Μνήμες Αντίστασης (Λευκάδα 1941-1945) – Του Βασίλη Γαρύφαλλου (Τρίτο Μέρος) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Ιουλ 8th, 2017

Μνήμες Αντίστασης (Λευκάδα 1941-1945) – Του Βασίλη Γαρύφαλλου (Τρίτο Μέρος)

vasilis garyfallosΟ αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και συγγραφέας του βιβλίου Βασίλης Γαρύφαλλος


Του Βασίλη Γαρύφαλλου*

Μνήμες Αντίστασης (Λευκάδα 1941-1945) – Τρίτο Μέρος
ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ * ΑΝΟΙΞΗ 1941 – ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1942

Συνέχεια από το Δεύτερο Μέρος

H Λευκάδα είναι υπό Ιταλική κατοχή. Οι περίπολοι οργώνουν την πόλη. Καθημερινά έβλεπα την περίπολο να περνάει από τους δρόμους της γειτονιάς μου.

Μια μέρα, στη γωνία, οδός Μιαούλη, που βρίσκεται το σπίτι του Δεσύλλα, μπροστά στα μάτια του Ντίνου Δεσύλλα, Γιάννη Τσίνα, Ροδοθέα Τέτε, που μπορούν να το βεβαιώσουν, έγινε το παρακάτω περιστατικό:

Μια περίπολος ανεβαίνει από τον παλιό μώλο, προς την οδό Μιαούλη. Εγώ, ξυπόλητος, δεκαεπτάχρονος, αιφνιδίασα τον έναν Ιταλό στρατιώτη από την περίπολο. Του άρπαξα το πιστόλι και χάθηκα τρέχοντας στα στενά, τα οποία ήξερα πολύ καλά.

Αφνινιδιάσθηκαν οι στρατιώτες και μέχρι να συνειδητοποιήσουν τι είχε γίνει, ήταν αργά. Με κυνήγησαν αλλά δεν κατάφεραν να με συλλάβουν.

Επέστρεψαν πίσω και ρώτησαν το Ντίνο το Δεσύλλα, τη Δωροθέα και το Γιάννη ποιος ήταν ο νεαρός που τους άρπαξε το πιστόλι. Αυτοί του απάντησαν ότι ήταν ένας παρτιζάνος από τα χωριά.

Αυτό το πιστόλι στο αντάρτικο το χάρισα στον Κώστα το Βαγενά.

Αυτές οι ενέργειες βασίζονταν στη θέληση των νέων, στην πίστη στον αγώνα κατά των κατακτητών και την πατριωτική προσφορά τους.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΙΣ ΑΛΥΚΕΣ
1944

Οι Γερμανοί βρίσκονται στη Λευκάδα.

Όταν ο Μήτσος από τα Τζουμέρκα παραγγέλνει το Γενάρη του 1944 να του πάμε τρεις τόνους αλάτι στο γιβάρι της Σάλτενης, ανά δυάδες, εγώ με το Νίκο το Βάθη και ο Χαρίλαος ο Πομώνης με το Σπύρο το Ρεκατσίνα (Γαβριάς) πήγαμε με τα μονόξυλα στις Αλυκές, βγήκαμε έξω και πήραμε το βαγονέτο, να μεταφέρουμε το αλάτι.

23-Αντ-ΣολδάτοςΑλυκές (από τη συλλογή του Αντώνη Σολδάτου)

Τότε μας πήρε χαμπάρι ο φύλακας, ο Κώστας ο Μαραντοχωρίτης, και άρχισε να μας βρίζει, παλιοκομμουνιστές, κλέφτες κλπ. Γιατί φαίνεται γι΄ αυτόν ήταν καλύτερα να πάρουν το αλάτι οι Γερμανοί παρά οι Έλληνες.

Τότε εξοργίστηκε ο Χαρίλαος, του ρίχνει δύο χτυπήματα και πέφτει πάνω στο σωρό από το αλάτι. Φυσικά όλα αυτά γίνονται νύχτα και συνεχίζουμε να φορτώνουμε τα μονόξυλα.

Όταν τελειώσαμε τη φόρτωση, ξεκινάμε από τις κάτω Αλυκές, για τον προορισμό μας. Τότε οι Γερμανοί είχαν σαν λιμεναρχείο το σπίτι του Αντρέα του Ροντογιάννη. Καθώς πλησιάζουμε με τα μονόξυλα στο μώλο (μπροστά πηγαίνουν ο Χαρίλαος με το Γαβριά και πίσω εγώ με το Βάθη), ακούμε σφυρίγματα συνεχόμενα από την κατεύθυνση των Αλυκών και ταυτόχρονα φωνές από το μώλο ΚΟ ΜΙΑ ΚΑΜΑΡΑΤ (ελάτε κοντά) και μαι ριπή να γαζώνει τη θάλασσα. Τότε, μη έχοντας άλλη επιλογή ο Χαρίλαος και ο Γαβριάς, πιάνουν στο μώλο με το μονόξυλο και τότε οι Γερμανοί τους συλλαμβάνουν, τους έχουν πέντε – έξι μέρες στο κρατητήριο, τους βάζουν να κάνουν αγγαρείες και στο τέλος τους αφήνουν.

Στο δεύτερο μονόξυλο εγώ και ο Βάθης ακολουθούμε σε απόσταση και βλέποντας τι γίνεται με τους άλλους εγώ πέφτω στη θάλασασ και ο Βάθης ξαπλώνει μέσα στο μονόξυλο, πάνω στο αλάτι. Εγώ έρχομαι από την πίσω μεριά και κολυμπώντας αρχίζω να τραβάω το μονόξυλο προς τα πίσω, προς τις αλυκές. Μας βοήθησε απ΄ ό,τι φαίνεται το γεγονός ότι εκείνο το βράδυ είχε νοτιά και δεν είχε καλή ορατότητα και ίσως οι Γερμανοί δεν αντιλήφθησαν ότι υπήρχε και δεύτερο μονόξυλο.

Έτσι φθάσαμε πίσω στις κάτω Αλυκές, στα Γρύλλια. Ψιλόβρεχε και κάναμε το πανί τέντα και περιμέναμε. Γύρω στις τέσσερις το πρωί ο Βάθης έχει κρυολογήσει και αποφασίζει να πάει στην Παρασκευή, τη γυναίκα του, να τον γηροκομήσει και έτσι μένω μόνος. Κατά τις πέντε το πρωί ετοιμάζω το πανί και ξανοίγομαι για το Κάστρο. Δεν υπήρχαν Γερμανοί εκεί. Φθάνω μετά από προσπάθεια στο γιβάρι της Σάλτενης. Όταν φθάνω εκεί, καταφέρνω να πάω το μονόξυλο στο αυλάκι του γιβαριού (αυλάκι, συνδέει το πέλαγος με το γιβάρι), γιατί εκεί περίμενε ο Μήτσος από τα Τζουμέρκα.

(Συνεχίζεται)

Πηγή: Βασίλης Γαρύφαλλος, Μνήμες Αντίστασης (Λευκάδα 1941-1945), Λευκάδα, 2004

βασιλης γαρυφαλλος* Ο Βασίλης Γαρύφαλλος γεννήθηκε το 1926 στη Λευκάδα από γονείς ψαράδες με δημοκρατικές πεποιθήσεις. Έμενε στο μώλο που δένανε τα ψαροκάικα και τα καΐκια που έκαναν τη συγκοινωνία Μεγανήσι-Νυδρί-Λευκάδα. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα επτά του χρόνια. Πήγε σχολείο μέχρι την τετάρτη τάξη του Δημοτικού, γιατί αναγκάστηκε να βγει στη δουλειά, στο ψάρεμα, μετά το θάνατο του πατέρα του, καθώς ήταν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα αδέρφια του και μαζί με τη μάνα του έπρεπε να θρέψουν την οικογένεια. Από τα δέκα του χρόνια που μπήκε στην βιοπάλη, είδε την αδικία και την καταπίεση που υπήρχε και άρχισε, όπως ο ίδιος γράφει, να «καταλαβαίνει τον κόσμο». Σε αυτό τον βοήθησε ο παλαίμαχος Λευκαδίτης κομμουνιστής Νίκος Καρελής που έμενε στην ίδια γειτονιά.

Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ και πήρε μέρος σε δεκάδες μάχες ενάντια στους καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας για να αποφύγει τις διώξεις αναγκάστηκε, το 1946, να φύγει για τον Πειραιά όπου δούλεψε σε μηχανότρατα. Επέστρεψε στη Λευκάδα το 1950 και ασχολήθηκε με δικό του καΐκι με το ψάρεμα, όταν του επεστράφη το ναυτικό φυλλάδιο. Πέθανε την Πρωτομαγιά του 2007 σε ηλικία 81 ετών. Ο Βασίλης Γαρύφαλλος ήταν αυτός που με την υλική βοήθεια συνέβαλε καθοριστικά να αγοραστούν τα ιδιόκτητα γραφεία της ΝΕ Λευκάδας του ΚΚΕ που φτιάχτηκαν με την εθελοντική προσφορά μελών και φίλων του ΚΚΕ και εγκαινιάστηκαν το Σεπτέμβρη του 2004.

Διαβάστε ακόμη:

Μέρος 1ο Μέρος 2ο


Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

            









Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.