Λαογραφικά: Μεγάλη Παρασκευή (Χιακόν δημώδες άσμα)
Η Σταύρωση του Χριστού. Παράσταση από το βόρειο τοίχο του ναΐσκου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Άλατρο
Ήλθεν αγιά Σαρακοστή, ήλθαν άγιες ημέραις
Που λεν το Κύρι΄ ελέησον και την τιμιωτέρα
Όποιος τ΄ ακούσει σώζεται κι΄ όποιος τ΄ ακούει αγιάζει
Κι όποιος το ΄πει δυό τρεις βολαίς Παράδεισο να εύρη
Σήμερον κλαί΄ η Παναγιά για τον Μονογενή της
Κλαίγω κι΄ εγώ την κόρη μου να μην είν΄ μοναχή της.
Σήμερον τ΄ άγια θλίβονται, και τα βουνά χαλούνε,
Κι΄ οι βρύσες χάνουν το νερό τ΄ άδικον που θωρούνε,
Γιατί σταυρώσαν τον Χριστόν οι σκύλοι Φαρισαίοι,
οι σκύλοι, οι παράνομοι οι μπιστεμένοι φίλοι.
Ο Μωϋσής τους απαντά, ο Μωϋσής τους λέγει
-Πήτε μου ποιον γυρεύετε, πήτε μου ποιον ζητάτε;
Την μαύρην νύχτα σκοτεινά με τ΄ άρματα που πάτε;
-Τον Μωϋσήν γυρεύομεν, τον μέγαν αζαρίαν,
Να το επάρωμεν ημείς εξάγκωνα δεμένον.
-Ήντανε τόσα άρματα σαν να ΄μαστε ληστάδες,
Έρχομαι μόνος μοναχός άνευ τους μαθητάδες.
Πιάνουν κι΄ εξαγκωνιάζουν τον και μπρος των τον εβάλλουν,
Κι΄ άλλος του σούρνει μια παψιά και άλλος του σούρνει κλώζον,
Όρια φωνήν ηλάλησε κι΄ οι πέτραι ηρραγήσαν.
-Ξυπνήσετ΄ Αποστόλοι μου και ο Πέτρος του φωνάζει,
-Νά ΄κουμε αφέντη δάσκαλε, να ΄ρθώ κι΄ εγώ μαζύ σου.
Έρχομαι θεληματικώς χωρίς τον μαθητήν σου
Ώστε να κράζη το πουλί κι΄ άγριο περιστέρι
Πέντε φοραίς θα μ΄ αρνηθής αλλοίμονον καϊμένε!
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και εις του Χριστού τον τάφον,
Εκεί κάθητ΄ η Παναγιά μόνη και μοναχή της.
Την προσευχήν της έκαμνεν για τον Μονογενή της.
Ακού βρονταίς βλέπ΄ αστραπαίς στην πόρτα της εβγαίνει.
Απάνω κάτω έβλεπον κανένα δεν ιθώρε·
Ξαναγυρίζει και θωρεί βλέπει τον Άγιο Γιάννη,
-Γιάννη μου, καλογιάννη μου και πουν΄ ο δασκαλός σου;
που πα κι΄ μόν ο γιούκας μου κι΄ σον ο δάσκαλός σου;
Δεν έχω στόμα να σου πω χείλια να σου μιλήσω
Βλέπεις το κείνο το βουνό το υψηλόν το μέγα,
Π΄ έχει την πράσινην κορφή την κόκκινην παντιέρα;
Εκεί τον έχουν οι οβριοί εξάγκωνα δεμένον,
Κι΄ σ΄ του Πιλάτου την αυλή τον έχουν σταυλισμένον.
Αυτόν τον λόγον ήκουσε κι΄ έπεσεν κι΄ επληγώθη.
Ρόδα σταμνιά την περιχούν, και τρία κανιά του μόσχου.
Δώδεκα του ροδόστεμα να σώση ν΄ αναφέρη
Σαν ίσωσεν κι΄ ανέφερεν αυτόν τον λόγον λέγει,
Ας έλθ΄ η Μάρθα κι΄ η Μαρία κι΄ η άλλη Ελισάβα
Κι΄ του Προδρόμου η αδελφή κι΄ του Λαζάρου η μάνα·
Να παν να τον προφθάσουμε μπριχού τον εσταυρώσουν,
Μπριχού του βάλουν τα καρφιά κι΄ τον εθανατώσουν.
Στην στράταν που διαβαίνανεν στην στράτα που παγαίναν,
Ατζίγκανος τους απαντά και τ΄ ατζιγκάνου λέγουν,
Για πες μου βρε ατζίγκανε ην ταν η μαστοριά σου;
Ίβροι μου παραγγείλανε καρφιά για να τους φτιάξω
-Εκείνοι μου ΄παν τέσσαρα μα ΄γω τους κάνω πέντε,
-Για πε μου βρε ατζίγκανε που θε να του τα βάλουν;
– Τα δυό στα δυό του γόνατα, τα δυό στα δυό του χέρια.
Το τρίτον το φαρμακερόν εις την καρδιάν τ΄ επάνω.
-Άϊντε ποτέ σου μην βρεθή χιλιά στην παραρά σου.
Μηδέ ψωμί στο σπίτι σου να φα η φαμιλιά σου.
Πιάνουν την στράταν το στρατί στρατί το μονοπάτι,
Κι΄ του στρατί τους έβγαλεν εις του ληστή την πόρταν.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου,
Κι΄ η πόρτα από τον φόβον της ήνοιξε μοναχή της.
Βλέπει εκεί τον Μωϋσήν εις τον Σταυρόν Επάνω
-Σταυρέ μου γυιέ μου λόγισε σκύψε να σε φιλήσω,
Να βγάλω το μανδήλι μου το αίμα να σκουπίσω.
-Άμε κερά μου στο καλόν και διάφορον δεν έχεις,
Και το Μεγάλον Σάββατον κάμε να μ΄ απαντέχης.
Μπριχού φωνάξ΄ ο πετεινός μπριχού το μεσημέρι,
Σημαίν΄ η αυγή σημαίν΄ αστρί σημαίνουν οι αγγέλοι,
Σημαίν΄ κι΄ η Αγιά Σοφιά με τρεις χρυσές καμπάνες.
Τότε και συ μανίτζα μου νάχης χαρές μεγάλες.
Βάλε κρασί εις το γυαλί κι΄ αφράτον παξιμάδι,
Στρώσου και χάμω τράπεζαν να φάν΄ οι πικραμέναις.
-Εν ην, πηγάδι να πνιγώ, γκρεμός για να γκρεμίσω,
Εν ην κι΄ αδικοθάνατος ν΄ αδικοθανατίσω.
Μάνα κι΄ αν πα πνιγής εσύ, πνίγετ΄ ο κόσμος όλος,
Κι΄ αν πας να γκρεμιστής εσύ γκρεμιέτ΄ ο κόσμος όλος,
Βάλε μάνα μ΄ απομονήν για ταις μωραίς μανάδες
Που κλαίν΄ για τα παιδάκια τους για τους γλυκούς τους άνδρες.
Πηγή: Περιοδικό «Μπουκέτο», Τόμ. 2, Αρ. 52 (1925) [ανυπόγραφο]