας και απεριόριστον εμπιστοσύνη εθερμοπαρακαλέσαμε τον Αρχιμανδρίτην Ευγένιον Περδικάρην να μας βοηθήση στην εκτέλεσι αυτού του θείου έργου, ο οποίος αμέσως επαραδέχτηκε, γιατί εσκέφθηκε ότι ως ιερεύς του Υψίστου, είχε καθήκον και αυτός να κοπιάση και να καταβάλη πάσαν προσπάθειαν, όπως το συντομώτερον ανακαινισθή ο ναός του Θεού.
Τω όντι αρχινήσαμε να κάνωμε συνδρομάς και ο κόσμος επρόσφερνε τον οβολό του με όλη την ευχαρίστησι, γιατί ήτανε βέβαιοι ότι ο Ευγένιος ήθελε τον διαχειρισθή με όλη την τιμιότητα και ευσυνειδησίαν.
Εσυνάξαμε λοιπόν Δραχμάς 1100 εις χρήματα και Δραχμάς 2400 με υπογραφάς, όλοι δε όπού υπογράψανε εδηλώσανε ότι τα χρήματά τους δεν θα τα δώσουνε σ΄ άλλα χέρια παρά στα χέρια του Ευγενίου. Αποφασίσαμε λοιπόν να βάλωμε αρχή τη μεγάλη σαρακοστή να φτιάσωμε την Εκκλησιά και να εξακολουθούμε να κάνομε και συνδρομάς, αλλά έξαφνα η επισκοπική επιτροπή έβγαλε μίαν Εγκύκλιο και την εδημοσίευσε δια της οποίας μας λέει να παύσωμε στο εξής να κάνωμε συνεισφοράς δια τη Φανερωμένη και όσα χρήματα εσυνάξαμε να δώσουμε στο ταμείο του Μοναστηριού και το Μοναστηριακό Συμβούλιο και οι αρμόδιοι, θα φροντίσουνε να φτιάσουνε την Εκκλησιά. Ωραία Εγκύκλιος! αντί να μας ευχαριστήση η επιτροπή για τους κόπους μας, μάς εμποδίζη να φτιάσωμε το προσκύνημά μας.
Εις απάντηση αυτής της εγκυκλίου εμείς λέμε ότι τα χρήματα οπού οι χριστιανοί εδώκανε για να φτιαστή η Φανερωμένη τα εδώσανε γιατί ήτανε ο Ευγένιος στο μέσον, τον οποίον σέβονται και εκτιμούνε ως αληθινόν Ιερέαν του Υψίστου, ως αρχιμανδρίτην, ο οποίος ένεκα της καλής του διαγωγής ετίμησεν και τον εαυτόν του και και την πατρίδα του εις τον έξω κόσμον και κάνει και τιμή στο ιερατείο.
Αν οι χριστιανοί οπού εδώκανε τον οβολό τους καθώς και εκείνοι οπού υπογράψανε να πληρώσουνε, εξέρανε ότι τα χρήματά τους θα τα διαχειρισθή το Μοναστηριακό Συμβούλιο, ή κανένας άλλος, είχανε το δικαίωμα να μην τα δώσουνε, γιατί κανένας νόμος δεν τους υποχρέωνε να δώσουνε τα χρήματά τους να τα διαχειρισθούνε πρόσωπα εις τα οποία ίσως να μην είχανε κ΄ εμπιστοσύνη, ή ίσως εφοβούντανε μήπως κάνουν και καμιά κατάσχεση οι πιστωταί της Φανερωμένης και επέρνανε τα χρήματα και τότε έμενεν η Εκκλησιά άφτιαχτη.
Φθόνε, Φθόνε τι κάνεις! Πως τυφλώνεις τον άνθρωπο και δεν βλέπεις το καλό!
Αντίς η επισκοπική επιτροπή να ευχαριστήση τον Ευγένιο για τους κόπους του και να ευχαριστήση κ΄ εμάς αφού αφίνουμε τη δουλειά μας άνθρωποι τεχνίται και οικογενειάρχαι και προσπαθούμε να κάμωμε θείον έργον, η επιτροπή μας εμποδίζει.
Αντίς η επισκοπική επιτροπή να σκεφθή ότι πλησιάζουνε οι γιορτάδες των Χριστουγεννών, κ΄ έχει καθήκον να διδάξη τον λαό να εκτελέση τα χριστιανικά του καθήκοντα. Αντί να συμβουλεύη το λαό ν΄ αγαπάη τον πλησίον του και να τον βοηθήση αυτάς τας αγίους ημέρας, η Εκκλησία κηρύττει τον πόλεμο της Εκκλησίας και συμβουλεύη το λαό ν΄ απέχη από ένα θείον έργον. Πως εκαταντήσαμε!
Εμείς Πατέρες Άγιοι τα χρήματα οπού εσυναχθήκανε για τη Φανερωμένη τά ΄χει ο Ευγένιος και δεν τα δίνουμε στο Συμβούλιο του Μοναστηριού να φτιάση Εκκλησιά, αλλά μόλις έρτη η Μεγάλη Σαρακοστή θα βάλουμε αρχή να φτιάσωμε την Εκκλησιά, τα έξοδα θα τα πληρώνη ο Ευγένιος και θα δώση λογαριασμό δια της Εφημερίδος κ΄ εμείς θα παρατηρούμε χωρίς ωφέλεια αν γίνεται καλή η εργασία και η Αγιωσύνη Σας αν ημπορήτε δυσκολέψητε την εργασία και τότε κ΄ εμείς είμεθα ικανοποιημένοι στον κόσμο. Τα φράνκα όμως αν η εργασία δυσκολευθή, ο Ευγένιος θα τα δώση πίσω εκεινώνε που τα δώσανε. Στο Μοναστηριακό Συμβούλιο χρήματα δεν δίνουμε να φτιάση Εκκλησιά γιατί είχε Εκκλησιά και την έκαψε.
Α. Μαλακάσης, Αθανά. Πότζης, Σ, Καρυοφύλλης
Λευκάδι 9 Δεκεμβρίου 1887»