Διονύσης Δουβίτσας: Ένας πολυτάλαντος Αλεξανδρίτης | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τε, Φεβ 13th, 2019

Διονύσης Δουβίτσας: Ένας πολυτάλαντος Αλεξανδρίτης

2_dionysis_douvitsas

Τον πολυτάλαντο Αλεξανδρίτη (από τον Αλέξανδρο Λευκάδας) Διονύση Δουβίτσα (Πριονά) μας θύμισε πάλι πρόσφατα ο Θεόφιλος Λογοθέτης, με αφορμή την αποστολή του θεατρικού του έργου «Η ενάτη εντολή». Ένα έργο που αναμένεται να ανέβει προσεχώς από την θεατρική ομάδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Νικιάνας «οι Σκάροι» (οι πρόβες βρίσκονται εδώ και καιρό σε εξέλιξη) και η ιστορία του οποίου διαδραματίζεται τα πέτρινα χρόνια, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, στον Αλέξανδρο Λευκάδας.

2_dionysis_douvitsasΟ Διονύσης Δουβίτσας σε κάποια θεατρική παράσταση στον Αλέξανδρο

Τα κύρια πρόσωπα του έργου, καθώς και η ιστορία που πραγματεύονται είναι φανταστικά, όπως αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο συγγραφέας, ο οποίος συμπληρώνει όμως ότι αρκετά πρόσωπα που ακούγονται στους διαλόγους είναι πραγματικά. Το έργο είναι γραμμένο στην τοπική διάλεκτο σε σύνθεση με την νεώτερη καθομιλουμένη ώστε να γίνεται κατανοητή η γλώσσα σε ευρύτερο κοινό. Στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας υπάρχει ερμηνεία των άγνωστων λέξεων (π.χ. οργανωτικά = πολιτικές πεποιθήσεις στον Εμφύλιο), ενώ κλείνοντας το προλογικό του σημείωμα ο συγγραφέας σημειώνει ότι στο έργο μπορεί να χρησιμοποιηθούν και νεώτερες λέξεις αν επιλεγεί να παιχτεί σε μη Λευκαδίτικο κοινό.

1_dionysis_douvitsasΟ Διονύσης Δουβίτσας (αριστερά) το 1960 στην πλατεία στον Αλέξανδρο

Παραθέτουμε ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό διάλογο του έργου που χαρακτηρίζει και την εποχή εκείνη, λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου που βρήκε την Αριστερά ηττημένη, με την γενική εικόνα της εποχής να συμπληρώνουν οι καθημερινές διώξεις που βίωναν οι κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τη συνεχή αστυνομική επιτήρηση, το φακέλωμα, τη δράση του λεγόμενου παρακράτους και τις συνεχείς ψυχολογικές και άλλου χαρακτήρα πιέσεις για να αποκηρύξουν τις ιδέες τους και να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας:

ΣΤΕΦΑΝΟΣ (Νέος γύρω στα 40): Είναι κομμουνιστής, θέλει ν΄ ανατρέψει το καθεστώς.

ΠΕΝΙΩ (Μάνα του Στέφανου, πάνω από 65): Τι είν΄ αυτό το καθηστώς;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ξέρω γω; ο αστυνόμος το λέει. Και για να το λέει ο αστυνόμος, καλό είναι. Άει παράτα με και συ παλιόγρηα, και… μη ξαμώσεις και περάσεις από δώθε, γιατί θα σε διώξω με τ΄ς κλωτσές. Και να πας να μονιάσεις στο χωράφ(ι) σ΄, αφού δε δέχεσαι να μ΄ το γράψεις ή να το π(ου)λήσωμε.

ΠΕΝΙΩ: Το χωράφ(ι) φτάνει και για τσ΄ δυο σας, αν μονιάζατε και…

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (την κόβει) Αυτ(ου)νού δε τ΄ χρειάζεται τώρα. Απ΄ ότ΄ μούπε ο αστυνόμος τ΄ όχ(ου)νε κάμ(ει) ένα φάκελο… να… (δείχνει). Μπορεί να τονε στείλ(ου)νε και στ΄ν εξορία και χάλευε-γύρευε αν ματαγυρίσ(ει) ζωντανός από ΄κεί. […]

ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ: Εσύ είσ΄ ο Στάθης ο Βαρδαράμος;

ΣΤΑΘΗΣ (αδελφός του Στέφανου, γύρω στα 35): Αφού το ξέρεις τι ρωτάς;

ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ: Το καλεί ο τύπος.

ΣΤΑΘΗΣ: Και τι θέλ(εις) από μένα;

ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ: Να μας ακλουθήσεις στ΄ν Καρυά. Σε θέλ΄ ο Μοίραρχος.

ΣΤΑΘΗΣ: Και … γιατί με θέλ(ει) ο Μοίραρχος;

ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ: Να σε ρωτήσ(ει) για τ΄ν υγεία του Κρούτσεφ.

ΣΤΑΘΗΣ: (Στο Στέφανο) Φασίστα, σπιούνε, να εύχεσαι να μη γυρίσω. (Κάνει να κινήσει προς το φράχτη, οι χωροφύλακες τον πιάνουν).

2_alexandritissaΑλεξανδρίτισσες αγρότισσες με τα δεμάτια κλαρί στο κεφάλι για τις μαρτίνες

Με την ευκαιρία αυτή παραθέτουμε το ποίημα του Διονύση Δουβίτσα, εκ των συνιδρυτών του συλλόγου Αλεξανδριτών Αττικής και ενεργού του μέλους μέχρι τα ύστερά του, για την «Λευκαδίτισσα Αγρότισσα». Μια ωδή στη «μάνα, γυναίκα κι΄ αδελφή, ποιμένα, ζευγολάτη…», που είναι πέρα απ΄ όλα τα άλλα και ένας θησαυρός της λευκαδίτικης χωριάτικης ντοπιολαλιάς.

1_alexandritissaΑλεξανδρίτισσα αγρότισσα στο δρόμο για τη βρύση

Ωδή στη Λευκαδίτισσα Αγρότισσα

Εσένα Λευκαδίτισσα, αγρότισσα κυρά μου,
μάνα, γυναίκα κι΄ αδελφή, ποιμένα, ζευγολάτη,
μορφή Τιτάνια, θεά, πως να σε περιγράψω;
φτωχά τα λόγια στο χαρτί, μη μπας και σ΄ αδικήσω!

που μια μέρα μοναχά απ΄ τη σκληρή ζωή σου,
έπος να γράψω ηρωϊκό, να σου το τραγουδήσω.

Στου κοκοτού το λάλημα, το πρώτο, τρεις η ώρα,
θα σηκωθείς για ζύμωμα, θα φκιάσεις το σακκούλι
για το χωράφι το πρωί, νάν΄ έτοιμο στην ώρα.
Λίγο φαΐ μαγειρευτό, άλλοτε ξεροφάϊ,
το κολοκύθι το κρασί, δυό κούπες για τους άντρες.

Θα σπαργανίσεις το παιδί κι΄ ως τόσο έχει φέξει.
Γρήγορα πλάθεις το ψωμί, έξι καλά καρβέλια.
Τα βάζεις στην πινακωτή, κι΄ ως ότου αυτό να «γίνει»,
ξυπνάς τους άντρες να σκωθούν, κι αμέσως στο κατώγι
να σαμαρώσεις τ΄ άλογο, τα σγύρια να φορτώσεις.

Αλέτρι αν είναι για σπορά και λαιμαριές και ζεύλες.
Αν θερισμός ή αλώνισμα, δρεπάνια, δεκριάνια,
δριμόνι για το γέννημα, σβάρνα και καρπολόγια.

Αν ίσως είναι τρηγητός, κοφίνια και καλάθια,
να ΄ναι η κάδη καθαρή, πλυμένο το βαγένι.
Eτοιμασμένα για μουστιά, τρόκολο, πατητήρα.
Το καρατέλο το μικρό, για νάμπει κεροπάτι.

Κι΄ αν είναι για λιομάζωμα, τους λούρους τα στρωσίδια,
Να καθαρίσεις το ρογό, την πίλα, τις καπάσες.
Όλα χαζίρι στην αυγή. Πας το ψωμί στο φούρνο
κι΄ η πρώτη αχτίδα του ήλιου, σε βρίσκει στο χωράφι.

Στο διπλανό το πέτσουρο, θα δέσεις τα μαρτίνια
και θα δουλέψεις τον αγρό, αϊτάροντας του άντρες.
Τα χέρια αλέστα εργάζονται, τα χείλη τραγουδάνε,
στ΄ αρμονικό τ΄ αντάμωμα της γης με τους ανθρώπους.
Μάνα και συ, μάνα κι΄ η γη, της δίνεις και σου δίνει.

παλαίβετε κι΄ οι δυό αντρειωμένες.
Εσύ της σκίζεις τα πλευρά κι εκείνη σε ματώνει.
Τρέφεται με τους κόπους σου κι εσύ με το ψωμί της.
Ακούραστη κι αγόγγυστη, στο γυρισμό το δείλι,
αφού ξεζώσεις την ποδιά και κάνεις ποδολόγα,
φορτώνεις στο κεφάλι σου ένα δεμάτι ξύλα.

Να ξαβοηθήσεις γρήγορα κ΄ αρπάζεις τη βαρέλα,
Κρύο νερό να πεταχτείς στη βρύση να γιομίσεις.
Μετά το δείπνο, η φαμελιά γέρνει να ξαποστάσει.
Μα εσύ δε ξεντρεγάρησες. Την ταύλα θα σηκώσεις.
Θα γαλουρίσεις το παιδί και θα τ΄ αποκοιμίσεις,
κι από κοντά στον αργαλειό με το φαρδύ το χτένι,
να πλέξεις με τα δάχτυλα τη μόστρα στο ιφάδι.

Βάζεις σαΐτες τέσσαρες και τέσσερα μιτάρια
κ΄ υφαίνεις με τα όνειρα, την προίκα της θυατέρας.
Κι όσο να πάει και ναρθεί το χτένι στο διασίδι,
η κόρη αξαίνει μονομιάς και γίνεται φρεγάδα.

Τη βλέπεις νύφη ολόλαμπρη πάνω σε άσπρο άτι,
και δίπλα της ρηγόπουλο να της κρατά το χέρι.
Πίσω, δυό άλογα γερά, το γοίκο φορτωμένα,
τα βλογημένα τα σκουτιά που ύφανε η μάνα.

Άσπρα μαλλινοσέντονα, κ΄ απλάδια και ντρεμίδια,
βελέντζες και σαγιάσματα, καρπέτες, μαντανίες,
κοντέσια και πουκάμισα, πετσέτες και μεσάλια,
σακούλια, πάντες και χαλιά και δυό καβαλοσκούτια.

Μπροστά πηγαίναν τα βιολιά, και συ ακουρμενόσουν,
μέχρι π΄ αποκοιμήθηκες, στ΄ αντί για προσκεφάλι.
Γυναίκα Αλεξανδρίτισσα και απ΄ όλη τη Λευκάδα,
σήκω, λαλούν οι κοκοτοί, έρχετ΄ η άλλη μέρα.

Φέρνει καινούργιο κάματο, αγώνα, μα κ΄ ελπίδες.
Μ΄ αντρειωμένες δρασκελιές, κι΄ αυτή θα την περάσεις.
Κι ύστερα θάρθει Κυριακή, θάρθει γιορτή και σκόλη
θα βάλεις τα φτιασίδια σου, θα βάλεις τα καλά σου
με το παιδί στην εκκλησιά θα πας, στο πανηγύρι.

Κάνε Φανερωμένη μου, νάχει σοδειά και φέτος,
νάχει ψωμί, νάχει κρασί, λάδι για το καντήλι.
Γυναίκα Λευκαδίτισσα, αγρότισσα, σου πρέπει,
ευγνωμοσύνη και τιμή και προτομή και δόξα!!!

B_1_7

A_A_1

«Κοιτάζω αυτά τα αγιοχέρια της Λευκαδίτισσας αγρότισσας διπλωμένα μπροστά κάτω από το στήθος και σκέφτομαι ότι δεν τα έχω δει πουθενά αλλού! Χέρια υπομονής, εγκαρτέρησης, παράδοσης, αναμονής, ιώβεια. Χέρια άφωνα, βουβά, ξεθεωμένα. Χέρια ανεκτικότητας, ανοχής. Χέρια απαντοχής, επιμονής, καρτερίας, μακροθυμίας. Χέρια προσμονής, καντηλιασμένα, ροζιασμένα. Χέρια αδικημένα, ξερά, τραχιά. Χέρια αγκούσας, ακούραστα, αποκαμωμένα, βαριά. Χέρια πρησμένα, παραμορφωμένα από τα αρθριτικά. Χέρια σμπαραλιασμένα, φαγωμένα…

A_A_2

Χέρια και δάχτυλα που ασυναίσθητα κάποιες στιγμές τα κρύβουν……. [βλ. Αγιοχέρια… (του Μπάμπη Λάζαρη)].

B_1_1

B_1_2

B_1_3

B_1_4

B_1_5

B_1_6

Στις φωτογραφίες απεικονίζονται Αλεξανδρίτισσες (από τον Αλέξανδρο Λευκάδας) αγρότισσες.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>