Δύο ποιήματα του αείμνηστου μπάρμπα Βαγγέλη Γληγόρη (Γατσούλη) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Δύο ποιήματα του αείμνηστου μπάρμπα Βαγγέλη Γληγόρη (Γατσούλη)

paradosiaki_Lefkaditiki_zoi_Gerasimos_Grigoris Πίνακας του Γερ. Γρηγόρη με τίτλο «από την παραδοσιακή Λευκαδίτικη ζωή» (Λεπτομέρεια)

Του Θοδωρή Γεωργάκη (Παποράκη)

Ένας άνθρωπος ξωμάχος, απλός, αγωνιστής, ανεπιτήδευτος, ένα κράμα καλοσύνης, προοδευτισμού και αγωνιστικότητας. Ανήκει σ’ εκείνους τους φωτισμένους προοδευτικούς που άφησαν βαθιά… πατήματα και στους Σφακιώτες και στο νησί ολόκληρο! Ο Μπάρμπα Βαγγέλης ο Γατσούλης! Έτσι τον γνωρίσαμε, έτσι θα τον θυμούμαστε, όχι μόνο για όλα τούτα τα χαρίσματά του, που είχε σε νιοστό βαθμό, μα και για την παιδεία του, μα απλή παιδεία, μεστή με όλα τα νοήματα της ζωής, διανθισμένη από ποιητική ικανότητα, που ξεφεύγει τα όρια της Λαϊκής ποίησης και ακουμπά την λόγια.

lefkaditis_xorikos_N_KoukouliotisΛευκαδίτης χωρικός, πίνακας του Ν. Κουκουλιώτη (Λεπτομέρεια)

Ο Ανδρέας Λάζαρης (Καρούσος), στο βιβλίο του «Ο ξεσηκωμός των αμπελουργών της Λευκάδος του 1935», διασώζει δύο ποιήματα του Μπάρμπα Βαγγέλη. Στο πρώτο εξ αυτών αναφέρεται στον ξεσηκωμό των αμπελουργών.

ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

Το μήνυμα το δίνανε
τη νύχτα οι καμπάνες.
Και φούντωνε σαν την φωτιά
σ’ όλα τ’ αμπελοχώρια.

Από βραδίς μέχρι πρωί
χιλιάδες ξεγερμένοι,
άυπνοι περιμένουνε
αυτή την Άγια μέρα.

Υψώνανε για λάβαρα,
μαύρα πανιά στα ξύλα
με αρχηγό έναν παπά,
μπροστάρη στον αγώνα.

Εξεκινούσαν βιαστικά,
να κατεβούν στην πόλη,
υπόμνημα μ’ αιτήματα
να στείλουν στο κουβέρνο.

Δεν άργησε ν’ αποκριθεί,
την άλλη μέρα κιόλας.
Φέρνει στρατό απ’ τη Πρέβεζα,
αντί να δει αιτήματα,
αντί να συμπονέσει.

Βάνει το σχέδιο μπροστά,
μια μάχη δίχως οίκτο.
Κροτάλησαν τα σίδερα,
τα πυρωμένα βόλια
μπενόβγαιναν στο στήθος του.

Ο Μόσχος ξεψυχούσε.
Ταξίδι ανεπάντεχο,
ζωή χωρίς ελπίδα.
Τα γόνατά του λύγισαν,
σωριάστηκε στο χώμα.

Του μένει ακόμα μια ματιά.
Την ρίχνει πάνω στα βουνά,
στην ορεινή Λευκάδα,
στ’ αμπελοχώρια, στην Καρυά.

Βλέπει την μάνα νοερά
και πάει να την φωνάξει.
Αντί φωνή βγαίνει ψυχή.
Ο Μόσχος φεύγ’ απ’ τη ζωή.

Ο κόσμος συγκλονιέται.
Η αγροτιά βογγάει.
Έχασε τον Αντύπα της,
έχασε τον βλαστό της.

Η μνήμη μέν’ αθάνατη.
Ποτέ της δεν πεθαίνει.

Κάποιοι του γράφουν ποίημα,
κάποιοι του λέν΄ τραγούδια,
κι’ απ’ το κατώφλι του σπιτιού
μοιρολογάει η μάνα.

Το ποίημα αυτό, που ξεφεύγει απ’ τα όρια του λαϊκού ποιητή, θυμίζει έντονα λόγια ποίηση, απ’ τον αείμνηστο μπάρμπα Βαγγέλη – Γατσούλη, είναι αφιερωμένο στον Νιόνιο Καρφάκη, τον λιονταρόψυχο νεαρό Καρσάνο, που όρμησε πάνω στο πολυβόλο του στρατού για να το στομώσει, με αποτέλεσμα να βρει τραγικό θάνατο απ’ τα πυρά.

fotografia_Lefkaditi_XoriatiΦωτογραφία Λευκαδίτη χωρικού Καλόγερος Λάζαρης (Προγανίτας), αμπελουργός και λιτρουβιάρης

Το δεύτερο ποίημά του αναφέρεται σε Σπανοχωρίτη ξωμάχο.

Την πρώτη καλημέρα του
την έδινε στον Σπύρο,
αυτός την ανταπέδιδε
κάνοντας το σταυρό του.

Στο πλάϊ του τα σύνεργα
τα κοίταζε μ’ αγάπη,
τά ΄χε παρέα αχώριστη
χειμώνα καλοκαίρι.

Η μοίρα του τον έταξε
καβάλα στα κοτρόνια,
να τα στολίζει κλήματα,
να τα καταβολιάζει.

Με κλήματα για το κρασί
με αγριλιές για λάδι,
να ΄χει κρασί για πόρεψη
λάδι για το λυχνάρι.

Επρόσμενε με τον καιρό,
που οι γιοί του μεγαλώσουν,
να ΄ρθούνε νύφες όμορφες
να τα κορφολογάνε.

Για να τρυγούν τα βαρτζαμιά,
να κάνουν κεροπάτι,
να ΄χει το σπίτι έσοδο
να νιώθει ευτυχισμένος.

Ο πόθος τον συνέφερνε,
του έδινε δυνάμεις.
Έφτυσε τις παλάμες του,
άρπαξε τη βαριά του.

Με βόγγο και με δύναμη
κοπάναγε την πέτρα,
απανωτά χτυπήματα,
ώσπου να ξεκολλήσει.

Να βρει μια φούχτα χώμα,
για να γωνιάσει το φυτό,
να στολιστεί ο βράχος,
για να καρπίσ’ ο κόπος του.

Τον γδούπο της βαριάς του,
τον πήγαιν’ ο αντίλαλος
σ’ όλα τα γύρω ρέματα,
ως το Κακό Λαγκάδι.

Του ‘ρχότανε η διάθεση
να ψιλοτραγουδήσει,
τον παροτρύναν τα πουλιά
με το κελάιδισμά τους.

Η ερημιά τον κάλυπτε,
όπως κι αν τραγουδούσε.
Τραγούδια πονεμένα,
ξεφεύγουν απ’ τα χείλη του.

Έχ’ αδερφούς στην ξενητιά,
του γράφουν γράμματα συχνά,
τους νοσταλγεί σε γυρισμό,
προτού να βγει η ψυχή του.

Έλα που ο χάρος άλλαξε
στο Σπύρο τους κανόνες.
Ένα πρωί συννεφιασμένο, κρύο,
τον βρίσκουν τα γεράματα.

Ο Σπύρος, ο γρανίτης,
οδεύει τώρα στη φθορά,
κατάκοπος απ’ τη δουλειά,
μ’ όλα τα περασμένα.

Στα μάτια τ’ αναβλύζουνε
χοντρές σταγόνες δάκρυ,
που κατεβαίνουνε αργά
σ’ όλο το πρόσωπό του.

Τον ζέστανε ο πυρετός,
τον πιάνουν παραισθήσεις.
Ακούει φωνές ανύπαρκτες.
Αναμεράει το στρώμα.
Βγάζει το χέρι απ’ τα σκουτιά.

Ο Σπύρος ταξιδεύει…
Ακούει φωνή, βουβή φωνή:
Σπύρο, σε θέλουμε κι’ εμείς.
Αυτού θα ΄ρθούνε κι’ άλλοι…

(Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Ανδρέα Λάζαρη (Καρούσου) «Ο ξεσηκωμός των αμπελουργών της Λευκάδος του 1935»)


Displaying 2 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η Vaggelis Lefkada λέει:

    Σας ευχαριστώ πολύ για την πρωτοβουλία της δημοσίευσης των ποιημάτων του παππού μου!!Δώσατε την ευκαιρία σε κάποιους ανθρώπους να διαβάσουν αυτά τα αριστουργήματα!!Αν μου επιτρέπετε και μία διόρθωση, το επίθετο του ειναι Γληγόρης!Και πάλι σας ευχαριστώ!!

  2. Ο/Η admin λέει:

    Το διορθώσαμε. Ευχαριστούμε!

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>