Η Χαρουπιά (Κερατέα η έλλοβος) και τα ξυλοκέρατα
Την φωτογραφήσαμε πρόσφατα στο Βλυχό Λευκάδας, κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Το επίσημο όνομα της Χαρουπιάς είναι Ceratonia siliqua (Κερατέα η έλλοβος) και προέρχεται από την ελληνική λέξη κέρας και τη λατινική siliqua, υποδηλώνοντας το σχήμα και τη σκληρότητα του κεράτου.
Η χαρουπιά είναι γνωστή κατά τόπους ως ξυλοκερατιά, κουτσουπιά, χαρουπιά ή τερατσιά και ο καρπός της ξυλοκέρατο, χαρούπι ή τεράτσι. Όπως αναφέρει ο Πανταζής Κοντομίχης το ξυλοκέρατο χρησιμοποιούταν στον τόπο μας στη λαϊκή ιατρική: “Περί κοιλιάς όπου τρέχει αίμα. Βράσε ξυλοκέρατο και τριαντάφυλλα με σουμάκι (ρους ο βυρσοδεψικός, βαφικός. σ.σ.) και ανακάτωσον με κρασί δός να πίνει.”
Η χαρουπιά ήταν δέντρο ιθαγενές της Συρίας, ωστόσο εδώ και αιώνες απαντά αυτοφυόμενο και καλλιεργείται στις μεσογειακές χώρες: Ελλάδα, Μ. Ασία, Βόρειο Αφρική, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, νησιά της Μεσογείου, περιλαμβανομένης και της Κύπρου.
Ο Θεόφραστος (4ος αι. π.Χ.) ονομάζει τη χαρουπιά «κερωνία». Από άλλους ο καρπός ονομάστηκε «αιγύπτιο σύκο», εσφαλμένα εφόσον πατρίδα της χαρουπιάς είναι η Συρία. Αργότερα, ο Έλληνας ιατρός Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) ονόμασε την χαρουπιά «κερατέα» και τον καρπό της «κεράτιο». Από την κερατέα και το κεράτιο προέκυψε και το όνομα ceratonia από τους Λατίνους.
Πριν από τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. δεν φαίνεται να είχε διαδοθεί η καλλιέργεια της χαρουπιάς στη Μεσόγειο, αφού ο Γαληνός ευχόταν τα χαρούπια να μην μεταφέρονται από τους τόπους όπου παράγονταν σε άλλες χώρες προς βρώση, επειδή τα θεωρούσε δύσπεπτα. Στη μακραίωνη καλλιέργεια της χαρουπιάς στη Μεσόγειο οφείλεται μάλλον το επίθετο «αποστολική», που δόθηκε στο δέντρο στην Κύπρο. Είναι πολύ πιθανόν οι αποκαλούμενες αποστολικές χαρουπιές να ονομάστηκαν έτσι είτε γιατί ο κόσμος πίστευε ότι μεταφέρθηκαν στη μεγαλόνησο από τους Αποστόλους ή επειδή ήταν αιωνόβια δένδρα που υφίσταντο από την εποχή των Αποστόλων. Τα χαρούπια ήταν γνωστά ως ιδανική τροφή των χοίρων, γεγονός το οποίο αναφέρεται και στην παραβολή του ασώτου στην Καινή Διαθήκη.
Υπάρχει και η άγρια χαρουπιά, ή αρκοτερατσιά, της οποίας ο καρπός είναι καστανού χρώματος, μικρού μεγέθους και ξυλώδης, ενώ αντίθετα της ήμερης και καλλιεργούμενης είναι μαύρος, μεγάλου σχήματος και ζαχαρώδης. Στο μαύρο χρώμα οφείλεται και η ονομασία μαύρος χρυσός. Το χαρούπι χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, για την παρασκευή δροσιστικών ποτών, για σερμπέτια, για χαρουπόμελο (τερατσόμελο) και βέβαια για το παστέλι. Το χαρουπόμελο χρησιμοποιείται σε πίτες και ζυμαρικά τα οποία παρασκευάζονται σε εορτές κατά τη διάρκεια νηστείας. Οι άωροι καρποί της χαρουπιάς χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στη βαφική.
Στην Κύπρο, τα χαρούπια είναι πιθανό να εμπλούτιζαν το διαιτολόγιο τόσο ανθρώπων και ζώων ήδη από την Νεολιθική Εποχή. Με το πέρασμα των χρόνων, ωστόσο, η επεξεργασία του καρπού τους απέκτησε μεγαλύτερη αξία, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε μία από τις βασικές δραστηριότητες της κυπριακής οικονομίας. Γραπτές μαρτυρίες σχετικά με την καλλιέργεια του δέντρου και την εξαγωγή χαρουπιών υπάρχουν ήδη από την Αρχαιότητα και αυξάνονται κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Περισσότερες γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν ιδιαίτερα από την περίοδο της Βρετανικής Διακυβέρνησης, οι οποίες καταδεικνύουν ότι, για πολλές αγροτικές περιοχές, τα χαρούπια και τα παράγωγα τους αποτελούσαν σημαντική πηγή εισοδήματος. Στα μεγάλα κέρδη που απέφεραν οι εξαγωγές τους οφείλεται ο χαρακτηρισμός «Ο μαύρος χρυσός της Κύπρου», που αποδόθηκε στο χαρούπι.
Η κυπριακή χαρουπιά εγγράφηκε το 2018 στον Εθνικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Πηγή για το κείμενο: Κυπριακή Εθνική Επιτροπή UNESCO