Ο Μαστρομήτσος ο Καπνιάς και το φυσερό του | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Φεβ 5th, 2022

Ο Μαστρομήτσος ο Καπνιάς και το φυσερό του

Του Παναγιώτη Σκληρού

1_sideras

Μετρίου αναστήματος αλλά ροδαλός, με κοιλίτσα, πολύ χιουμορίστας που πάντα έκανε τις πλάκες του με τους πελάτες ή τους περαστικούς, ο μπάρμπα Μήτσος ο Παρίσης, ήταν ο σιδεράς στο χωριό μας. Ο άνθρωπος που έπιανε ένα κομμάτι σίδερο και το ‘φτιαχνε γκασμά, τσεκούρι, πέταλα για τα άλογα και τα γαϊδούρια, καρφιά, βαριοπούλα, κάγκελα για τα μπαλκόνια, κλαδευτήρια, δρεπάνια, αμπάρες για πόρτες και σφήνες, ρόδες για τα κάρα, γενιά για το όργωμα, επισκεύαζε δε ακόμα και προπέλες (έλικες) για τα καΐκια… Δεν ήταν βέβαια ο..Κουταλιανός αλλά με την τέχνη και την τεχνική του, μεταμόρφωνε το σίδερο σε εργαλείο.

2_sideras

Τα δικά του βασικά του εργαλεία ήταν ένα τεράστιο αμόνι που πάνω του σμίλευε κυριολεκτικά το σίδερο με την βαριά και του έδινε μορφή με την βοήθεια της φωτιάς. Είχε ακόμα τη μέγγενη για να σφίγγει γερά τα σίδερα και πολλές τσιμπίδες και σφυριά που άλλοτε ήταν πεταμένα καταγής ή τοποθετημένα με τάξη γύρω απ το αμόνι.

3_sideras

Η φυσούνα ή φυσερό ήταν ακόμα ένα από τα πιο απαραίτητα εργαλεία στο σιδηρουργείο. Ήταν συνδεδεμένη με το καμίνι που έκαιγαν πετροκάρβουνο για την παραγωγή υψηλής θερμότητας. Η φυσούνα αποτελείται από δύο βασικά μέρη: τον μοχλό και την φυσαρμόνικα. Τραβώντας το σκοινί, ανεβοκατεβαίνει το κάτω μέρος της φυσούνας για να φυσά δυνατά και να διατηρεί την φωτιά του. Για ν΄ ανάψει η φωτιά και να πυρώσει το σίδερο χρειαζόταν αέρα που του έδινε απλόχερα το τεράστιο φυσερό κι έτσι άναβε το πετροκάρβουνο που το έλεγαν και κοκ.

5_sideras

Το κοκ το ’παιρνε ο Μαστρομήτσος από ένα σωρό που είχε στην άκρη του μαγαζιού και το πέταγε με τις χούφτες στη μπούκα του φυσερού κι έτσι τα χέρια του ήταν όχι μαύρα αλλά «κατίμαυρα»… Γι αυτό και συχνά δεν τον λέγαμε ο Μήτσος ο Παρίσης αλλά ο Μήτσος ο Καπνιάς ή ο μπάρμπα Καπνιάς. Ήταν πάντα μουτζουρωμένος, πολύ μουτζουρωμένος. Χέρια, μέτωπο, μάγουλα, παντού μαυρίλα..

Το τεράστιο φυσερό θυμάμαι ότι ήταν κρεμασμένο στην κορυφή του πάμφτωχου και πολύ καπνισμένου εργαστηρίου του, γεμάτο από κάθε λογής έτοιμα σιδερικά αλλά και γεωργικά εργαλεία που του άφηναν οι αγρότες να τα επιδιορθώσει, όταν κατέβαιναν στη Βασιλική, στο παζάρι της Κυριακής ή να φέρουν τα προϊόντα τους σε κάνα έμπορο η στο καΐκι για το Θιάκι… Πήγαιναν στην ταβέρνα του Μιμίκου ή του Βαγγελάρα για ένα γιουβέτσι ή καμιά πατσά, έπιναν τα ουζάκια τους και γύριζαν να πάρουν τα επισκευασμένα εργαλεία τους κι αμέσως επιστροφή στο χωριό τους.

Φορούσε ένα καπέλο με το γείσο προς τα πίσω και μια σκληρή ποδιά δεμένη απ΄ το χοντρό του σβέρκο και δούλευε μόνος του. Καμιά φορά που έπρεπε αυτός να δουλεύει τα σφυριά και χρειαζόταν πολύ φωτιά, φώναζε τον Γιώργο απ΄ την Κοντάραινα και τον βοηθούσε όταν έπεφτε πολύ δουλειά. Τον βοηθούσε δηλαδή μόνο και μόνο να τραβάει το σχοινί απ΄ το φυσερό και να δίνει αέρα στη φωτιά για να λιώνουν τα σίδερα. Μπορεί να βάραγε και καμιά σφυριά σε χοντρό σίδερο γι΄ αυτό ο Γιώργος ήταν πιο νέος αλλά όχι τεχνίτης.

4_sideras

Επίσης τον βοηθούσε σε μια δύσκολη εργασία που ήταν όταν έπρεπε να κάνουν τρύπα στο σίδερο. Με την πόντα σημάδευαν το σημείο, το ζέσταιναν πολύ -σχεδόν λιώμα- και μ΄ ένα ματικάπι (τριβέλι) έκαναν την τρύπα, ρίχνοντας συνέχεια λάδι. Εμείς που είχαμε σπίτι κοντά στο σιδηρουργείο του, περνούσαμε και του λέγαμε καμιά καλημέρα στα πεταχτά γιατί έτσι μαυρισμένος που ήταν τον φοβόμαστε κιόλας.

Μάλιστα όταν μας διάβαζε ο δάσκαλος μας ο Ταξιάρχης ο Πολίτης για τους θεούς του Ολύμπου, νομίζαμε ότι στο πρόσωπό του βλέπαμε τον Ήφαιστο. Όταν ο Ήφαιστος σφυροκοπούσε πάνω στο αμόνι τη φωτιά και το σίδερο, χαλκεύοντας την άτρωτη ασπίδα και το δόρυ της Αθηνάς, βρισκόμασταν στο πρώτο σιδηρουργείο. Έφτιαξε ακόμη τα σιδερένια, φτερωτά σανδάλια του αγγελιαφόρου Ερμή και την τρίαινα του Ποσειδώνα, για να ανταριάζει την θάλασσα. Φιλοτέχνησε και ένα μασίφ περίτεχνο θρόνο (λέω τώρα), για να εξιλεώσει την θυμωμένη Ήρα. Η ανακάλυψη της φωτιάς, ήταν τόσο ευεργετική για τον άνθρωπο. Έτσι έμοιαζε στα μάτια μας ο μπάρμπα Μήτσος, σαν τον Ήφαιστο!

Για τη συγκόλληση των μετάλλων οι σιδεράδες χρησιμοποιούσαν το μπουράζο, το οποίο ήταν μια σκόνη, κάτι σαν άμμος θαλάσσης, που έριχναν επάνω στο πυρακτωμένο μέταλλο και στο σημείο ακριβώς όπου επρόκειτο να γίνει η συγκόλληση για να καθαρίσει τις επιφάνειες. Στη συνέχεια χτυπούσαν τα σημεία επαφής με σφυριά και μόλις το μέταλλο κρύωνε, η κόλληση είχε πραγματοποιηθεί.

Όσο για το τρόχισμα – ακόνισμα των μετάλλων ώστε να μην έχουν σκλήθρες και πληγώνουν τα χέρια, χρησιμοποιούσαν τροχό από στουρνάρι (πυριτόλιθο) που ο Καπνιάς το έβρισκε σε διάφορα σημεία του χωριού κυρίως στον Όξου Κόντρο ή στο χείμαρρο, στο Χαλιά. Την πέτρα αυτή, ύστερα από κατάλληλη κατεργασία, ώστε να γίνει κυλινδρική, την τοποθετούσαν επάνω σε έναν αυτοσχέδιο τρίποδο μηχανισμό και την έκανε να περιστρέφεται, πατώντας ρυθμικά ένα μοχλό με το πόδι.

Ο μπάρμπα Μήτσος ήταν βέρος μπουρανέλος αλλά η Βασιλική που μάζευε όλα τα πίσω χωριά στην αγορά της σαν κέντρο κι επίνειο, προσέλκυσε πολλούς τεχνίτες απ΄ τη χώρα για να δουλέψουν, όπως ο Σπ. Δρακάτος ο ξυλουργός που παντρεύτηκε στην Κοντάραινα, ο Βασίλης ο Πεντεσπίτης που έφτιαχνε και μπάλωνε παπούτσια κ.α..

Επιπλέον οι χονδρέμποροι της Βασιλικής, οι περισσότεροι ήταν Δραγανίτες κι είχαν γυρίσει απ την Αργεντινή ή την Αμερική που είχαν πάει μετανάστες όπως οι Κατωποδαίοι, ο Γεράσιμος ο Κατσίκας, ο Μελάς, ο Φλίππος κι ο Πέτρος ο Καπέος, ο Γιάννης Δρακάτος, ο Ανυφαντής με καταγωγή απ΄ το Σύβρο μα κι ο Σπύρος ο Ζώγκος απ τον Αη Πέτρο. Κι είχαν καλές δουλειές μιας και για να πας στη χώρα στα παρόμοια μαγαζιά ήθελες κοντά δυο μέρες χαμένες. Τα χάβρικα, τα σιδεράδικα δηλαδή στη χώρα ήταν μαζεμένα στην περιοχή τα Άη Μηνά, κοντά στα παλιά χάνια. Ήταν εκεί κοντά για να προμηθεύουν άμεσα τους πεταλωτές, πέταλα για τα άλογά τους που έφταναν μ΄ αυτά στη χώρα. Πολλές φορές ήταν και οι ίδιοι οι σιδεράδες, πεταλωτές.

Έμενε μόνος του ο Μήτσος ο Καπνιάς σ ένα ξύλινο δωματιάκι δίπλα στο εργαστήριό του αλλά ερχόταν κι η γυναίκα του η κ. Νία μια φορά το μήνα για να τον πλύνει, να του φτιάξει κάνα φαΐ γιατί έτρωγε στην ταβέρνα του Μιμίκου ή του Πλακίδα που ήταν κοντά στο μαγαζί του. Δεν μαγέρευε ο μπάρμπα Μήτσος, δεν τόχε… Όταν ερχόταν η κ. Νία, ακούγαμε φωνές απ΄ το σπίτι και το μαγαζί, λες κι ερχόταν για να τσακωθούνε. Μιλάγανε δυνατά που τους άκουγε όλο το χωριό. Φαίνεται ότι συνηθισμένος ο Καπνιάς να καλύπτει η φωνή του τα γκάπα γκούπα των σιδερικών, είχε συνηθίσει και μιλούσε φωναχτά. Η κ. Νία αρκετές φορές ερχόταν μ’ ένα μεγάλο φορτηγό VOLVO του ΤΑΟΛ που έφερνε ή έπαιρνε απ’ το εργοστάσιο στη Βασιλική, μούστο ή κρασί. Έμενε δυο τρεις μέρες κι έφευγε.

Τα καλοκαίρια έμενε πιο πολύ κι έφερνε και το γιο της τον Μάκη που πρέπει νά’μαστε συνομήλικοι και κάναμε και παρέα στα μπάνια, κάτου στην άμμο πού ήτανε ζεστά και ρηχά τα νερά γιατί δεν ήξερε μπάνιο. Ήταν πολύ καλός μα και ζωηρός ο Μάκης, μας πείραζε όλους και πάντα κάτι είχε στο στόμα του κι έτρωγε, ολόιδια συνήθεια που -αν το θυμάστε- την συνέχιζε όλα του τα χρόνια ανεβοκατεβαίνοντας στο παζάρι της πόλης. Ο Μάκης μας «άφησε» πρόσφατα, δυστυχώς. Το σπίτι τους στη χώρα, είναι στην οδό Μαυρομάτη, ακριβώς δίπλα απ’ του Φλίππου του Μιχελή. Το θυμάμαι γιατί αργότερα που πήγα στο γυμνάσιο κι έμενα αναγκαστικά στη χώρα, έμενα στου Μιχελή (στην κυρά Μαρία) με την απότομη σκάλα μαζί με καμιά δεκαριά ακόμα χωριατόπαιδα σε 2-3 δωμάτια γιατί το σπίτι ήταν μεγάλο, δίπλα στου Μάκη του Παρίση κι έτσι τον συναντούσα.

Στα χέρια του μπάρμπα Καπνιά το σίδερο έπαιρνε πολλές μορφές. Ήταν ένας εργάτης αλλά κι ένας γλύπτης, ένας καλλιτέχνης αφού σε κάθε σπίτι υπήρχαν δικά του «έργα». Μκάζει που λέει κι ο φίλος μου ο Πάνος ο Καββαδάς ότι το χωριό μου ξυπνούσε από τις μηχανές των ψαροκάικων κι απ΄ το γκάπα γκούπα του Μαστρομήτσου. Οι σιδεράδες πάντα έπρεπε να σηκωθούν χαράματα και να αρχίσουν δουλειά, νωρίς το πρωί, γιατί η νύχτα «πέταγε δουλειά», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Κ΄ άμα κανένας του έπιανε την πάρλα πρωί πρωί είχε τον τρόπο να τον διώξει. Με μια σιδερόβεργα χτυπούσε την οροφή που ήταν από τσίγκο και πέφτανε όλες οι κάπνες πάνω σ΄ αυτόν που τον απασχολούσε!

Τους σιδεράδες σε άλλα μέρη τους λέγανε γύφτους ή χάβρους αλλά εμείς τον μπάρμπα Μήτσο τον λέγαμε Καπνιά. Έτσι κι αλλιώς δεν έμοιαζε με γύφτος γιατί ήταν όπως είπα ροδαλός. Ήταν ένας δικός μας άνθρωπος που τον χρειαζότανε όλοι και με τον χαρακτήρα του έγινε αγαπητός σ΄ όλους μας. Κι επιπλέον σεβόταν τις παραδόσεις του τόπου μας, όπως π.χ. τη Μεγάλη Εβδομάδα που «ξαρμάτωνε» και γύριζε ανάποδα τ’ αμόνι και τα σφυριά του και έκανε «σκόλη» γιατί δεν «έπρεπε» κατά το έθιμο να σφυροκοπάει σίδερα, γιατί «αυτό το έκαναν οι Οβραίοι που έφτιαξαν καρφιά και σταύρωσαν το Χριστό» (!), όπως έλεγε…

Παναγιώτης Σκληρός

Μκάζει = νομίζω, μου φαίνεται ότι..

Σκόλη = αργία

Αμπάρα = σιδερένια ή ξύλινη κόντρα για την ασφάλεια της εξώπορτας

Γενί = το υνί για το άροτρο

Αμόνι = βαρύ σταθερό σίδερο που πάνω τους σφυροκοπούσαν τα σίδερα

Μέγγενη = μεγάλο σφιχτήρι

Κόκ = πετροκάρβουνο

Μπουράζο = σκόνη καθαρισμού των μετάλλων για συγκόλληση

Κατίμαυρος = πιο μαύρος κι από..κατάμαυρος

Στουρνάρι = πέτρα που περιέχει πυρίτιο και πετάει σπίθες

Ξαρματώνει = δεν χρησιμοποιεί τα εργαλεία

Πόντα = εργαλείο σιδερένιο με μύτη για ν αφήνει σημάδι στα σίδερα

Ματικάπι- τριβέλι = τρυπάνι χειροκίνητο

(Kοινοποιήθηκε από τον Παναγιώτη Σκληρό στη δημόσια ομάδα «Λευκαδίτικα Νέα» που διατηρεί η σελίδα μας στο fb).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>