Το Ημερολόγιο του Αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Πάνου Γιαννούλη – Β΄ Μέρος (της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού)
Πρώτος από αριστερά ο Πάνος Γιαννούλης, τρίτος ο αδελφός του Μήτρος και τέταρτος ο Αντρούτσος
Της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού
Β’ ΜΕΡΟΣ
1. Το Ημερολόγιο του Πάνου Γιαννούλη-Από τη σκοπιά της φιλολογίας
Το κείμενο του Πάνου Γιαννούλη που και ο ίδιος αποκαλεί «Ημερολόγιο», ως γραμματειακό είδος φέρει τα βασικά στοιχεία του ημερολογίου με κάποιες ωστόσο διαφοροποιήσεις σχετικά με την τμήση του χρόνου. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς -απλώς μπορούμε από τα συμφραζόμενα, να υποθέσουμε- τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο συντάκτης του αφήνει το όπλο και πιάνει τη γραφίδα για να σημειώσει τα διαδραματισθέντα και φυσικά να υπογραμμίσει τη δική του συμβολή σ’αυτά.
Συνήθως στα ημερολόγια ο συντάκτης τους τοποθετεί σε πολύ συγκεκριμένες ημερομηνίες τα συμβάντα, είτε εν τω γίγνεσθαι ή σε ελάχιστη χρονική απόσταση από αυτά. Στο Ημερολόγιο του Πάνου Γιαννούλη οι τρεις διαστάσεις του χρόνου (πομπού, γεγονότων, δέκτη) είναι εν μέρει ασαφείς. Ιδιαίτερα στην περίπτωση πομπού και δέκτη, δηλαδή της χρονικής στιγμής που ο πομπός στέλνει το μήνυμά του και της χρονικής στιγμής που αυτό θα φτάσει στον αποδέκτη.
Ο χρόνος γενικά του Ημερολογίου του Πάνου Γιαννούλη τεμαχίζεται σε μεγάλες ετήσιες ενότητες, αρχίζοντας από το 1941 και φτάνοντας μέχρι το 1945, δραματικά σημειώνοντας στον επίλογο: «Την ιστορίαν μου την γράφω κυνηγημένος στα βουνά και στα σπίτια. Ως εδώ σταματώ και εύχομαι να μην ξαναρχίσω από την αρχή». Αλλά πότε ο ίδιος μπόρεσε να αποτυπώσει τα γεγονότα αυτής της χρονικής περιόδου και ποιος ήταν ο χρόνος διάρκειας της συγγραφής; Αν θεωρήσουμε τις δύο ημερομηνίες που αναφέρει, μία στην αρχή (Κάπου 26/5/1945) και μία στο τέλος (Κάπου 27/10/1945), ως αρχή και τέλος αντίστοιχα της σύνταξης του κειμένου του, τότε μπορούμε να υπολογίσουμε ότι μέσα σ’αυτό το πεντάμηνο του 1945, λίγο μετά τη Συνθήκη της Βάρκιζας κι ενώ φαινόταν να αχνοχαράζει το τέλος του δράματος, ο Πάνος Γιαννούλης αποφασίζει να ασχοληθεί με την καταγραφή των όσων έζησε και όσων έπραξε. Έτσι, για τους χρόνους του πομπού έχουμε ήδη κάνει μιαν υπόθεση, ενδεχομένως ακριβή. Για τον δέκτη ωστόσο, μπορεί η παρούσα έκδοση να είναι η πρώτη περίπου ευκαιρία που ο συντάκτης θα αρθρώσει ενώπιόν του δημόσια τη «φωνή» του.
Στον κατ’έτος γενικό διαχωρισμό του ημερολογιακού χρόνου η αφήγηση προσδιορίζεται χρονικά με επιμέρους προσδιορισμούς, όπως την επόμενη μέρα ή δύο μέρες αργότερα κ.λ.π. Το γεγονός αυτό καθώς και η διατύπωση της επιλογικής φράσης «Την ιστορίαν μου την γράφω…» προσδιορίζει και την ειδολογική κατάταξη του κειμένου στη συγγενή με το ημερολόγιο ειδολογική κατηγορία της αυτοβιογραφίας, στον βαθμό που τα γεγονότα διατηρούν την αφηγηματική τους συνέχεια και ο βασικός σκοπός του συγγραφέα είναι η παρουσίαση από τον ίδιο της συμμετοχής του στα γεγονότα. Όσον αφορά την ταυτότητα του αφηγητή, τα πράγματα είναι καθαρά. Το ιστορικό υποκείμενο αξιοποιεί την πρωτοπρόσωπη αφηγηματική κατάσταση, εφόσον το αφηγηματικό εγώ ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή των αφηγούμενων γεγονότων, κάτω από την οπτική του οποίου αυτά παρουσιάζονται. Το αφηγηματικό περιεχόμενο εστιάζει σε σημαντικά περιστατικά της περιόδου 1941-1945, και ιδιαίτερα σε κείνα που ο αφηγητής και η ομάδα του έχουν τη μείζονα συμβολή στο αποτέλεσμα. Στη δυναμική της αφήγησης παρεμβάλλεται το περιγραφικό στοιχείο, το οποίο, αν και στατικό στη λειτουργία του, εντούτοις εναργώς προσφέρει «το είναι» των πραγμάτων-συμπληρωματικά προς «το γίγνεσθαι»- και διεγείρει το συναίσθημα.
Οι συνθήκες συγγραφής του κειμένου ασθματικές, σε νευρώδη παλμό, διακοπτόμενη, εξαιτίας της ροής των γεγονότων, αφήγηση, με συγκεκριμένο στόχο «διδακτικό» για τις επόμενες γενιές, είναι αναμενόμενο να μην «υποτάσσεται» στις απαιτήσεις μιας λογοτεχνικής προσέγγισης ως αισθητικού αντικειμένου. Άλλωστε υπείκει σε διαφορετική διαχείριση η λογοτεχνική και σε άλλη η ιστορική αφήγηση. Εντούτοις, και μέσα σε ένα σκληρό συγκρουσιακό τοπίο, όπου η πραγματικότητα προσφέρεται με την πιο ρεαλιστική γλώσσα, υπάρχουν στιγμές όπου η περιγραφή αλλά και το ίδιο το βίωμα, χρωματίζουν συγκινησιακά τον λόγο του συντάκτη, ο οποίος κατορθώνει αβίαστα να αξιοποιεί τη δυναμική των λέξεων στην εκφραστική απόδοση του συναισθήματος, του βιώματος και του «υλικού» της συνείδησής του. Λογοτεχνικότητα αναδίνει η περιγραφή του «τοπίου» της κατακτημένης από τους Ιταλούς Λευκάδας στην πρώτη ενότητα (Από τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς), οι φυσικές περιγραφές των περιπετειών του (τραυματισμοί, νήστια, δίψα, αρρώστια, ξενύχτια…), οι συναισθηματικές του εξάρσεις αλλά και μια ήσυχη, συγκρατημένη αγιότητα πόνου σε οριακή στιγμή προσωπικής οδύνης, όταν σκοτώνεται ο δεκαεννιάχρονος αδερφός του Μήτρος1 μαζί με τον γενναίο του συναγωνιστή, τον αποκαλούμενο Αντρούτσο2. O θάνατος του Μήτρου σε εμφύλια συμπλοκή το 1944, θα γίνει το μεγάλο τραύμα της ζωής του μέχρι τον δικό του θάνατο. Η αναφορά του ωστόσο στο τραγικό περιστατικό διατηρεί την υπερήφανη αυτοσυγκράτηση του ήρωα που όλα τα αναμένει και τα δέχεται μπροστά στον σκοπό του. Όταν οι σύντροφοί του τον πίεζαν για άμεση εκδίκηση, ο ίδιος: «…Εγώ έκαιγα από τον πυρετό διότι το κτύπημα ήταν βαρύ για μένα. Μα επάνω από όλα τα προσωπικά, εγώ τοποθέτησα τον αγώνα. Έσφιξα την καρδιά μου, συγκέντρωσα τους άντρες μου στην εκκλησία και τους μίλησα. Όταν τέλειωσα πείστηκαν ότι έπρεπε να πειθαρχήσουν και πειθάρχησαν»3.
Αξιοπρόσεκτο είναι το γενικό κλίμα που διαμορφώνεται μέσα στην πραγματολογική ιστορική αφήγηση. Ό,τι μένει με το τέλος της ανάγνωσης -κι ενώ το φονικό και ο θάνατος επιβάλλεται ως το κυρίαρχο στοιχείο, απόρροια των συνεχών και ανελέητων συγκρούσεων- είναι ένα επικό, ηρωικό περιβάλλον από το οποίο αναδύονται οι εσωτερικευμένες αξίες του λαϊκού ήρωα και των συστρατευμένων αγωνιστών. Αν μπορούν οι λέξεις να αποτελέσουν το «βαρόμετρο» αυτής της θερμοκρασίας, τότε στην περίπτωση του Ημερολογίου του Πάνου Γιαννούλη, οι κυρίαρχες λέξεις και φράσεις του το επιβεβαιώνουν: αντρίκια ταχύτητα, επαναστάτες, παλεύουν σκληρά για τη λευτεριά τους, ξύπνησε η ναρκωμένη ελληνική ψυχή, πολέμαγαν σαν λιοντάρια, μαζί τραγουδούσαν το πέσατε θύματα αδέρφια εσείς, μεγάλη θυσία για το συμφέρον της ιδιαιτέρας μας πατρίδας, τον θάψαμε ψάλνοντας το πένθιμο εμβατήριο μέσα σε καταιγισμό από πυρά…, ορκιστήκαμε στα πτώματα εκδίκηση, τα μυδράλιά μου και τα μάουζερ… σκορπούσαν το θάνατο και τη φρίκη, η πατρίδα μας ήταν πάλι ελεύθερη και υπερήφανη διότι την λευτεριά της την πήραν τα παιδιά της παλικαρίσια με το σπαθί, αυτοί οι άνθρωποι … ήταν πραγματικά παλικάρια, λιοντάρια…, νίκη του ελληνικού λαού που την πλήρωσε με ποτάμια αίμα, τιμημένα τουφέκια…
Ζωντανή μέσα στο αίμα του Πάνου Γιαννούλη κοχλάζει η ιστορία των αγώνων του ελληνικού λαού. Έχει συνείδηση των λαϊκών αγώνων που δεν τους διαχωρίζει από τους εθνικούς αγώνες. Αντίθετα, τους εντάσσει στη μεγάλη δεξαμενή των εθνικών αγώνων. Βιώνει εν ειρήνη και εν πολέμω το φρόνημα μιας διαρκούς αντίστασης, το «πνεύμα της αντίστασης», αυτό που ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος επικαλείται και αναγνωρίζει ως ενοποιούν στοιχείο της ελληνικής ιστορίας διαχρονικά4.
2. Το Ημερολόγιο του Πάνου Γιαννούλη: Μια κληρονομιά μνήμης
Το νέο, σημαντικό «τεκμήριο» που διαθέτουμε τώρα για την πιο τραγική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας -και όλως ιδιαιτέρως της τοπικής μας ιστορίας-, συνιστά, πάνω από όλα, μια τίμια διαθήκη μνήμης της παθολογίας του εμφύλιου σπαραγμού και μια υπόρρητη ηθική επιταγή -και ευχή- για τους παροντικούς και τους μέλλοντες χρόνους. Έτσι όπως στερνά κλείνει τον «χειρόγραφο λόγο» του ο τραγικός αγωνιστής: «Την ιστορίαν μου την γράφω κυνηγημένος στα βουνά και στα σπίτια. Ως εδώ σταματώ και εύχομαι να μην ξαναρχίσω από την αρχή»… Δύο χρόνια μετά επέπρωτο, προδομένος, να σκοτωθεί5.
Το μεγάλο και ακανθώδες κεφάλαιο του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, που ακολούθησε μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στον τόπο μας, δεν ανήκει στα ιστορικά γεγονότα που κλείνουν κάποτε οριστικά. Ούτε η τραυματική του διάσταση στη συνείδηση των ανθρώπων και η πορεία αναγωγής του από προσωπικό σε πολιτισμικό τραύμα6 θα το επιτρέψει. Αλλά ούτε και η ιστορική-επιστημονική του διαχείριση από την πλευρά της ακαδημαϊκής ιστορίας. Ήδη από τα τέλη του εικοστού αιώνα και κυρίως κατά τον αιώνα που διατρέχουμε, δημιουργήθηκε μια έκρηξη των Σπουδών Μνήμης (Memory Studies)7, θεώρηση των μεγάλων τραγικών γεγονότων της παγκόσμιας ιστορίας και των επιμέρους εθνικών ιστοριών, από τη σκοπιά της μνήμης και των «κατασκευών» ή των μεταμορφώσεων της μεταμνήμης (Postmemory).
Κάθε εμφύλιος πόλεμος με τη βιαιότητα και τη φονικότητα που τον χαρακτηρίζει είναι παραγωγός τραυμάτων – προσωπικών και συλλογικών. Και λειτουργεί διαχρονικά ως διχαστικό γεγονός, το οποίο, ακόμα και αν περάσει, μέσα από διάφορους μηχανισμούς, στο στάδιο της λήθης, δεν διαγράφεται οριστικά από τη συνείδηση των ανθρώπων. Η λήθη – ως εμπρόθετη λειτουργία «αμνηστίας» του παρελθόντος, ενέχει την αμηχανία του τραύματος που δεν βρήκε αφηγηματικές φόρμες για να εκφραστεί8.
Ο ελληνικός Εμφύλιος συνιστά μια μελέτη περίπτωσης για την εσωτερίκευση και την εξέτασή του ως τραυματικού γεγονότος, που απασχολεί και θα απασχολεί για μακρό χρόνο τη δι-επιστημονική κοινότητα, στις γόνιμες μεταξύ των επιμέρους επιστημών διασταυρώσεις: της Ιστορίας (Προφορικής Ιστορίας, Δημόσιας Ιστορίας, Μικροϊστορίας), της Κοινωνιολογίας, της Ψυχολογίας-Ψυχανάλυσης, της Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας…
Τα προσωπικά -γραπτά ή προφορικά- «κατάλοιπα» των γεγονότων θα προσφέρονται ως πολύτιμες πηγές για τη στροφή που έχει πάρει η έρευνα προκειμένου να κατανοήσει τα γεγονότα εν τη γενέσει τους αλλά και τους μηχανισμούς επιβίωσής και λειτουργίας τους μέσα στον χρόνο. Όπως και τη συνάντηση του υποκειμένου με την κοινωνία καθώς η ατομική μνήμη συγκροτείται και λειτουργεί μέσα σε κοινωνικά πλαίσια.
Το Ημερολόγιο του Πάνου Γιαννούλη, μια πρωτογενής ιστορική πηγή, κατά πώς μιλούν οι ιστορικοί, είναι το συγκλονιστικό αποτύπωμα όχι μόνον του ιστορικού υποκειμένου, αλλά της ίδιας της τραγικότητας της εποχής. Είναι η μικρή εικόνα, που εκβάλλει στη μεγάλη. Εκείνη στην οποία κατοπτρίζεται, διαρκούντος του Πολέμου9, της μεγαλύτερης και φονικότερης παγκόσμιας σύρραξης του εικοστού αιώνα, η μετάλλαξη του μεγαλειώδους συλλογικού γεγονότος στον τόπο μας, της Εθνικής Αντίστασης, σε εμφύλιο σπαραγμό – μια παθολογική εκτροπή της ηρωικής συλλογικότητας σε φονική παραζάλη. Το εν λόγω ντοκουμέντο είναι μια εμπρόθετη δημιουργία, τον σκοπό της οποίας προσδιορίζει ο ίδιος ο δημιουργός της, πρωταγωνιστής του Αντιστασιακού Αγώνα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στη Δυτική Ελλάδα και στη Λευκάδα, με τη διαύγεια της θουκυδίδειας10 προθετικότητας: να μάθουν οι μετέπειτα γενιές πώς τα παιδιά του λαού μάχονται για την ελευθερία της πατρίδας τους…
3. Η «διαθήκη» του Πάνου Γιαννούλη
Ο λόγος του Γιαννούλη δεν είναι απλώς πληροφοριακός. Γεγονοτολογία, ψυχολογία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, ψύχραιμη πολεμική-επαναστατική «στρατηγική μνήμης» διαπλέκονται μεταξύ τους για να δώσουν τα δραματικά μεγέθη της εποχής και των ανθρώπων της. Το πάθος και η αγωνία του βαραίνει την καρδιά και τη σκέψη μας. Δεν στοχεύει μονοδιάστατα στην ανάδειξη του προσωπικού του αγώνα, που αγγίζει τα όρια του υπερφυσικού, ίσως κάποτε και τα υπερβαίνει. Ενέχει προπάντων μιαν ηθική πρόθεση, αυτή που κινεί και νοηματοδοτεί και την ίδια την Ιστορία. Τον υπόρρητο ή φανερό ενωτικό λόγο και πράξη, όπως σε πολλές περιστάσεις τον υπηρέτησε. Το ήθος της γραφής, είναι το ήθος του ανθρώπου. Και το ήθος του ανθρώπου προσφέρεται ως διαμορφωτής ηθών των γενεών που ακολουθούν. Έτσι, το Ημερολόγιο μας καθοδηγεί να το θεωρήσουμε ως μια ακόμα αποσπασματική «κληρονομιά» της μνήμης, που θα μας θέτει ενώπιον της αλήθειας, στην αναζήτηση και στην ψύχραιμη, ηθική πραγμάτωσή της. Μνήμη της ιστορίας, μνήμες του παρελθόντος δεν σημαίνουν αναζωπύρωση παθών. Σημαίνουν και καθοδηγούν σε μιαν ενεργό διαλεκτική, έμμεσα αποτρεπτική της βίας και του πολέμου -αναπότρεπτου-φευ!- δεδομένου των ανθρώπινων κοινωνιών: που «επιτίθεται» διαχρονικά ως fatum humanum (ανθρώπινο πεπρωμένο).
Με δραματικά πισωγυρίσματα του ανθρώπινου πολιτισμού, που αποσκοπεί- και πρέπει να αποσκοπεί- στην αφύπνιση της συλλογικής συνείδησης και σε συνειδητούς στόχους οικουμενικού εξανθρωπισμού της ζωής και της πραγματικότητας όλων των ανθρώπων.
Σημειώσεις
1. Ο Μήτρος Γιαννούλης του Γερασίμου, γεννήθηκε στη Λευκάδα. Οργανώθηκε στο ΕΑΜ Νέων στο Γυμνάσιο Λευκάδας από το καλοκαίρι του 1942. Εντάχτηκε στην ΕΠΟΝ το Φλεβάρη του 1943. Πιάστηκε από τους Ιταλούς και κρατήθηκε αρκετούς μήνες στις φυλακές Λευκάδας. Δραπέτευσε κι εντάχτηκε αμέσως στον ΕΛΑΣ. Έλαβε μέρος σε αρκετές μάχες. Σκοτώθηκε το 1944 σε εμφύλια συμπλοκή στο Νυδρί Λευκάδας. Για τον Μήτρο γράφει ο Πάνος Γιαννούλης στο Ημερολόγιό του: «Τον Μάη του ‘43 ο αδελφός μου Μήτρος, ο οποίος εκρατείτο για την πατριωτικήν του δράση στα μουντρούμια των Φυλακών, απομονωμένος με όλους τους συγγενείς μας, δραπέτεψε κρυφά την νύκτα και ήρτε προς συνάντησίν μου. Ήταν ένα ατρόμητο παλικάρι μόλις 16 ετών και είχε για την πατρίδα ένα χρόνο φυλακή. Μαζί με τον αδελφόν μου αφοπλίσαμε δύο φορές τους Ιταλούς και τον Ιούνιο με άλλους 5 ριχτήκαμε στο Ξηρόμερο. Περνώντας με μια βάρκα από την Νικιάνα, εβγήκαμε στην Πογωνιά και την άλλη μέρα στο Μοναστηράκι, όπου και ιδρύσαμε το πρώτο τμήμα Ξηρομέρου
– Λευκάδας…».
Για τις συνθήκες του θανάσιμου τραυματισμού του Μήτρου, που κατέληξε μετά από λίγο στον θάνατό του, γράφει ο Τάσος Γ. Κονιδάρης στο βιβλίο του «Η Λευκάδα στη σκιά του εμφυλίου πολέμου 1943-1947» (εκδ. Ι. Σιδέρης, 1984):
«… Το ντουφέκι άρχισε γύρω στο μεταμεσήμερο· η ομάδα του ΕΛΑΣ που κινήθηκε Νυδρί-Βλυχό αποτελούμενη από μονιμοελασίτες με επικεφαλής τον Μήτρο Γιαννούλη, πλησίαζε το ποτάμι, κάνοντας παράλληλα και ένα είδος ανίχνευσης εδάφους, όπου ξαφνικά έπεσε πάνω στον ίδιο τον Χρήστο Καλατζή πλαισιωμένο μόνο από τον εικοσάχρονο ανεψιό του Γεράσιμο Καλατζή. Τη στιγμή τούτη παίχτηκε και η έκβαση της μάχης ή καλλίτερα τούτου του κλεφτοπόλεμου. Ο ψυχωμένος αντάρτης του ΕΛΑΣ Αντρούτσος (σ. συγγραφέα: ψευδώνυμο του μονιμοελασίτη αντάρτη Βασιλάκη από το Ξηρόμερο) έπεσε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Οπλαρχηγό· μη γνωρίζοντας ποιον έχει απέναντί του -μπορούσε να ήταν άντρας του ντόπιου ΕΛΑΣ-, μολονότι πρόλαβε από πλεονεκτική θέση και έθεσε τον Καλατζή κάτω από τον άμεσο έλεγχο του όπλου του, καθυστέρησε ελάχιστα σε ερωτήσεις και απειλές· και μάλλον η σιγουριά της πλεονεκτικής του θέσης ανέστειλε για λίγο την αποφασιστικότητα του άντρα· αυτό ήταν όλο. Κάποιος από το μετερίζι απέναντι τον άφησε στον τόπο. Στο πέσιμο του Αντρούτσου βγαίνει μπροστά με θάρρητα ο Μήτρος Γιαννούλης, αδελφός του καπετάνιου· η συμπλοκή γενικεύτηκε. Ο Μήτρος με την ορμή που τον διέκρινε άφησε τον εαυτό του ακάλυπτο· τραυματίζεται θανάσιμα και πέφτει.» (Όπως αναφέρει πιο κάτω ο ίδιος ο συγγραφέας υπέκυψε λίγο αργότερα στο καΐκι που τον μετέφερε στην πόλη). Βλ. «Λευκαδίτικα Νέα», Μια παλιά φωτογραφία: Μήτρος Γιαννούλης, 22 Μαΐου 2015, http://www.kolivas.de/archives/222809, πρόσβαση 22-9-2024. Επίσης, Ηλίας Θερμός, «Το χρονικό των γεγονότων της Εθνικής Αντίστασης στη Λευκάδα, 1 Μαΐου 1941 – 20 Ιουνίου 1944 – Λευκαδίτικα Νέα, Β΄ Μέρος, http://www.kolivas.de/archives/415187, πρόσβαση 22-9-2024) και «Λευκαδίτικα Νέα», Μια ιστορική και σπάνια φωτογραφία της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας, 14 Αυγούστου 2022, http://www.kolivas.de/archives/457275, πρόσβαση 22-9-2024.
2. Ο επονομαζόμενος Αντρούτσος εξαιτίας της παλικαριάς του ήταν ο Ευστάθιος Βασιλάκης, αντάρτης του μόνιμου ΕΛΑΣ από το Ξηρόμερο. Σκοτώθηκε μαζί με τον Μήτρο τον Φλεβάρη του 1944 στα γεγονότα του Νυδριού. Περιγραφή των γεγονότων βλ. Ημερολόγιο Πάνου Γιαννούλη.
3. Από το Ημερολόγιο Πάνου Γιαννούλη, σ. 55.
4. Την ιδέα αυτή ο Νίκος Σβορώνος διατυπώνει ως «γενική συνθήκη» μέσα στην οποία ανελίσσεται η ελληνική ιστορία. Βλ. Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Βιβλιογραφικός οδηγός Σπύρου Ι. Ασδραχά, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2007, σ. 12-13. Και, Νίκος Γ. Σβορώνος, Το Ελληνικό Έθνος- Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Προλεγόμενα Σπ. Ι. Ασδραχάς, Φιλολογική επιμέλεια Νάσος Βαγενάς, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004. Το πώς εννοεί αυτή την ιδέα ο Νίκος Σβορώνος εξηγεί σε εκτενή συνέντευξη που έδωσε στους Νίκο Αλιβιζάτο και Στέφανο Πεσμαζόγλου, το 1988. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, με τίτλο: «…Εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώραν…», τεύχ. 35-36-37, Δεκέμβριος 1988, σ. 36-71. Ο Νίκος Σβορώνος βλέπει παράλληλα στην ανώνυμη λαϊκή δημιουργία, την ένωση σε μια ζωντανή σύνθεση στοιχείων από όλες τις εποχές της ιστορίας του Ελληνισμού και την ανάπτυξη θεμάτων που συνδέονται με τα μεγάλα γεγονότα της εθνικής ζωής: από την Επανάσταση του 1821, τους αρματολούς και τους κλέφτες, μέχρι την Εθνική Αντίσταση. Βλ. σχετικά, Σπύρος Κουτρούλης, Ο αντιστασιακός χαρακτήρας του Ελληνισμού, περ. Άρδην, 5 Νοεμβρίου 2021, https://ardin-rixi.gr/archives/239708, πρόσβαση 23-9-2024.
5. Αγωνιστής της Αντίστασης και μέλος της ομάδας του Πάνου Γιαννούλη, ο Τάσος Μανωλίτσης, περιγράφει ως εξής τις τελευταίες στιγμές που έζησε με τον καπετάνιο, μετά τη μάχη στην Πούντα οπότε και διαλύθηκε η ομάδα τους: «Στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε τους διώκτες μας ο Πάνος Γιαννούλης, εγώ και ο ανηψιός μου ο Γιώργος πέσαμε στη θάλασσα έχοντας τον Γιώργο πάνω σε μια σχεδία από καλάμια, επειδή δεν ήξερε μπάνιο. Μετά από 17 ώρες, κι ενώ παρά λίγο να πνιγούμε, πέσαμε πάνω σε κυβερνητικά αποσπάσματα. Στην άνιση συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Πάνος Γιαννούλης, εγώ τραυματίστηκα και μαζί με τον ανηψιό μου Γιώργο πιαστήκαμε αιχμάλωτοι. Καταδικάστηκα σε θάνατο από το Στρατοδικείο σκοπιμότητας, γιατί δεν αποκήρυξα το λεγόμενο παιδομάζωμα και τον Μάρκο Βαφειάδη. Κάθισα σχεδόν 16 χρόνια φυλακή και βγήκα το 1962». (Βλ.
«Λευκαδίτικα Νέα», Ο συγχωριανός μας κομμουνιστής αγωνιστής της Εθνικής
Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Τάσος Μανωλίτσης, 30 Σεπτεμβρίου 2008, https://www.kolivas.de/archives/1499 πρόσβαση 23-9- 2024. Βλ. επίσης, Βασίλης Γαρύφαλλος, Μνήμες Αντίστασης, Λευκάδα 1941- 1945), Λευκάδα 2004, σ. 26-27. Για τον θάνατο του Πάνου Γιαννούλη ο Γιάννης Φατούρος έχει συνθέσει-σε μορφή δημοτικού τραγουδιού- το μοιρολόγι: Μια μάνα κλαίει και δέρνεται στην πόλη της Λευκάδας/ και με τρεμάμενη φωνή στο γιο της παραγγέλνει./ Απ’τη Λευκάδα να μη βγεις, το Κάστρο μην περάσεις/ και στο λιβάδι μη σταθείς τη νύχτα να περάσεις. (Βλ. Σπύρος Βρεττός, ό.π., σ. 25).
6. Βλ. Ν. Δεμερτζής, Ε. Πασχαλούδη, Γ. Αντωνίου (επιμέλεια), Εμφύλιος- Πολιτισμικό τραύμα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013. Ειδικότερα: Νίκος Δεμερτζής, «Ο ελληνικός Εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα», Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, τεύχ. 28, Χειμώνας 2011-2012, σ. 81-109. Γράφει σχετικά με το «πολιτισμικό τραύμα» ο Νίκος Δεμερτζής: «Ένα πολιτισμικό τραύμα δεν είναι μια σταθερή κατάσταση, αλλά μία ανοιχτή και εναντιωματική διαδικασία κοινωνικής διαπραγμάτευσης για το νόημα, τη δημόσια αναπαράσταση και την αναμνημόνευση παρελθοντικών γεγονότων, τα οποία έχουν νοηματοδοτηθεί από ποικίλους φορείς της δημόσιας σφαίρας (διανοούμενους, ομάδες συμφερόντων κ.ά.) ως ταπεινωτικά, ανάρμοστα και άδικα για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας ή/και ολόκληρο το κοινωνικό σώμα».
7. Βλ. ενδεικτικά: Ε. Γεωργοπούλου- Ι. Πάγκαλος, Μνήμη και αφήγηση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2020. Επίσης, Μ. Θανοπούλου, Χρ. Ζάχου, Ι. Τσίγκανου, Μικρές ερευνητικές διαδρομές στην Συλλογική Μνήμη-Αναδομήσεις και ανα-θεωρήσεις, ΕΚΚΕ-εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2013.
8. Βλ. σημ. 27 και 28. Και, Δέσποινα Καρυπίδου, Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος: Το τραύμα, η απώθησή του και η δύσκολη ανάδυση της μνήμης του. Η συγκρότηση της επίσημης και της συλλογικής μνήμης της δεκαετίας του 1940, ΕΑΠ, Πάτρα 2024/
https://apothesis.eap.gr/archive/download/c99cb974-456c-4221-b4f4-81d822283776.pdf, πρόσβαση 2-9-2024.
9. Μοντέλο διερεύνησης της συλλογικής μνήμης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στον τόπο μας προσφέρει η εργασία της Μαρίας Θανοπούλου «Η προφορική μνήμη του Πολέμου (La memoire orale de la guerre), μτφρ. Σοφία Θανοπούλου, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 2000. Η εμπειρική έρευνα πραγματοποιήθηκε στο χωριό Λαζαράτα Λευκάδας, μεταξύ των επιζώντων κατοίκων του χωριού, που είχαν ζήσει τα γεγονότα. Η εργασία ήταν η διδακτορική διατριβή της συγγραφέως, που υποστηρίχτηκε στη Γαλλία, το 1987.
10. «…θα είμαι ικανοποιημένος», θα γράψει ο Θουκυδίδης για τον αρχαίο εμφύλιο πόλεμο, τον Πελοποννησιακό (431-404 π.Χ.), «αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν κι εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια. Έγραψα την Ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι σαν έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο». (Θουκυδίδου, Ιστορία, μτφρ. Άγγελος Βλάχος, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1968).

















































































