Τ΄ Αϊ-Βασιλειού με τους σέμπρους (Β) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Τ΄ Αϊ-Βασιλειού με τους σέμπρους (Β)

Της Κωνσταντίνας Γεωργακάκη

Συνέχεια από το Πρώτο Μέρος

Μέρος Δεύτερο

Ακούσαμε χτύπο στην πόρτα. Ξεκρέμασε τη λάμπα και πήγε ν΄ ανοίξει. Η κυρά Λισσάβω η σέμπρα τυλιγμένη στον παλιό της μουσαμά, με τις γαλότσες της κι ένα μπουκάλι λάδι στο χέρι είχε κατηφορήσει από το σπίτι στην άκρη του βράχου, πάνω από τη θάλασσα, μόλις σταμάτησε κάπως η βροχή, για ν΄ ανάψει τα καντήλια της Χάρης Του, μέρα που ξημέρωνε. Παραξενεύτηκε που είδε τον καπνό και κατάλαβε πως η Σόρα Κάτε είχε αποκλειστεί απ΄ τον καιρό.

9

Ήταν φιλενάδες αγαπημένες και συχνά τα μιλούσαν καθισμένες στα πεζούλια τ΄ Αϊ-Γιαννιού. Με τον άντρα της και τα πέντε παιδιά τους δούλευαν ολοχρονίς την ξένη περιουσία κι έμεναν στο μικρό σπιτάκι δίπλα από το μεγάλο των αφεντικών που δέσποζε στην άκρη του βράχου. Δούλευε σκληρά από φως σε φως αλλά ήταν πάντα γελαστή και γλυκομίλητη. Κάθε φορά που περνούσε απ΄ τον Αϊ-Γιάννη, έριχνε στη γη το δεμάτι με τα ξύλα ή το κλαρί για τα ζώα που κουβαλούσε στο κεφάλι της κι έπαιρνε μιαν ανάσα κοντά στη Σόρα Κάτε.

Απόψε έδειχνε ενθουσιασμένη που την έβλεπε και μας κάλεσε να περάσουμε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στο κονάκι της. Αψήφησε τους δισταγμούς της φιλενάδας της κι επέμενε να σβήσουμε αμέσως τη φωτιά και να πάμε μαζί της όχι μόνο για το δείπνο αλλά και για να περάσουμε όλη τη νύχτα κοντά τους.

Η Σόρα Κάτε υποσχέθηκε πως θα ανεβαίναμε για το δείπνο και μετά την αλλαγή του χρόνου θα γυρίζαμε να κοιμηθούμε στο κελλί, όπου η δυνατή φωτιά είχε διώξει πια την υγρασία. Η κυρά Λισσάβω χαμογελώντας πλατιά μας είπε πως θα μας περίμεναν και θα κρατούσαν δεμένα τα σκυλιά.

Η Σόρα Κάτε ετοίμασε τότε τα πιο υπέροχα τηγανόψωμα που είχε φτιάξει ποτέ. Βλαχοπούλες και βλαχόπουλα με ματάκια από σταφίδες, κοτσίδες και φέσι στο κεφάλι. Χάραξε κεντίδια με το πιρούνι, τα τηγάνησε στο καυτό λάδι, τα τοποθέτησε προσεκτικά στην απλάδενα, τα κούπωσε και τα τύλιξε στο καθαρό μεσάλι για να διατηρηθούν ζεστά.

Σκέπασε τα κούτσουρα με τη στάχτη για να διατηρηθεί η φωτιά, χαμήλωσε τη λάμπα, πήρε τα τηγανόψωμα, μου έδωσε να κρατώ εγώ το φακό κι αρχίσαμε ν΄ ανηφορίζουμε προς το σπιτάκι των σέμπρων. Η βροχή είχε σταματήσει αλλά η υγρασία περόνιαζε. Σκοτάδι πήχτρα, νερό και λασπουριά. Τα σκυλιά, με πρώτη τη Λάμια, μας μυρίστηκαν κι αγρίεψαν. Η κυρά Λισσάβω με το λαδοφάναρό της μας περίμενε στο τέλος του μονοπατιού και φώναζε στα σκυλιά να σταματήσουν. Η μυρωδιά των ξύλων που έκαιγαν, μας υποδέχτηκε μαζί με τα παιδιά και το σέμπρο που είχαν βγει στη λιθόστρωτη αυλή. Χαρές και γέλια για τούτο το απροσδόκητο συναπάντημα παραμονή Αϊ-Βασιλειού.

10

Το δωμάτιο ήταν ζεστό και στρωμένο με κουρελούδες. Μύριζε σέλινο από την σούπα που κόχλαζε στη μεγάλη κατσαρόλα πάνω στην πυροστιά του τζακιού. Μπροστά του, ένα χαμηλό στρογγυλό τραπέζι κι αντικριστά δυο ντιβάνια στρωμένα με βαριά υφαντά. Χαμηλά σκαμνάκια γύρω από το τραπέζι μάζευαν εκεί την οικογένεια. Τον σέμπρο, που κανένας δεν ήξερε το όνομά του και τον αποκαλούσαν έτσι όταν δεν ήταν παρών και «του λόγου σου» όταν ήσαν πρόσωπο με πρόσωπο, τις δυο μεγάλες κόρες του και τους τρεις γιους τους, ο μικρότερος απ΄ τους οποίους ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα. Τα αγόρια έπαιζαν με στραγάλια και με μια σβούρα, που την έριχναν στο κέντρο του μικρού τραπεζιού και σε κάθε πλευρά της ήταν γραμμένες εντολές: «πάρτα όλα, βάλε δύο, πάρε τρία…», έτρωγαν στραγαλοστάφιδα και μου έδωσαν κι εμένα να φάω και να παίξω, ενώ οι αδελφές τους έτρεχαν μέσα έξω με τις ετοιμασίες. Ο σέμπρος έπινε μαύρο κρασί ακουμπισμένος στη κορφή του ντιβανιού δίπλα στο τζάκι και πρόσφερε ένα ποτήρι και στη γιαγιά μου.

Η κυρά Λισσάβω γέμισε τα πήλινα πιάτα της μέχρι επάνω με την αυγοκομμένη κοτόσουπα. Στο τραπέζι έβαλαν μεγάλες φέτες δικό τους ψωμί, που μύριζε προζύμι και τυρί που έπηζαν οι ίδιοι, καθώς και τα κομμάτια της βρασμένης κότας. Καθένας είχε το δικό του ποτήρι με το μαύρο κρασί. Η Σόρα Κάτε με τη γλυκιά χαμηλή φωνή της ζήτησε από τον Κύριο των Δυνάμεων να ευλογήσει «την βρώσιν και την πόσιν μας» και στο δι΄ ευχών ζήτησε το έλεος του Αγίου Βασιλείου που είναι: «Πατήρ ορφανών και χηρών προασπιστής και πλούτος πένησι, των ασθενούντων η παράκλησις και των εν πλούτω κυβέρνησις, γήρως βακτηρία, παιδαγωγία νεότητος και μοναζόντων αρετή…»

Φάγαμε πραγματικά σαν βασιλιάδες, όπως μου είχε υποσχεθεί. Ο Αϊ-Γιάννης, γι΄ άλλη μια φορά, είχε οικονομήσει την περίσταση. Το κρασί με είχε ζαλίσει κι ένοιωθα τόσο ανάλαφρη σαν να μην είχα σώμα. Ένα κύμα χαράς μας ταξίδευε όλους σε άγνωστες θάλασσες. Γελούσαμε και κοιταζόμασταν στα μάτια. Ρολόι δεν υπήρχε και τα ζωντανά είχαν λουφάξει απ΄ την νεροποντή. Ο ουρανός ήταν πιασμένος και δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε την ώρα από τη θέση των άστρων. Έτσι, υποδεχτήκαμε τον καινούργιο χρόνο στην τύχη και χαθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου…

5

Ούτε κατάλαβα πότε και πως βρέθηκα πίσω στο κελλί στο κρεβάτι μου. Ξύπνησα το πρωί επειδή μια ακτίνα από το φεγγίτη έφτασε στα μάτια μου. Δίπλα μου υπήρχε ένα κουτί από χαρτόνι και μέσα σ΄ αυτό το κουτί στερεωμένη με σπάγγο από τα πόδια και το λαιμό μια πάνινη κούκλα ντυμένη βλαχοπούλα… Με τις μαύρες κοτσίδες της, τα γιορντάνια της, την ποδιά της, το δαντελένιο μπούστο και τα παπουτσάκια της, με τα όλα της…

Την αγκάλισα μαζί με το κουτί χωρίς να μπορώ να το πιστέψω και τότε άκουσα τη φωνή του πατέρα μου, που ανήσυχος είχε έρθει να δει τι γίναμε.

Όλη εκείνη τη μέρα γύριζα με την κούκλα στην αγκαλιά μέσα στο κουτί της και μυστικά μέσα μου ευχαριστούσα τον Αϊ-Βασίλη που Άγιος ήταν κι όπου ήθελε μπορούσε να πάει κι έτσι έφτασε και μέχρι το μικρό κελλάκι μας στη μέση της ερημιάς και της άγριας νύχτας.

(Από το βιβλίο Σόρα Κάτε, Εκδόσεις Στοχαστής, 2007)

28616* Η Κωνσταντίνα Γεωργακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασκεί μαχόμενη δικηγορία. Είναι παντρεμένη με τον Ευτύχη Γεωργακάκη, πολιτικό μηχανικό και έχουν δυο παιδιά. Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» έχει εκδοθεί το συλλογικό βιβλίο Αίσθηση Γυναίκας στο οποίο και συμμετέχει, ενώ κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ευθύνη» και στην εφημερίδα «Καθημερινή». Από τις εκδόσεις «Στοχαστής» έχουν εκδοθεί τα βιβλία Σόρα Κάτε (2007), Στον αστερισμό των Πλειάδων (2010) και Αγιομαυρίτικες ιστορίες (2012).
_____________________________
Σχετικά:
Τ΄ Αϊ-Βασιλειού με τους σέμπρους – Πρώτο Μέρος (Έθιμα Πρωτοχρονιάς)
Παλιές πρωτοχρονιάτικες ευχές (2015)
Παραδοσιακή συνταγή για την Λευκαδίτικη λαδόπιτα (βασιλόπιτα) (2013)
Έθιμα και κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς από τον Άγιο Πέτρο Λευκάδας (2013)
Μια μικρή αναφορά σε Χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα (2011)
Χρονιάρες μέρες (2011)
«Αη Βασίλης» (2010)
«Πρωτοχρονιά» (2010)
Ο αρχαιότερος χριστιανικός ναός της Λευκάδας – Το ξωκκλήσι του Αϊ-Γιάννη του Αντζούση (2008)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>