Τα Δεκεμβριανά. Ο Κορυφαίος Αγώνας για την Εθνική Απελευθέρωση – Μέρος τρίτο (του Ηλία Θερμού) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Τα Δεκεμβριανά. Ο Κορυφαίος Αγώνας για την Εθνική Απελευθέρωση – Μέρος τρίτο (του Ηλία Θερμού)

1944_dekemvris

Τα παρακάτω κείμενα είναι από το νέο βιβλίο του Ηλία Θερμού που θα δημοσιευθεί προσεχώς με τίτλο Η Ελλάδα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Εποποιίες, Τραγωδίες και Προοπτικές.

Συνέχεια από το Δεύτερο Μέρος

Του Ηλία ΘΕΡΜΟΥ*

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944

Το παρακάτω κείμενο του Κώστα Κουβαρά βρίσκεται στον φάκελο Costas Couvaras που περιέχει τα κείμενά του από την Αμερικανική Αποστολή Περικλής στην Κατεχόμενη Ελλάδα από την 1η Μαΐου 1944 έως το τέλος της Αποστολής 14 Ιουλίου 1945 που είναι κατατεθειμένα στα αρχεία της Βιβλιοθήκης του Ινστιτούτου Χούβερ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ στο Πάλο Άλτο της Καλιφόρνια. http.web.stanford.edu-ichriess/couvaras.htm σελ. 90-95.6

Αυτό το κείμενο δημοσιεύθηκε επίσης στο βιβλίο του Κώστα Κουβαρά, OSS – Με την Κεντρική του ΕΑΜ, εκδόσεις Εξάντας, 1976.

Δεκαοχτώ άτομα σκοτώθηκαν σήμερα μπρός στα μάτια μου! Πολύ περισσότερα τραυματίστηκαν. Προσπαθώ να γράψω τι είδα και δε μπορώ να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου. Πώς ν’ αρχίσω;

Είδα τον κόσμο να έρχεται σε παράταξη, με τις σημαίες του – ελληνική, αμερικάνικη, βρετανική και ρωσική – μπροστά. Ήταν μια γιγάντια φάλαγγα, αλλά οι διαδηλωτές προχωρούσαν με τάξη, τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια και φωνάζοντας συνθήματα. Έρχονται δυτικά από την οδό Πανεπιστημίου και προσπάθησαν να μπουν στην Πλατεία Συντάγματος στρίβοντας αριστερά στην οδό Όθωνος. Η αστυνομία τους σταμάτησε. Η πελώρια φάλαγγα άρχισε πάλι να κινείται για να μπει στην πλατεία, κατεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούν από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Η αστυνομία πάλι τους σταμάτησε κι η φάλαγγα άρχισε πάλι να κινείται.

Ήμασταν στον εξώστη του πρώτου πατώματος του ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρετανίας». Ο Γιώργος με είχε τραβήξει εκεί ακριβώς προτού οι διαδηλωτές φτάσουν στην πλατεία. Είχαμε βρεθεί προηγούμενα στην πλατεία, παρακολουθώντας τον κόσμο και βλέποντας τους βρετανούς στρατιώτες που ήταν συναγμένοι με σημαντική δύναμη θωρακισμένων.

«Πάμε να φύγουμε από δω», είπε ο Γιώργος, που ένιωθε τον κίνδυνο να πλησιάζει. Εγώ δεν ήθελα να φύγω, αλλά ο Γιώργος επέμενε. Είπα πως αν θα συνέβαινε κάτι, ήθελα να βρίσκομαι επί τόπου. Ο Γιώργος είχε ωστόσο μια καλύτερη ιδέα. Από το ξενοδοχείο, είπε, θα μπορούμε να βλέπουμε τα πάντα καλύτερα, ενώ αν σταθούμε στην πλατεία δε θα βλέπουμε τίποτα, εκτός που μπορεί να μας βρει και καμιά αδέσποτη.

Στο μεγάλο εξώστη του πρώτου πατώματος της «Μεγάλης Βρετανίας» συνωθούνταν πολλοί που ήρθαν να δουν το θέαμα. Οι περισσότεροι ήταν αμερικανοί και βρετανοί αξιωματικοί και προσωπικό της Ούνρα. Υπήρχαν και μερικοί Έλληνες, οι πλούσιοι πελάτες του πολυτελούς ξενοδοχείου. Όλοι ήταν ανήσυχοι. Το συλλαλητήριο είχε απαγορευτεί χτες τη νύχτα, ενώ νωρίτερα είχε δοθεί η άδεια για την πραγματοποίησή του. Η αστυνομία είχε κινητοποιηθεί ολόκληρη, επιδείχνοντας τα καινούργια βρετανικά ντουφέκια και τόμμυγκανς για πρώτη φορά. Υπήρχαν επίσης ολόγυρα βρετανικά τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Στο πρώτο τανκ στη γωνία, μπροστά μας, ένας άντρας στεκόταν στον ανοιχτό πυργίσκο και βρισκόταν σε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με το αρχηγείο του, αναφέροντας τα συμβαίνοντα.

Το μπροστινό τμήμα του συλλαλητηρίου είχε φτάσει στην άκρη της πλατείας όπου βρισκόμασταν, και καθώς παρατηρούσε προσεχτικά, άκουσα τους επικεφαλής να συζητούν με την αστυνομία, μόλις δέκα μέτρα από κει που στεκόμασταν. Προσπαθήσαμε να παρακολουθήσουμε τη συζήτηση που διεξαγόταν σε υψηλό τόνο, αλλά δεδομένων των περιστάσεων το πράγμα δεν φαινόταν εξαιρετικό. Οι διαδηλωτές σπρώχνανε για να μπουν στην πλατεία, αλλά δεν γινόταν καμιά συμπλοκή.

Ξαφνικά ένα παράγγελμα «τραβηχτείτε πίσω!» δόθηκε με μια στριγκή, στρατιωτική φωνή και όλοι οι αστυνομικοί υποχώρησαν κάπου είκοσι μέτρα, γονάτισαν και άρχισαν να πυροβολούν! Τα πυρά ήταν πυκνά. Διακόσιοι αστυνομικοί έβαλλαν ταυτόχρονα, οι περισσότεροι με αυτόματα.

Το πλήθος εγκατέλειψε βιαστικά το φαρδύ εξώστη μας και μείναμε λίγοι εκεί να παρακολουθούμε τα γεγονότα. Είχαμε πλήρη θέα και μπορούσαμε τώρα να κινούμαστε ελεύθερα στον εξώστη. Τρέχαμε από τη μια άκρη στην άλλη για να βλέπουμε καλύτερα, νομίζοντας ότι η αστυνομία πυροβολούσε στον αέρα για να εκφοβίσει τους διαδηλωτές… Ένας όμως από μας παρατήρησε τον αστυνομικό που γονάτισε λίγα μέτρα από το μέρος, και μας φώναξε… «αυτός βαράει στο ψαχνό!» Κοιτάξαμε με προσοχή στο πλήθος και είδαμε αίμα… Ένα αγόρι ως δεκαπέντε χρονών είχε πέσει ακριβώς μπροστά μας μέσα σε μια κόκκινη λίμνη. Ένα εικοσάχρονο κορίτσι ήταν γεμάτο αίματα λίγο πιο κάτω.

«Ας καλυφθούμε καλύτερα», φώναξε κάποιος, «οι άνθρωποι αυτοί βάλλονται και μπορεί κανένας από το πλήθος να παλαβώσει και να αρχίσει να ρίχνει πάνω στις αστραφτερές στολές μας». Ακολουθήσαμε τη σοφή αυτή συμβουλή και παρόλο που εξακολουθήσαμε να μένουμε στον εξώστη, φροντίσαμε τουλάχιστο να καλυφτούμε πίσω από τις χοντρές τετράγωνες κολόνες του. Τη στιγμή εκείνη μόνο εφτά άτομα είχαμε μείνει στον εξώστη, έξι αμερικανοί αξιωματικοί κι ένας Έλληνας δημοσιογράφος.

Δέκα λεπτά μετά την έναρξη των ομαδικών πυρών, μια χειροβομβίδα έσκασε στον κενό χώρο ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία. Ποιος την έριξε; Όλοι μας στον εξώστη μαζευτήκαμε και προσπ0αθήσαμε να αποφανθούμε. Η χειροβομβίδα δεν ήταν ισχυρή και δεν προκάλεσε θύματα σε καμιάν από τις δύο πλευρές, παρά μόνο άφησε μια μαύρη κηλίδα πάνω στην άσφαλτο. Αν και κανένας μας δεν είδε να πέφτει η χειροβομβίδα, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι δεν προερχόταν από το πλήθος, γιατί τους κοιτάζαμε όλη των ώρα, ενώ οι αυστυνομικοί βρίσκονταν αριστερά μας και θα κινδυνεύσαμε αν βγαίναμε από το προκάλυμμά μας για να τους δούμε. Επιπλέον, κανένας μας δεν είδε κάποιον απ’ το πλήθος να πυροβολεί.

Μια σκέψη παρηγοριάς πέρασε από το κεφάλι μου σήμερα καθώς παρακολουθούσα τη δραματική αυτή σκηνή. Μου τη γέννησε η συμπεριφορά του πλήθους. Μ’ έκανε να νιώθω περήφανος που ήμουν από το ίδιο αίμα μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί, το πλήθος έμεινε ακίνητο για μια στιγμή, σαν ζαλισμένο από το χτύπημα, ύστερα έπεσε μπρούμυτα κάτω. Σε ορισμένα σημεία το πλήθος ήταν πυκνό, οι άνθρωποι έπεφταν σωρός ο ένας πάνω στον άλλο. Καθώς τα πυρά συνεχίστηκαν, και αντιλαμβανόμενοι πως ανάμεσά τους υπήρχαν λαβωμένοι, οι διαδηλωτές άρχισαν να σκορπάνε. Η πλατεία όμως ήταν πολύ ανοιχτή και ήταν δύσκολο να βρουν κάλυμμα. Μερικοί έτρεξαν πίσω από τους μεγάλους πέτρινους όγκους του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, άλλοι προσπαθώντας πέσανε χάμω και πληγώθηκαν. Άλλοι πάλι δοκίμασαν να πηδήξουν μέσα στον κήπο των Νυμφών της Πλατείας Συντάγματος που είναι έξι μέτρα ψηλά σε κείνο το μέρος και πρέπει πρώτα να περάσεις μέσα από ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα. Οι περισσότεροι όμως από το πλήθος στάθηκαν εκεί που βρίσκονταν ακόμα κι όταν αραίωσαν οι πυροβολισμοί. Τελικά τα πυκνά πυρά σταμάτησαν ύστερα από είκοσι σχεδόν λεπτά και το πλήθος έτρεξε να καλυφθεί. Μερικοί πολεμόχαροι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν ούτε τότε να πάψουν να πυροβολούν από κοντά τον κόσμο που έτρεχε να κρυφτεί.

Όταν η Πανεπιστημίου άδειασε, μπορέσαμε να δούμε μόνο νεκρούς και πληγωμένους. Τα πτώματα ήταν σκόρπια παντού και σ’ άλλα σημεία υπήρχαν λίμνες από αίμα που άφησαν μερικοί λαβωμένοι τους οποίους φίλοι μετέφεραν αλλού. Οι διαδηλωτές ξαναγύριζαν τρέχοντας στην πλατιά λεωφόρο σαν τρελοί, γυρεύοντας του δικούς τους, που τους είχαν χάσει μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλά κι αυτούς οι αστυνομικοί τους πυροβόλησαν. Μια νεαρή κοπέλα ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της Πλατείας Συντάγματος και σταμάτησε στο μέσο της Πανεπιστημίου πλάι στο σώμα ενός νέου που δεν κουνιόταν πια. Έμεινε εκεί αρκετό διάστημα αγκαλιάζοντας και φιλώντας το άψυχο σώμα. Αίμα και λάσπη είχαν λερώσει την ανοιχτόχρωμη φούστα της.

Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν με διαλείμματα, παρόλο που στη λεωφόρο δεν έμεναν παρά οι πληγωμένοι. Φίλοι και συγγενείς στέκονταν στις άκρες παρακαλώντας την αστυνομία να τους επιτρέψει να ψάξουν για τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα.

Μισή ώρα αφότου άρχισαν οι πυροβολισμοί αφήσαμε το μεγάλο μας εξώστη και πήγαμε στην άλλη πλευρά του κτιρίου απ’ όπου μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε καλύτερα τις ενέργειες της αστυνομίας. Εκεί είδαμε έναν Αμερικανό ανταποκριτή, που αρχικά βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος, να παρακαλεί τους αξιωματικούς της αστυνομίας να σταματήσουν το φονικό. Ήταν φανερό ότι δεν πέτυχε να τους πείσει. Τότε πήρε μαζί του έναν Βρετανό ταγματάρχη και μπήκε στη Διεύθυνση της Αστυνομίας, στην άλλη πλευρά του δρόμου. Μερικά λεπτά αργότερα ένας αξιωματικός βγήκε κι έδωσε τη διαταγή της κατάπαυσης του πυρός.

Μια ώρα είχε περάσει από τους πρώτους πυροβολισμούς και το πλήθος δεν άφηνε τη σκηνή του δράματος. Οι διαδηλωτές είχαν αδειάσει την Πανεπιστημίου, αλλά κυκλοφορούσαν στους γύρω δρόμους και στην Πλατειά Συντάγματος. Οι βρετανοί στρατιώτες έμειναν στα τανκς τους, δίνοντας αναφορά στο στρατηγείο τους για την κατάσταση, αλλά δεν πήραν μέρος στη συμπλοκή. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, τα τανκς άρχισαν να κινούνται. Άφησαν τη γωνιά που βρισκόμασταν και κατευθύνθηκαν στην πλατεία. Ο κόσμος για μια άγνωστη αιτία, ίσως για να εκδηλώσουν την αποδοκιμασία τους προς τη συμπεριφορά της αστυνομίας, άρχισε να χειροκροτεί τους βρετανούς στρατιώτες και ο ήχος των χειροκροτημάτων γέμισε τον αέρα καθώς τα τανκς κινήθηκαν προς την πλατεία με ανοιχτούς τους πυργίσκους τους. Τότε κάποιος από το πλήθος αναγνώρισε τις αμερικάνικες στολές μας στον εξώστη του ξενοδοχείου και άρχισε να μας χειροκροτεί. Το πλήθος άρπαξε το χειροκρότημά του κι άρχισε να φωνάζει ρυθμικά «Ρούσβελτ… Ρούζβελτ…». Τα χειροκροτήματα προς τη μεριά μας ήταν δυνατά και παρατεταμένα. Όλοι μας νιώσαμε κάποια ντροπή, που ο κόσμος μας φερνόταν μ’ αυτό τον τρόπο σε μια τόσο φοβερή περίσταση και δεν ξέραμε τι να κάνουμε.

«Στην πλατεία, στην πλατεία!», άρχισαν να φωνάζουν οι επικεφαλής των διαδηλωτών. Πυροβολισμοί δεν ακούγονταν πια κι ο κόσμος ξεκίνησε για την Πλατεία Συντάγματος με μεγάλη τάξη. Καθώς οι διαδηλωτές προχωρούσαν, συγκινητικές σκηνές αγάπης κι αφοσίωσης ξετυλίγονταν μπρός στα μάτια μας. Οι νεκροί κι οι λαβωμένοι είχαν μεταφερθεί και μόνο λίμνες αίματος έμειναν εδώ κι εκεί για να θυμίζουν τι είχε συμβεί λίγα λεπτά πρωτύτερα. Ομάδες νέων σταματούσαν μπροστά στις λίμνες αυτές κι οι αντιδράσεις ποικίλλανε ανάλογα με τα συναισθήματα του καθενός. Μερικοί κλαίγανε, άλλοι έκαναν το σταυρό τους κι άλλοι ορκίζονταν εκδίκηση. Πολλοί μαζεύτηκαν γύρω από μιαν αιμάτινη λίμνη κοντά στον εξώστη μας όπου ένα κορίτσι έκλαιγε από αρκετή ώρα και προσπαθούσε να προφυλάξει το χυμένο αίμα μιας φίλης της. Γνωστοί της δοκίμασαν να την απομακρύνουν, αλλά αρνήθηκε να κουνηθεί. Στο τέλος μερικοί άρχισαν να κόβουν κλαριά από τα γύρω δέντρα και να τα στοιβάζουν πάνω στο αίμα. Ύστερα φτιάξαν έναν πρόχειρο σταυρό με δυο χοντρότερα κλαδιά και τον έστησαν πάνω στη στοίβα, έτσι που σχημάτισαν έναν αυτοσχέδιο τάφο. Όταν ξαναπέρασα από το ίδιο μέρος δύο ώρες αργότερα τα κλαριά που σκέπαζαν το αίμα καθώς κι ο σταυρός βρίσκονταν ακόμα εκεί για να θυμίζουν το άδικα σκοτωμένο νέο κορίτσι.

Κατεβήκαμε από τον εξώστη και χωρίσαμε με τον Γιώργο που είχε πια κουραστεί και ήθελε να φύγει. Τράβηξα προς την πλατεία που την είχε κατακλύσει ένα τεράστιο πλήθος. Κάποιος έδωσε το σύνθημα να γονατίσει ο κόσμος κι όλοι πέσανε στα γόνατα κι άρχισαν να τραγουδάνε ένα συγκινητικό πένθιμο εμβατήριο που μ’ έκανε να νιώθω ρίγη στη ραχοκοκαλιά: «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς σε άνιση πάλη κι αγώνα/ … ψωμί, Λευτεριά και Τιμή του λαού/ γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα…¨

Έμεινα λίγες στιγμές στην πλατεία κι άκουσα μερικές από τις ομιλίες, γρήγορα όμως ένιωσα ψυχική κόπωση κι έφυγα. Ανεβαίνοντας τη λεωφόρο Κηφισίας, συνάντησα έναν Έλληνα φίλο και σταμάτησα να του πω ένα «Γεια σου!». Από δω, αστυνόμος Δημήτρης…», είπε ο φίλος μου, και αντάλλαξα χειραψία μ’ έναν άντρα τριανταπεντάρη περίπου με πολιτική περιβολή. «Γιατί σήμερα, ειδικά με πολιτικά;», ρώτησα για ν’ αστειευτώ. «Πες του την ιστορία σου» τον παρότρυνε ο φίλος μου, «είναι αμερικανός αξιωματικός και θέλει να μάθει τι συνέβη». Ο αστυνομικός είπε ότι ήταν γνωστός στη δύναμη σαν φιλοεαμικός και ότι σ’ αυτόν καθώς και σ’ όλα τα άλλα φιλοεαμικά στοιχεία είχε δοθεί άδεια το τελευταίο διήμερο, ενώ οι υπόλοιποι αστυνομικοί εκπαιδεύονταν στη χρήση των νέων βρετανικών αυτόματων όπλων και στον τρόπο αντιμετώπισης των διαδηλωτών. Στη θέση των φιλοεαμικών αστυνομικών προσέλαβαν τελευταία άλλους, έμπιστους.

Οι ομιλίες στην πλατεία τέλειωσαν σε λίγο και μεγάλα ειρηνικά συλλαλητήρια σχηματίστηκαν στους κεντρικούς δρόμους προς όλες τις κατευθύνσεις. Ένα τέτοιο συλλαλητήριο με πρόλαβε στη λεωφόρο Κηφισίας και το ακολούθησαν ώσπου έφτασε στην Αμερικάνικη Πρεσβεία. Εκεί το πλήθος σταμάτησε πίσω από το δάσος των συμμαχικών σημαιών – που ανάμεσά τους κυριαρχούσε η αστερόεσσα – κι ο αέρας δονήθηκε για αρκετή ώρα από ρυθμικές φωνές «Ζήτω η Αμερική!» και «Ρούσβελτ, Ρούσβελτ».

Ακολουθώντας πάντα τους διαδηλωτές τράβηξα βορεινότερα. Μπροστά στην κατοικία του Πρωθυπουργού Παπανδρέου είδα παραταγμένη μια ισχυρή αστυνομική δύναμη. Είχα ήδη ακούσει πως είχαν ριχτεί πυροβολισμοί προηγούμενα σε κείνο το μέρος και ήθελα να μάθω περισσότερα. Ένας αμερικανός δημοσιογράφος έσμιξε μαζί μου κι οι δυο μας δοκιμάσαμε να πάρουμε πληροφορίες. Στο πεζοδρόμιο, μπροστά από την κατοικία έβλεπες τα σημάδια μιας χειροβομβίδας που είχε εκραγεί. Ρωτήσαμε τον επικεφαλής αστυνομικό, «τι συνέβη;». Ένας διαδηλωτής, μας είπε, κρατούσε στο χέρι μια χειροβομβίδα, έτοιμος να τη ρίξει μέσα στο σπίτι, αλλά το μηχάνημα έσκασε ξαφνικά και σκότωσε τον ίδιο. Ένας άλλος διαδηλωτές σκοτώθηκε από τους πυροβολισμούς που ακολούθησαν.

«Λέει ψέματα!», φώναξε ένας νέος από το πλήθος που μας αναγνώρισε ως Αμερικανούς. «Κανένας διαδηλωτής δεν έριξε χειροβομβίδα. Αστυνομικός την έριξε, και η αστυνομία σκότωσε και τον άλλο διαδηλωτή. Ήμουν εδώ όταν έγινε αυτό». Ο αξιωματικός της αστυνομίας είχε φρενιάσει. Έδωσε εντολή να αδειάσει ο δρόμος από το πλήθος και μας είπε σε αυστηρό τόνο να φύγουμε κι εμείς.

Έτσι πέρασε η πλούσια σε γεγονότα μέρα μου. Γύρισα στο Γραφείο και προσπάθησα να γράψω την έκθεσή μου, αλλά όσο κι αν πάσκισα, δεν μπόρεσα να χαράξω ούτε γραμμή. Ευτυχώς αργά το απόγευμα όλοι μας, όσοι είχαμε παρακολουθήσει τα συμβάντα, πήραμε οδηγίες να συντάξουμε μια συλλογική έκθεση αντί να δώσουμε ο καθένας χωριστά τη δική του. Αυτό με γλύτωσε από ένα μεγάλο μπελά κι από ένα άγχος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, εκτός από μερικές επουσιώδεις λεπτομέρειες, όλοι μας συμφωνήσαμε για όσα είδαμε και όλοι μας καταλήξαμε στα ίδια σχεδόν συμπεράσματα για τα γεγονότα. Η μόνη διαφωνία που ανέκυψε κατά τη σύνταξη της έκθεσης ήταν πάνω στη χρονική διάρκεια των πυκνών πυροβολισμών. Μερικοί ισχυρίζονταν πώς κράτησαν ολάκερη ώρα, άλλοι μόνο λίγα λεπτά. Κανένας δεν είχε σκεφτεί να κοιτάξει το ρολόι του! Τελικά, πήραμε ένα μέσο όρο κι αποφανθήκαμε πως τα πυκνά πυρά κράτησαν είκοσι λεπτά. Κι αυτό φαίνεται να είναι πιο κοντά στην αλήθεια.

Τι μέρα!»

Στο προσεχές βιβλίο του Ηλία Θερμού θα δημοσιευθούν επίσης κείμενα από τους κορυφαίους Αμερικανούς δημοσιογράφους όπως ο Leland Stowe, καθώς και του ιστορικού Λευτέρη Σταυριανού.

ΥΓ Παρακαλούνται οι αναγνώστες, πριν σχολιάσουν τα παραπάνω κείμενα, να ανατρέχουν στα σχετικά ιστορικά αρχεία. Κάθε σχολιασμός πρέπει να είναι ενυπόγραφος.

Η ιστορική έρευνα απαιτεί αρετή και τόλμη όπως λέει ο ποιητής για να φωτιστούν τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας με τον εντοπισμό πρωτίστως πρωτογενών πηγών.

* Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Καθηγητής της έδρας Jean Monnet στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση και Εξωτερική Πολιτική. Email: thermos@uom.gr

______________________________________
6 Το κείμενο δημοσιεύθηκε επίσης το 1976 στο βιβλίο του Κώστα Κουβαρά OSS – Με την Κεντρική του ΕΑΜ, όπου παραθέτει τα γεγονότα. Ο Κώστας Κουβαράς ήταν ο αρχηγός της μυστικής Αμερικανικής Αποστολής Περικλής του OSS στην κατεχόμενη Ελλάδα.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>