Λαβαντίς (Lavandula)
Ως Λαβαντίς (Lavandula) της οικογένειας των Χειλανθών περιγράφει το φυτό αυτό ο Π.Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914), το γένος του οποίου περιλαμβάνει περί τα 20 είδη. Πρόκειται για φυτά ποώδη, φρυγανώδη και θαμνώδη, ιθαγενή των παραμεσόγειων χωρών, των Καναρίων νήσων και των ανατολικών Ινδιών. Ως είδη της ελληνικής χλωρίδας που απαντώνται και αλλού, αναφέρει τα Λαβαντίς η Στοιχάς (Lavandula stoechas) και Λαβαντίς η σταχυώδης (Lavandula Spica, vera, officinalis η communis).
Το πρώτο είδος απαντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως αναφέρει, και ονομάζεται κοινώς κατά τόπους Αγριολεβάντα, Χαμολίβανο, Μαυροκέφαλο ή Λαμπρή (γιατί ανθίζει την εποχή του Πάσχα). Στην Κύπρο μάλιστα αποτελεί το κατ΄ εξοχήν άνθος του Επιταφίου και λέγεται Μυροφόρα. Στο είδος αυτό αναφέρεται η Λαβαντίς του Ησυχίου και η Στοιχάς του Διοσκουρίδη, ο οποίος λέει ότι «γεννάται εν ταις κατά την Γαλατίαν νήσοις, αντικρύ Μασσαλίας, καλουμέναις Στοιχάσιν, όθεν και την επωνυμίαν έσχηκε». Από το φυτό αυτό γινόταν όπως γράφει ο Διοσκουρίδης ο στοιχαδίτης οίνος και το στοιχαδικόν όξος.
Το δεύτερο είδος, το οποίο απαντάται σπανίως ως αυτοφυές φυτό στην Ελλάδα (Αρκαδία, Αργολίδα, Κυκλάδες), είναι γνωστό στους κηπουρούς ως Λεβάντα ή και Καλογερόχορτο όπως ονομάζεται κοινώς σε κάποια μέρη. Καλλιεργείται για τα εύοσμα φύλλα και άνθη του, «τα οποία εισαγόμενα εις τας ιματιοθήκας απομακρύνουσιν τον σήτα» (σης = σκόρος, μία μέθοδος που χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα η γυναίκα μου στις ντουλάπες των ρούχων), ενώ με απόσταξη παράγεται στάγμα (λεβάντα) και αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται σε μεγάλα ποσά στην αρωματοποιία, τη σαπωνοποιία και στη φαρμακευτική.