Οφειλόμενο αφιέρωμα στο Δέντρο που μας στήριξε! – Μέρος 5ο | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Φεβ 12th, 2012

Οφειλόμενο αφιέρωμα στο Δέντρο που μας στήριξε! – Μέρος 5ο

Γράφει ο Αιθεροβάμων

Οφειλόμενο αφιέρωμα στο Δέντρο που μας στήριξε!

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό!

Μέρος 5ο

Ευγνωμοσύνη και ύμνος για ανώνυμους και αφανείς ήρωες!

«Παλιά, εποχές που περισσεύανε τα χέρια, τότε που τα χωριά ήταν ακόμα ανάρμεχτα, δεν στρώνανε διχτυωτά οι χωριανοί να μάσουν το λιοκάρπι.

Δεν ήταν τέτοια χρεία.

Άμα πρασινοσκούραινε ο καρπός, εκεί κατά τον Οχτώβρη, βάνανε στον ώμο τα λουράφια οι μπρατσοτιναχτάδες και δρόμιζαν για το λιοστάσι.

Αρχιζ’ ο κύκλος της ελιάς.

Το δρώμενο κινούσε…..

Η φαμελιά η δουλευτάρικη ξεσηκωνόνταν.

Πράματα κι άνθρωποι, μαρτίνια, σύνεργα, πανιά, σακιά και στο λιοστάσι.

Ανέβαινε ο τιναχτής στο καστροδέντρι, κολλούσε στον κορμό την πλάτη, βόλευε τα ποδάρια τα ποδεμένα με γαλότσες σε στέρια χοντροκλώναρα.

Έκανε το σταυρό του.

Έφτυνε τις ροζιασμένες απαλάμες, έπιανε το λούρο και αρχίναε η παράσταση.

Είχε το λουροστάσι του ο χωριανός ο προκομμένος.

Λούρος από ψιλοκυπάρισσο. Λουράφια κοντόμακρα μεσαία.

Τα’ χε μαστορέψει από νωρίς. Τα’ κοβε, τα σκεπαρνοκαθάριζε απ” τα ροζιά, τα ξεφλούδιζε, τα’ ψηνε στον ήλιο. Τα κρέμαγε απ’ τα ματέρια τ’ αχουριού με μια μπροστόβαρη κοτρώνα.

Έπρεπε να βασταχτούνε ισόκορμοι, βεργόλυγοι οι λούροι.

Να ξεκινάνε απ’ το χοντρό το παλαμάρι και να τελεύουνε στην άκρη τη λιανόβεργη, για να μπορούν να τσαπραλίσουν το κλαρί, να ρίξουν τον καρπό στη γης.

Ήτανε τέχνη, μαστοριά το τίναγμα.

Ήθελε μπράτσα, καρατάρισμα στο χτύπο να μην πληγώσεις το δενδρί.

Ήθελε καίριο χτύπημα, ίσα στις τσίμες του καρπού κι όχι όπου όπου.

Και έπρεπε να’ ναι κι ισορροπιστής ψημένος να μη σωριαστεί.

Να ξέρει που να βάλει το ποδάρι του και πως.

Που να πατήσει, να στεριώσει να μη τον πάρει μπροσταριά ο λούρος και χαθεί.

Δεν ήτανε μα κι ούτε κι είναι παίξε γέλασε το τίναμα.

-Ου, τρομάρα μου, θα πέσεις, χριστιανέ μου!

Πού το βάνεις το ποδάρι σου; Θα τσακιστεί ο κλώνος!

-Τσώπα, θειά, και ξέρει ο μάστορας.

Ο μαστροτιναχτής, ένας ήρωας της ελιάς.

Να σκαρφαλώσει στον κορμό, ν’ ανέβει. Να βρει πάτημα γερό, ν’ αρχίσει.

Να ρίξει τον καρπό ως που τον έφτανε….

Ύστερα ν’ αλλάξει πατήματα.

Να πάει αλλού, σ’ άλλη κλαρογειτονιά, για να πατήσει, να γκρεμίσει τον καρπό κι εκείθε.

Από κλαροφώλι σε κλαροφώλι, ίδιο πετεινό.

Ν’ αλλάξει το λούρο μ’ άλλο λούρο πιο μακρύ, με το λουράφι το κοντό.

Να λοϊρίζει από ψηλά όλες τις τσίμες κι ως τα ψηλότερα κλαρόφυτα κι ως τα μακρύτερα.

Να στρώνεται ένα γύρο το δενδράλωνο.

Καρπός και λιόφυλλο και τσακισμένο κλαροστάσι, ένα σωρό.

Κι ενώ ο τιναχτής θα δέρνει την ελιά με κείνο το ρυθμικό χοντρολιανοτσαπράλισμα,

οι λιομαζώχτρες οι κυράδες

να λαιμαργάνε να δαχτυλιάσουν τον καρπό.

Σκυφτές, με το φουστάνι κούδα, με την μπροστοποδιά ζωσμένη στη μέση, προσκυνητούδες της γης.

Άλλη τέχνη, ‘πομόνεψη, θυσία μοναχή και τούτη!

Πρωί με δειλινό, ώρες για ώρες, μια σκυφτή παράσταση!

Κυράδες στον όργο τους ολόσκυφτες.

Το κεφαλομάντηλο σταλμένο πίσω.

Να μη μποδάει την ματιά τη καρποχαλεψάρα.

Φουστάνι κούδα, κότολο ως τα μεσοκνήμια, μανίκες μισοσηκωμένες στο μπράτσο να λευτερώνουν το λαίμαργο το χέρι.

Μάτι άγρυπνο, ταχυκίνητο, να πιάνει την καρπόκαψα.

Χέρι ακούραστο, αδηφάγο, να δαχτυλιάζει το σπυρί.

Εκείνα τα δάχτυλα!…

Ζερβά, δεξά, το ίδιο προκομμένα.

Αντίχειρας και δείχτης να ‘δράχνουν στέρια την ελιά, να τηνε στέλνουν στη μικρόκλειστη απαλάμη, να γιομίζει στη στιγμή εκείνη, δεξιά ζερβά το ίδιο να τηνε ποδιάζει.

Εκείνα τα δάχτυλα, τα χέρια!…

Θεέ μου τι ρυθμός, τι αγιοκίνηση, πόση πνοή!…

Και να γιομίζουν οι ποδιές και να ταΐζουν τα σακιά, να γιομίζουνε κι εκείνα, να στήνονται ορτά, να δένονται στη ρίγα και να προσμένουνε να φορτωθούν στο πράμα, σαν φτάσει η ώρα του κουβαλημού.

Και να σαρώνουνε τα χέρια τ’ άξια τα δυναμάρια.

Να ξαγκαλιάζουν την ελιά από το σβώλο, να ξακρίζουνε με χάρη και με πάθος μέγα την πέτρα και το χώμα, το ξύλο το κλαρόφυλλο, να βρουν μοναχή λαδόκαψα να την χεριάσουν.

Εκείνες οι σκυφτές μανάδες, οι νοικοκυράδες … Οι θυατέρες, οι σταρομελάχρινες….

Κι όλο να προχωράει ο όργος….

Να παραβαράνε οι λιομαζώχτρες ποια να πρωτοποδιάσει, να σακιάσει…

Κι όλο να βρέχει τον καρπό η ελιά, υπάκουη στου τιναχτή τα στοργικά τα λουραφιάσματα.

Ένα δρώμενο θείο, αναντίγραφο, απαιώνιο!

Κατεβαίνει από την καστρολιά ο τιναχτής, σγογγίζει τον ιδρώτα και γυροφέρνει το δένδρο να ρίξει τον καρπό από χαμηλά και να τελέψει και τούτο του το χρέος.

Παίρνει μια χαψά ψωμί, φουμέρνει κι ένα τσιγάρο από κούτα και δρομίζει γι’ άλλο δένδρο να τα’ αλαφρώσει απ’ τον καρπό.

Κι όσο να συγυρίσει τα λουράφια του ο τιναχτής, οι κούδες οι μαζώχτρες θα’ χουνε μάσει τον καρπό και θα’ χουνε σακιάσει.

Θα μείνει μια να λοϊρίσει κι οι άλλες θα στρατευτούνε στη διπλανή ελιά.

Ίδια παράσταση, απ’ την αρχή…..

Τους συνεπαίρνει το πάθος της εργοσύνης, δεν τους αφήνει να σηκώσουνε κεφάλι ο στρωμένος ο καρπός στο χώμα.

Μονάχα σα νταλιάσει ο ήλιος, θ’ ακουμπήσουν στο δομό να φάνε μια χαψά ψωμί, φασούλια απ’ το μπακράτσι, ξεροσαρδέλα και κρεμμύδι.

Να πιούνε κρασί απ’ τη ρομπόλα και νερό με την κουτσούνα απ’ την πλαϊνή τη νερομάνα.

Και θ’ αρχινήσουνε ξανά τη θεία την παράσταση, δεν έχουνε καιρό.

Δεν κάνει να μείνει στο χώμα ο καρπός και να σαπίσει.

Κι όταν δειλινιάσει κι ωχριάσει το φως του ήλιου, θα φορτώσουνε το σακιασμένο το λιοκάρπι στα πράματα και θα καραβανίσουνε για το χωριό.

Μπρος τ’ αλόγατα και τα γαιδούρια ν’ αγκομαχούνε στο βαρύ καρπό, πίσω εκείνοι με τα ποδάρια, γαναχτισμένοι μα κι ανάλαφροι για τα κόπια τους τα σωριασμένα…»

Απόσπασμα από το βιβλίο του Απ. Μαργέλη «Οι χωριανοί»

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Α ν τ ί  ε π ι λ ό γ ο υ

Τελειώνοντας αυτό το αφιέρωμα στο δέντρο που μας στήριξε αισθανόμαστε βαθειά συγκίνηση και μεγάλη υποχρέωση για όσα οφείλουμε σ’ ένα ολάκερο κόσμο για τον ιδρώτα και τον μόχθο που απλόχερα χάρισε στον πέτρινο και στερημένο τόπο μας!

«Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως»

Με το αφιέρωμα αυτό και τις φωτογραφικές συνθέσεις μας θελήσαμε να τιμήσουμε τον ιδρώτα και τον μόχθο ανώνυμων ηρώων, τις χαρές και λύπες της βασανισμένης ζωής τους, τους σφάχτες που σήμερα διαπερνούν το κουρασμένο σώμα τους, τα δάκρυα που χύσανε τα πέτρινα χρόνια που πέρασαν, την καθημερινή αγωνία τους για το αύριο.

Θελήσαμε να δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας για τον πόνο που ένοιωθε ο ανώνυμος Λευκαδίτης και Λευκαδίτισσα, καθώς αγριάγκαθα και ασφελαχτοί πλήγωναν και τρύπαγαν τα κουρασμένα από την πολύωρη πεζοπορία πόδια τους, τις καντήλες της απαλάμης τους, τον φτωχικό αγκαθό, τη ξερή αρμυροσαρδέλα, το ταπεινό προσφάϊ τους, τα τρύπια παπούτσια με τις λειωμένες σόλες τους, το χιλιομπαλωμένο παντελόνι, το σχισμένο και πολυφορεμένο κότολο.

Θελήσαμε να τιμήσουμε το καθάριο βλέμμα, την περηφάνια και την ικανοποίηση των φτωχών και καταφρονεμένων, των ανώνυμων και ταπεινών, να βλέπουν τα παιδιά σας να προοδεύουν.

Θελήσαμε να αγγίξουμε και να φιλήσουμε τα ροζιασμένα χέρια και τα πολυρυτιδωμένα πρόσωπα που σήκωσαν και ξελόγγωσαν βουνά ολόκληρα για να ξεπροβάλλει η αξία αυτού του τόπου.

«Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο»

Θελήσαμε να υμνήσουμε τυρραγνισμένα σώματα, που δέχτηκαν χαλάζια κι’ ανεμόβροχα, χιονιόνερα και καταιγίδες, βροντές, αστραπές κεραυνούς, τρικυμίες κι’ ανεμοστρόβιλους και παρ’ όλα αυτά στάθηκαν όρθια άντεξαν και νίκησαν σε αγώνα τιτάνιο!!!

Τιμή και απέραντη ευγνωμοσύνη σ’ ένα ολόκληρο κόσμο ταπεινών ηρώων και ηρωίδων, που σήμερα κυνικά παραγκωνίζεται από ντόπιους και ξένους βάρβαρους.

Αιθεροβάμων

———————————————————————–

Βιβλιογραφία αφιερώματος

1. Σταύρου Τατιάνα: Ελιά. Η βιογραφία ενός δένδρου.
2. Πάρτς Ιωσήφ: Κεφαλληνία και Ιθάκη (1892) Γεωγραφική Μονογραφία
3. Ροντογιάννη Πάνου: Ιστορία της νήσου Λευκάδος (1980)
4. Ανδρεάδη Ανδρέα: Περί της οικονομικής Διοικήσεως της Επτανήσου επί Ενετοκρατίας (1914)
5. ΑΤΤΙ (Πρακτικά Επτανησιακής Γερουσίας 1825)
6. Μουσείο Φυσικής Ιστορίας απολιθωμένου δάσους Λέσβου: Η Ελιά στην Ελλάδα
7. Πανταζή Κοντομίχη: Τα Γεωργικά της Λευκάδας
8. Απόστολου Μαργέλη: Επαγγέλματα και ασχολίες του τόπου μας που χάνονται…
9. Ελένη Δ. Γράψα: Γεώργιος Μπαρμπαρίγος, Δημόσιος Νοτάριος της Αγίας Μαύρας
10. Χαρά Παπαδάτου Γιαννοπούλου: Λευκάδα, Ερευνώντας.
11. Πανταζή Κοντομίχη: Αγροτικές βιοτεχνικές εργασίες ( Λαογραφικά Λευκάδας)
12. Γιάννη Ρίτσου: Ρωμιοσύνη

Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε το Πρώτο Μέρος του αφιερώματος.
Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε το Δεύτερο Μέρος του αφιερώματος.
Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε το Τρίτο Μέρος του αφιερώματος. Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε το Τέταρτο Μέρος του αφιερώματος. Κάντε κλικ εδώ για τις φωτογραφικές συνθέσεις του αφιερώματος.

Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του Αιθεροβάμωνα.


Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>