Η μεγάλη μάχη του Γράμμου – 14 Ιούνη έως 21 Αυγούστου 1948 | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Η μεγάλη μάχη του Γράμμου – 14 Ιούνη έως 21 Αυγούστου 1948

Το «Σχέδιον Κορωνίς» του κυβερνητικού στρατού

Στις 14 του Ιούνη 1948 άρχισε στη Βόρεια Πίνδο η μεγάλη μάχη του Γράμμου, που κράτησε σχεδόν εβδομήντα μέρες και τελείωσε στις 20 προς 21 του Αυγούστου με τον περίφημο ελιγμό των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού στο Βίτσι. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διάρκεια και σκληρότερο, από την άποψη των συγκρούσεων, πολεμικό γεγονός σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που διέψευσε τους ισχυρισμούς της εγχώριας αντίδρασης και των ξένων προστατών της, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ήταν πραγματικός λαϊκοαπελευθερωτικός επαναστατικός στρατός, αλλά μερικές «συμμορίες κατσαπλιάδων».

Η εγχώρια και η ξένη αντίδραση οργάνωσαν αυτή τη μεγάλη εκστρατεία στη Βόρεια Πίνδο με στόχο την οριστική συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού. Η εκστρατεία στηρίχτηκε στο στρατηγικό «Σχέδιον Κορωνίς», η επωνυμία του οποίου φανερώνει και το στόχο που είχαν με την εφαρμογή του οι συντάκτες του. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι η επιχείρηση του κυβερνητικού στρατού στη Ρούμελη από τις 15 του Απρίλη μέχρι τις 3 του Μάη 1948 είχε την επωνυμία «Χαραυγή», η οποία υπονοούσε τη χαραυγή της «νίκης» των αντιπάλων του Δημοκρατικού Στρατού. Συνεπώς, η επιχείρηση «Κορωνίς» που ακολούθησε στη Βόρεια Πίνδο, σήμαινε την κορωνίδα αυτής της «νίκης».

Με βάση το «Σχέδιον Κορωνίς», η διάρκεια των επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού στη Βόρεια Πίνδο θα ήταν 3 ή το πολύ 4 βδομάδες, δηλαδή από 21 μέχρι 28 μέρες, θα αποτελούσε δε στόχο αυτού του σχεδίου «η εξάρθρωσις εις την περιοχήν του Γράμμου του συμμοριακού ελέγχου, με πλήρη συντριβήν και εξόντωσιν των εκεί συμμοριακών συγκροτημάτων, και εν συνεχεία η εγκατάστασις εις τον Γράμμον των εθνικών δυνάμεων, προς παρεμπόδισιν της εκ νέου μολύνσεώς του από συμμορίτας».

Το «Σχέδιον Κορωνίς» προέβλεπε τρεις φάσεις επιχειρήσεων. Η πρώτη φάση αφορούσε προκαταρκτικές ενέργειες για τη βελτίωση των βάσεων εξόρμησης των μεραρχιών του κυβερνητικού στρατού. Η δεύτερη φάση προέβλεπε γρήγορες ισχυρές επιθετικές κινήσεις διάρκειας τριών ημερών, κατά μήκος των αλβανικών συνόρων και από τις δυο κατευθύνσεις για τον αποκλεισμό του ενδεχόμενου διαφυγής του Δημοκρατικού Στρατού στην Αλβανία. Η τρίτη φάση σχετιζόταν με τη διατήρηση του φράγματος αποκοπής του Δημοκρατικού Στρατού από την πλευρά της Αλβανίας και με τη διείσδυση του κυβερνητικού στρατού στο εσωτερικό του Γράμμου «προς απηνή δίωξιν και εξόντωσιν των συμμοριτών».

Το «Σχέδιον Κορωνίς» στην πορεία των επιχειρήσεων δέχτηκε συνεχείς τροποποιήσεις και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ – γεγονός που υποχρέωσε αργότερα τον αντιστράτηγο Θρασύβουλο Τσακαλώτο να υποστηρίξει:

«Δεν γνωρίζω ποιος είναι ο κυριώτερος υπεύθυνος του σχεδίου επιχειρήσεων του Γράμμου, του 1948. Ομως δικαίως οι αγωνιζόμενοι αξιωματικοί έδωκαν εις το σχέδιον τούτο την ονομασίαν «νηπιώδες». Πράγματι, είναι απαράδεκτος η αναφερομένη εις το εν λόγω σχέδιον διατύπωσις, ότι εντός εικοσιτετραώρου η IX Μεραρχία (Μανιδάκη) από της Ηπείρου και η XV Μεραρχία (Λάιου) από της Δυτικής Μακεδονίας θα ηνούντο εις την κορυφήν του Γράμμου, κινούμενοι σχεδόν παραλλήλως των αλβανικών συνόρων (…). Το «νηπιώδες» σχέδιον έλαβε την εκδίκησίν του. Αι Μεραρχίαι όχι μόνον δεν ηνώθησαν εντός εικοσιτετραώρου, αλλά ποτέ. Η μάχη αυτή θα στοιχίσει εις το έθνος υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης».

Ο συσχετισμός των δυνάμεων

Στη μεγάλη μάχη του Γράμμου το ανώτατο κλιμάκιο της ηγεσίας του κυβερνητικού στρατού το αποτελούσαν ο αρχηγός του ΓΕΣ αντιστράτηγος Δημήτριος Γιαντζής, ο αρχηγός του ΓΕΝ υποναύαρχος Πέτρος Σακελλαρίου, ο αρχηγός του ΓΕΑ σμήναρχος Χρήστος Μυτιληναίος, ο υποστράτηγος Βαν Φλιτ, αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής και επικεφαλής ολόκληρου του στρατιωτικού επιτελικού οργάνου, ο υποστράτηγος Τζέκινς, υπαρχηγός της ίδιας Αποστολής, και ο υποστράτηγος Ντάουν, αρχηγός της Στρατιωτικής Αποστολής της Βρετανίας. Το αμέσως κατώτερο κλιμάκιο, εξάλλου, το απαρτίζανε οι αντιστράτηγοι Θρασύβουλος Τσακαλώτος, διοικητής του Α” Σώματος Στρατού, και ο Παναγιώτης Καλογερόπουλος, αρχηγός του Γ” Σώματος Στρατού -ο οποίος στις 5 του Αυγούστου αντικαταστάθηκε από τον επίσης αντιστράτηγο Στέλιο Κιτριλάκη- ενώ διοικητές των Μεραρχιών, που πήραν μέρος στη μάχη, ήταν οι υποστράτηγοι Θωμάς Πετζόπουλος, της 1ης, Νικόλαος Παπανικολάου, της 2ης, Α. Μπαλοδήμος, της 8ης, Στ. Μανιδάκης, της 9ης, Ευθ. Βασιλάς, της 10ης, και Δ. Λάιος, της 15ης Μεραρχίας.

Την ανώτατη ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού την αποτελούσαν ο Μάρκος Βαφειάδης, ο Νίκος Ζαχαριάδης και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, Πολιτικός Επίτροπος του Γενικού Αρχηγείου, του οποίου επιτελάρχης είχε οριστεί ο Στέφανος Παπαγιάννης. Τις στρατιωτικές μονάδες, εξάλλου, που πήραν μέρος στη μάχη, τις συγκροτούσαν οι δυνάμεις του Αρχηγείου της Δυτικής Μακεδονίας, με επικεφαλής τον Βασίλη Γκανιάτσο ή Χείμαρρο, ουσιαστικό διοικητή τον Πολιτικό του Επίτροπο Δημήτρη Βλαντά και επιτελάρχη τον Γιώργο Καλιανέση και στη συνέχεια τον Νίκο Θεοχαρόπουλο ή Σκοτίδα, ενώ διοικητές των Ταξιαρχιών είχαν τοποθετηθεί, του μεν Αρχηγείου της Δυτικής Μακεδονίας ο Ηλίας Ρούνης ή Μπαρμπαλιάς, για την 107η Ταξιαρχία, ο Γεώργιος Γεωργιάδης, για τη 14η, ο Δημήτρης Σιωμάδης, για την Ταξιαρχία της Δημοκρατικής Νεολαίας, και ο Δημήτρης Ζυγούρας ή Παλαιολόγος, για τη 16η, της δε 670ής Μονάδας ο Γιώργος Γιαννούλης, για την 102η Ταξιαρχία, ο Αλέκος Ρόσιος ή Υψηλάντης, για την 103η, και ο Παύλος Τομπουλίδης, για την 105η. Στα μέσα του Ιούλη το μέτωπο του Γράμμου ενίσχυσε και η 123η Θεσσαλική Ταξιαρχία, που είχε διοικητή της τον Μιχάλη Παπαδάμο ή Φεραίο.

Η στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατού αποτελούνταν, δηλαδή, από επαγγελματίες υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, οι οποίοι είχαν την ενίσχυση -και βρίσκονταν κάτω από την καθοδήγηση- ανώτατων στρατιωτικών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας. Αντίθετα, η στρατιωτική ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού είχε ελάχιστους επαγγελματίες στρατιωτικούς και φυσικά όχι υψηλόβαθμους. Κυρίως αποτελούνταν από πολιτικά στελέχη και αγωνιστές, που είχαν μάθει τον πόλεμο στην πράξη.

Αυτό το στοιχείο ήταν αρνητικό για το Δημοκρατικό Στρατό, όσον αφορά το συσχετισμό των δυνάμεων σε επίπεδο ηγετικών στρατιωτικών στελεχών. Οι αντάρτες, ωστόσο, σ” αυτή τη μεγάλη μάχη, όπως, άλλωστε, και σε πολλές άλλες συγκρούσεις, αποδείχτηκαν ανώτεροι ως προς τους ηγέτες τους από τους αντιπάλους τους – γεγονός που ερμηνεύεται, άλλωστε, και από τη φύση και το χαρακτήρα του πολέμου, που έκανε η κάθε πλευρά.

Στη μάχη του Γράμμου πήραν μέρος 6 Μεραρχίες του κυβερνητικού στρατού, δηλαδή 17 Ταξιαρχίες και 52 Τάγματα, συνολικής δύναμης 60.000 ανδρών και πλέον – χωρίς να υπολογίζονται οι δυνάμεις των ΜΑΥδων και της χωροφυλακής, που, επίσης, έπαιρναν μέρος στις επιχειρήσεις. Αντίθετα, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού δεν ξεπερνούσαν τους 8.600 μαχητές και μαχήτριες – δηλαδή 4.500 του Αρχηγείου της Δυτικής Μακεδονίας και 4.100 της 670ής Μονάδας.

Συνεπώς -χωρίς να υπολογιστούν στη δύναμη του κυβερνητικού στρατού οι ΜΑΥδες και οι χωροφύλακες- γίνεται εδώ λόγος για ένα συσχετισμό δυνάμεων 1 προς 8, σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού. Και αν σε όλα αυτά υπολογιστούν ο εξοπλισμός των κυβερνητικών δυνάμεων και ο αντίστοιχος των ανταρτών, γίνεται περισσότερο φανερό ότι ο συσχετισμός δυνάμεων υπήρξε πολλαπλάσια αρνητικός για τους αντάρτες.

Και όμως, οι αντάρτες πολεμώντας με ανυπέρβλητο ηρωισμό -που αναγνωρίζεται και από τους αντιπάλους τους- μπόρεσαν να κρατήσουν το Γράμμο εβδομήντα σχεδόν μέρες, δίνοντας αδιάκοπα μάχη, σώμα με σώμα, με τον εχθρό.

Αναφορές κυβερνητικών στρατιωτικών ηγητόρων για τη μάχη του Γράμμου – Οι απώλειες και των δύο πλευρών

Υστερα από εβδομήντα σχεδόν μέρες συνεχών μαχών στη Βόρεια Πίνδο και με απόλυτα αρνητικό το συσχετισμό των δυνάμεων ο Δημοκρατικός Στρατός υποχρεώθηκε σε υποχώρηση, η οποία και έγινε συντεταγμένα, με τον περίφημο ελιγμό των δυνάμεών του στο χώρο του Βίτσι, τη νύχτα της 20ής προς την 21η του Αυγούστου του 1948. Ο ελιγμός πραγματοποιήθηκε με τη δημιουργία ρήγματος στο μέτωπο του αντιπάλου στην Αλεβίτσα. Η σχετική ενέργεια στέφθηκε με επιτυχία και ο ελιγμός ολοκληρώθηκε με το πέρασμα στο Βίτσι και των ανταρτών που είχαν μείνει στα μετόπισθεν, για να καλύψουν την υποχώρηση.

Ο ελιγμός στο Βίτσι δημιούργησε σύγχυση στους αντιπάλους του Δημοκρατικού Στρατού και γράφτηκαν γι” αυτόν διάφοροι μύθοι στη μετεμφυλιακή περίοδο – όπως ο παρακάτω του Δημητρίου Ζαφειρόπουλου:

«Η άτακτος φυγή (των συμμοριτών) διενηργήθη διά των διαβάσεων των χωρίων Γράμμος-Φούσα-Σλήμνιτσα-Μονόπυλον, κυρίως κατά την νύκτα της 20ής προς 21ην Αυγούστου, καθ” ην πανικόβλητοι και διαλελυμένοι, εγκαταλείψαντες τον βαρύ οπλισμόν των, διέφυγαν διά του κυρίως όγκου των προς Αλβανίαν, εσκηνοθέτησαν δε τον διαφημιζόμενον ελιγμόν της Αλεβίτσης προς απόκρυψιν της φυγής των εις Αλβανίαν. Οι εις την Αλβανίαν καταφυγόντες συμμορίται συνεκεντρώθησαν και εξωπλίσθησαν, πλαισιωθέντες υπό νέων κατωτέρων στελεχών, άρτι αποφοιτησάντων εκ των Σχολών του Μπούλκες».

Ορισμένους, όμως, από τους ισχυρισμούς του Δημητρίου Ζαφειρόπουλου τους διαψεύδει ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, ο οποίος γράφει σχετικά:

«Ως απεδείχθη εκ των υστέρων, το Β” Σώμα Στρατού δεν εξεμεταλλεύθη εγκαίρως την εξαιρετικήν ταύτην ευκαιρίαν και ούτως οι συμμορίται, καίτοι συντετριμμένοι εκ της κεραυνοβόλου ενεργείας του Α” Σώματος Στρατού εις Γράμμον, κατόρθωσαν εν ανέσει να συμπτυχθούν μέσω της διατάξεως του Β” Σώματος Στρατού προς Βίτσι, όπου ανασυγκροτηθέντες και αναδιοργανωθέντες, εδημιούργησαν την γνωστήν κατάστασιν του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου του 1948, ήτις ου μόνον εξουδετέρωσε πλήρως την νίκην του Γράμμου, αλλά και παρ” ολίγον να αποτελέση τον τάφον του Εθνικού Στρατού».

Και ο Ζαφειρόπουλος, ωστόσο, και ο Τσακαλώτος υποστηρίζουν ότι ο Δημοκρατικός Στρατός στο Γράμμο υπέστη πανωλεθρία – άποψη, όμως, την οποία εκτός των άλλων ανατρέπει και το αναμφισβήτητο γεγονός της συνέχισης των πολεμικών επιχειρήσεων στο Βίτσι. Ο Ζαφειρόπουλος, βέβαια, ερμηνεύει το εν λόγω γεγονός, ισχυριζόμενος ότι ο Δημοκρατικός Στρατός ανασύνταξε τις δυνάμεις του στην Αλβανία και τις κατέστησε έτσι και πάλι ετοιμοπόλεμες – πράγμα, ωστόσο, εντελώς παράδοξο, αν είχε προηγηθεί συντριβή των ανταρτών και καταφυγή των υπολειμμάτων τους στο αλβανικό έδαφος. Θα ήταν, δηλαδή, εντελώς αδύνατο να δώσουν αργότερα στο Βίτσι τόσο σκληρές και αποφασιστικές μάχες αντάρτικες μονάδες κατά κράτος ηττημένες σε προηγούμενες συγκρούσεις, έστω και αν τις πλαισίωναν κάποια νέα κατώτερα στρατιωτικά στελέχη, προερχόμενα από τις σχολές του Μπούλκες.

Ο Τσακαλώτος από το δικό του μέρος διαψεύδει, βέβαια, κατηγορηματικά την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού στην Αλβανία, κάνει, όμως, λόγο και αυτός για συντριβή των ανταρτών. Δε δίνει εντούτοις καμιά ερμηνεία του γεγονότος ότι συντριμμένοι αντάρτες κατόρθωσαν να πολεμήσουν λίγο αργότερα στο Βίτσι – και μάλιστα με τόση επιτυχία, ώστε όχι μόνο να εξουδετερώσουν τη νίκη του κυβερνητικού στρατού στο Γράμμο, αλλά αυτό το στρατό να τον συντρίψουν.

Οι αντίπαλοι του Δημοκρατικού Στρατού έκαναν, εξάλλου, ό,τι μπορούσαν για να διαστρεβλώσουν το πραγματικό νόημα και τα μηνύματα της μάχης του Γράμμου και να συκοφαντήσουν τους αντάρτες. Ετσι, ο Ζαφειρόπουλος, σε μια προσπάθειά του να μειώσει την αξία των ανταρτών, γράφει για τους Πολιτικούς Επιτρόπους του Δημοκρατικού Στρατού ειδικά και για το σύνολο των μαχητών του γενικότερα:

«Οι Πολιτικοί Επίτροποι ήσαν τα πρόσωπα, επί των οποίων εστηρίζετο η συνοχή των τμημάτων και η παρακολούθησις του ηθικού των συμμοριτών και (άτινα) διά του πιστολιού επέβαλλον την τρομοκρατίαν, ενέπνεον την θέλησιν της κομμουνιστικής ηγεσίας και ωδήγουν εις την μάχην, δίκην προβάτων προς σφαγήν, τα άβουλα, απρόθυμα και βιαίως στρατολογηθέντα άτομα».

Ο ίδιος, όμως, όταν περιγράφει τις μάχες, που έγιναν στη Βόρεια Πίνδο το 1948, ανατρέπει τους παραπάνω ισχυρισμούς του, γράφοντας συγκεκριμένα:

«Συνεχής αγών σώματος προς σώμα, διαδοχή εκατέρωθεν αντεπιθέσεων και κατ” επανάληψιν εναλλαγή κυριότητος των υψωμάτων Νικολέρι (1348) – Κουπάνκα – Γκούρα ήσαν τα χαρακτηριστικά γεγονότα του εξαημέρου σκληρού και πολυδάπανου τούτου αγώνος (…). Εν συμπεράσματι εκατέρωθεν υπήρχε φρενίτις αντιστάσεως και επιθέσεως».

Επίσης, περιγράφοντας τις μάχες από τα υψώματα Ζούζουλης μέχρι το Ταμπούρι του Σμόλικα, που έγιναν από τις 12 του Ιούλη μέχρι τις 4 του Αυγούστου, αναφέρει:

«Τα κύρια χαρακτηριστικά της φάσεως ταύτης είναι οι σκληροί μετωπικοί αγώνες προς κατάληψιν ισχυρώς οχυρωμένων τοποθεσιών, η ισχυρά αντίδρασις των συμμοριτών διά πείσμονος αμύνης και ισχυρών αντεπιθέσεων προς εξασφάλισιν των απειλουμένων ζωτικών χώρων του συνόλου της τοποθεσίας των, η ανεπάρκεια των δυνάμεων κρούσεως (II και Χ Μεραρχίαι) διά βαθείαν και ταχείαν εκμετάλλευσιν του ρήγματος Ταλλιάρου προς παρεμπόδισιν συνενώσεως των δυνάμεων Σαμαρίνης μετά τοιούτων του Γράμμου (και) αι αισθηταί απώλειαι αξιωματικών και οπλιτών, αίτινες εμείωσαν την μαχητικότητα των μονάδων».

Όλα, ωστόσο, αυτά δημιουργούν το ερώτημα, πώς ήταν δυνατό οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, δίνοντας μάχες σώμα με σώμα -όπως ο ίδιος ο Ζαφειρόπουλος γράφει- να αποτελούν ταυτόχρονα άβουλα και απρόθυμα άτομα, που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή με την απειλή του πιστολιού του Πολιτικού Επιτρόπου.

Για τη σφοδρότητα των μαχών του Γράμμου και τη μαχητικότητα του Δημοκρατικού Στρατού έχει γράψει και ο Τσακαλώτος τα παρακάτω:

«Οι συμμορίται αμύνονται σθεναρώς εφ” όλου του μετώπου των. Τα ναρκοπέδια υπήρξαν το φόβητρον και διοικήσεων και διοικουμένων. Το ηθικόν κατρακυλά. Επί 40 ημέρας ματαίως καταβάλλονται προσπάθειαι διασπάσεώς των. Η ανωτάτη ηγεσία προ της γενικής καθηλώσεως υπό την πίεσιν της ανάγκης μελετά την αναθεώρησιν του σχεδίου της. Η κοινή γνώμη είναι ανάστατος».

Οι κρίσεις, ωστόσο, και του Τσακαλώτου και του Ζαφειρόπουλου για το Δημοκρατικό Στρατό και για την κατάσταση που δημιούργησε με τον ελιγμό του στο Βίτσι, δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις χωρίς αξία. Ετσι, αξιόλογη πρέπει να θεωρηθεί η εξής αναφορά του Ζαφειρόπουλου για το πέρασμα των ανταρτών από το Γράμμο στο Βίτσι:

«Η έγκαιρος εγκατάλειψις του Γράμμου και η έγκαιρος πλαισίωσις του Βίτσι ενεφάνησαν την παραδοξότητα ταύτην ως αποτέλεσμα της ηθικής καταστάσεως των αντιπάλων. Ο συμμοριτισμός ο ηττηθείς εις τον Γράμμον να έχη ανώτερον ηθικόν από τας εθνικάς δυνάμεις, αίτινες υπήρξαν οι νικηταί του Γράμμου».

Η μεγάλη μάχη του Γράμμου υπήρξε πολυαίμακτη – και τούτο οφείλεται στη χρονική διάρκεια των συγκρούσεων και στην ιδιαίτερη σφοδρότητά τους, η οποία είχε ως βασική της αιτία τη σπουδαιότητα των στόχων, που επιδιώκονταν και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Οι κυβερνητικοί, δηλαδή, επιζητούσαν να οδηγήσουν το Δημοκρατικό Στρατό στην ολοσχερή καταστροφή του μέσα από την οριστική εκ μέρους τους κατάληψη των κυριότερων βάσεων εξόρμησή του στη χώρα – ενώ ο Δημοκρατικός Στρατός επιδίωκε τη διατήρηση αυτών των βάσεών του, για να επεκτείνει στη συνέχεια τον έλεγχό του και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Οπως έχει προαναφερθεί, ο Τσακαλώτος υπολογίζει πως οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη μάχη του Γράμμου ήταν «υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης» – ο Ζαφειρόπουλος, όμως, δίνει τα εξής στοιχεία:

«Αι (ημέτεραι) απώλειαι υπήρξαν υπερβολικοί, και μάλιστα εις αξιωματικούς, και προσήγγισαν διά μεν τους αξιωματικούς το 9%, διά δε τους οπλίτας το 13%. Εν λεπτομερεία ανήλθον: Αξιωματικοί νεκροί 109, τραυματίαι 287, αγνοούμενοι 9, σύνολον 505. Οπλίται νεκροί 1.123, τραυματίαι 5.285, αγνοούμενοι 332, σύνολον 6.740.

Αι απώλειαι των συμμοριτών (εξάλλου) δεν υπελείφθησαν των εθνικών δυνάμεων, ανελθούσαι εις νεκρούς μετρηθέντας 3.128, συλληφθέντας 590 και παραδοθέντας 1.600. Οι τραυματίαι καθ” υπολογισμόν εκυμαίνοντο εις 4.500».

Στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», τέλος, οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού παρουσιάζονται ότι ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες που εμφανίζουν ο Τσακαλώτος και κυρίως ο Ζαφειρόπουλος. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω περιοδικό, οι κυβερνητικοί είχαν σύνολο απωλειών που ανερχόταν στους 22.862 άνδρες – και αναλυτικά 5.125 νεκρούς, 16.000 τραυματίες, 439 αιχμαλώτους, 98 αυτόμολους και 1.200 λιποτάχτες.

Η παρατήρηση των πιο πάνω στοιχείων δείχνει ότι ο Τσακαλώτος υπολογίζει τις απώλειες των κυβερνητικών πάνω από 14.000, ο Ζαφειρόπουλος, που είναι πιο φειδωλός, δίνει σύνολο απωλειών 7.245 σε αξιωματικούς και οπλίτες, ενώ το περιοδικό του ΔΣΕ ανεβάζει αυτές τις απώλειες στις 22.862.

Το μέγεθος, εξάλλου, των απωλειών του Δημοκρατικού Στρατού, που εμφανίζει ο Ζαφειρόπουλος, είναι εξωφρενικό. Επειδή, αν γίνουν δεκτές ως αληθινές αυτές οι απώλειες, οι δυνάμεις του ΔΣΕ, με παρατακτή δύναμη στο Γράμμο 8.600 άνδρες, φέρονται ότι έχασαν εκεί όλη αυτή τη δύναμή τους και επιπλέον 1.200 μαχητές.

Πηγή: Ριζοσπάστης



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>