Διονύσης Δουβίτσας: Ένας πολυτάλαντος Αλεξανδρίτης
Τον πολυτάλαντο Αλεξανδρίτη (από τον Αλέξανδρο Λευκάδας) Διονύση Δουβίτσα (Πριονά) μας θύμισε πάλι πρόσφατα ο Θεόφιλος Λογοθέτης, με αφορμή την αποστολή του θεατρικού του έργου «Η ενάτη εντολή». Ένα έργο που αναμένεται να ανέβει προσεχώς από την θεατρική ομάδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Νικιάνας «οι Σκάροι» (οι πρόβες βρίσκονται εδώ και καιρό σε εξέλιξη) και η ιστορία του οποίου διαδραματίζεται τα πέτρινα χρόνια, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, στον Αλέξανδρο Λευκάδας.
Ο Διονύσης Δουβίτσας σε κάποια θεατρική παράσταση στον Αλέξανδρο
Τα κύρια πρόσωπα του έργου, καθώς και η ιστορία που πραγματεύονται είναι φανταστικά, όπως αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο συγγραφέας, ο οποίος συμπληρώνει όμως ότι αρκετά πρόσωπα που ακούγονται στους διαλόγους είναι πραγματικά. Το έργο είναι γραμμένο στην τοπική διάλεκτο σε σύνθεση με την νεώτερη καθομιλουμένη ώστε να γίνεται κατανοητή η γλώσσα σε ευρύτερο κοινό. Στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας υπάρχει ερμηνεία των άγνωστων λέξεων (π.χ. οργανωτικά = πολιτικές πεποιθήσεις στον Εμφύλιο), ενώ κλείνοντας το προλογικό του σημείωμα ο συγγραφέας σημειώνει ότι στο έργο μπορεί να χρησιμοποιηθούν και νεώτερες λέξεις αν επιλεγεί να παιχτεί σε μη Λευκαδίτικο κοινό.
Ο Διονύσης Δουβίτσας (αριστερά) το 1960 στην πλατεία στον Αλέξανδρο
Παραθέτουμε ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό διάλογο του έργου που χαρακτηρίζει και την εποχή εκείνη, λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου που βρήκε την Αριστερά ηττημένη, με την γενική εικόνα της εποχής να συμπληρώνουν οι καθημερινές διώξεις που βίωναν οι κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τη συνεχή αστυνομική επιτήρηση, το φακέλωμα, τη δράση του λεγόμενου παρακράτους και τις συνεχείς ψυχολογικές και άλλου χαρακτήρα πιέσεις για να αποκηρύξουν τις ιδέες τους και να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας:
ΣΤΕΦΑΝΟΣ (Νέος γύρω στα 40): Είναι κομμουνιστής, θέλει ν΄ ανατρέψει το καθεστώς.
ΠΕΝΙΩ (Μάνα του Στέφανου, πάνω από 65): Τι είν΄ αυτό το καθηστώς; ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ξέρω γω; ο αστυνόμος το λέει. Και για να το λέει ο αστυνόμος, καλό είναι. Άει παράτα με και συ παλιόγρηα, και… μη ξαμώσεις και περάσεις από δώθε, γιατί θα σε διώξω με τ΄ς κλωτσές. Και να πας να μονιάσεις στο χωράφ(ι) σ΄, αφού δε δέχεσαι να μ΄ το γράψεις ή να το π(ου)λήσωμε. ΠΕΝΙΩ: Το χωράφ(ι) φτάνει και για τσ΄ δυο σας, αν μονιάζατε και… ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (την κόβει) Αυτ(ου)νού δε τ΄ χρειάζεται τώρα. Απ΄ ότ΄ μούπε ο αστυνόμος τ΄ όχ(ου)νε κάμ(ει) ένα φάκελο… να… (δείχνει). Μπορεί να τονε στείλ(ου)νε και στ΄ν εξορία και χάλευε-γύρευε αν ματαγυρίσ(ει) ζωντανός από ΄κεί. […] ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ: Εσύ είσ΄ ο Στάθης ο Βαρδαράμος; ΣΤΑΘΗΣ (αδελφός του Στέφανου, γύρω στα 35): Αφού το ξέρεις τι ρωτάς; ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ: Το καλεί ο τύπος. ΣΤΑΘΗΣ: Και τι θέλ(εις) από μένα; ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ: Να μας ακλουθήσεις στ΄ν Καρυά. Σε θέλ΄ ο Μοίραρχος. ΣΤΑΘΗΣ: Και … γιατί με θέλ(ει) ο Μοίραρχος; ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ: Να σε ρωτήσ(ει) για τ΄ν υγεία του Κρούτσεφ. ΣΤΑΘΗΣ: (Στο Στέφανο) Φασίστα, σπιούνε, να εύχεσαι να μη γυρίσω. (Κάνει να κινήσει προς το φράχτη, οι χωροφύλακες τον πιάνουν). |
Αλεξανδρίτισσες αγρότισσες με τα δεμάτια κλαρί στο κεφάλι για τις μαρτίνες
Με την ευκαιρία αυτή παραθέτουμε το ποίημα του Διονύση Δουβίτσα, εκ των συνιδρυτών του συλλόγου Αλεξανδριτών Αττικής και ενεργού του μέλους μέχρι τα ύστερά του, για την «Λευκαδίτισσα Αγρότισσα». Μια ωδή στη «μάνα, γυναίκα κι΄ αδελφή, ποιμένα, ζευγολάτη…», που είναι πέρα απ΄ όλα τα άλλα και ένας θησαυρός της λευκαδίτικης χωριάτικης ντοπιολαλιάς.
Αλεξανδρίτισσα αγρότισσα στο δρόμο για τη βρύση
Ωδή στη Λευκαδίτισσα Αγρότισσα Εσένα Λευκαδίτισσα, αγρότισσα κυρά μου, που μια μέρα μοναχά απ΄ τη σκληρή ζωή σου, Στου κοκοτού το λάλημα, το πρώτο, τρεις η ώρα, Θα σπαργανίσεις το παιδί κι΄ ως τόσο έχει φέξει. Αλέτρι αν είναι για σπορά και λαιμαριές και ζεύλες. Αν ίσως είναι τρηγητός, κοφίνια και καλάθια, Κι΄ αν είναι για λιομάζωμα, τους λούρους τα στρωσίδια, Στο διπλανό το πέτσουρο, θα δέσεις τα μαρτίνια παλαίβετε κι΄ οι δυό αντρειωμένες. Να ξαβοηθήσεις γρήγορα κ΄ αρπάζεις τη βαρέλα, Βάζεις σαΐτες τέσσαρες και τέσσερα μιτάρια Τη βλέπεις νύφη ολόλαμπρη πάνω σε άσπρο άτι, Άσπρα μαλλινοσέντονα, κ΄ απλάδια και ντρεμίδια, Μπροστά πηγαίναν τα βιολιά, και συ ακουρμενόσουν, Φέρνει καινούργιο κάματο, αγώνα, μα κ΄ ελπίδες. Κάνε Φανερωμένη μου, νάχει σοδειά και φέτος, |
«Κοιτάζω αυτά τα αγιοχέρια της Λευκαδίτισσας αγρότισσας διπλωμένα μπροστά κάτω από το στήθος και σκέφτομαι ότι δεν τα έχω δει πουθενά αλλού! Χέρια υπομονής, εγκαρτέρησης, παράδοσης, αναμονής, ιώβεια. Χέρια άφωνα, βουβά, ξεθεωμένα. Χέρια ανεκτικότητας, ανοχής. Χέρια απαντοχής, επιμονής, καρτερίας, μακροθυμίας. Χέρια προσμονής, καντηλιασμένα, ροζιασμένα. Χέρια αδικημένα, ξερά, τραχιά. Χέρια αγκούσας, ακούραστα, αποκαμωμένα, βαριά. Χέρια πρησμένα, παραμορφωμένα από τα αρθριτικά. Χέρια σμπαραλιασμένα, φαγωμένα…
Χέρια και δάχτυλα που ασυναίσθητα κάποιες στιγμές τα κρύβουν……. [βλ. Αγιοχέρια… (του Μπάμπη Λάζαρη)].
Στις φωτογραφίες απεικονίζονται Αλεξανδρίτισσες (από τον Αλέξανδρο Λευκάδας) αγρότισσες.