Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας: «Μαναστράκια»: Μνημονικός τόπος κτηνοτροφίας…
Εικόνα: Μαναστράκια Μαχαιρά Ξηρομέρου.
Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη
Στη μνήμη του Πατέρα μου, Νικολάου Δ. Αγγέλη
ΤΟΠΩΝΥΜΙΟ: Τα «Μαναστράκια» είναι ένα μικρό τοπωνύμιο στην περιοχή του Μαχαιρά Ξηρομέρου. Δεν θα το βρει κανείς σε χάρτες ή λεξικά. Υπάρχει χαραγμένο στη μνήμη των ανθρώπων του τόπου.
Η λέξη ίσως έχει ρίζα από τη λέξη μοναστήρι ή μαναστήρι, όπως το λένε στο Ξηρόμερο. Για παράδειγμα χρησιμοποιούν την παροιμιακή φράση: «Το μαναστήρι νάναι καλά κι από καλογέρους χίλιους!».
Ακόμη και σε στίχο στο μοιρολόγι αναφέρεται: «να πας κι απ’ άλλες εκκλησιές κι απ’ άλλα μαναστήρια…».
Σκέφτομαι ότι μεταφορικά η στάνη είναι «μαναστήρι», αφού στον χώρο της βρίσκουν φιλοξενία κάθε λογής άνθρωποι, όπως συμβαίνει πραγματικά στα μοναστήρια. Αξίζει να αναφέρουμε, ότι οι τσοπάνηδες φιλοξένησαν και στήριξαν τους κλέφτες και αρματωλούς κατά την Επανάσταση του 1821.
Οι τσοπάνηδες στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 εκδήλωσαν συμπαράσταση και φιλοξενία στους κλέφτες και αρματωλούς. Στις στάνες τους βρήκαν ένα χώρο να ακουμπήσουν και ένα ζεστό φαγάκι για να τονωθούν και να συνεχίσουν την πορεία τους. Ο φιλέλληνας, Claude Fauriel γράφει: «Η ανάγκη, ένα παρόμοιο σχεδόν μίσος για τους Τούρκους, τους κοινούς καταπιεστές, έκανε να υπάρχουν σχέσεις αδελφικές και φιλία ανάμεσα στους βοσκούς και τους κλέφτες. Ετούτοι δεν πείραζαν καθόλου τα κοπάδια τους, κι εκείνοι κρατούσαν μυστικό ό, τι μπορούσαν να ξέρουν για τους καταυλισμούς και τις πορείες τους…».
Η ατομική και συλλογική μνήμη διασώζει την σημαντική προσφορά των τσοπάνηδων στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Έσωσαν κόσμο από την πείνα: Ο ξηρομερίτης ιστοριογράφος Αλέξανδρος Θ. Κυριαζής σε ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό κείμενο γράφει: «Άλλοι πάλι χωριανοί μας που είχαν ζώα, πρόβατα, γίδια, και ήταν πολλοί αυτοί, δεν δυσκολεύτηκαν στη μαύρη αυτή περίοδο να δείξουν την αλληλεγγύη τους σε πολλούς από εμάς με ό, τι μπορούσαν. Τους μνημονεύω και θαυμάζω τον ψυχικό τους κόσμο κάθε φορά που έρχομαι στις στιγμές εκείνες». Ο ίδιος σε σχετική συζήτηση μου είπε: «Μας μοίραζαν ένα μπακράτσ’ γάλα. Μας στέλνανε δυο πατσούλες. Λίγο είναι αυτό;» (Μ. Ν. Αγγέλη, Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου, Αγρίνιο 2022, σελίδες 23-24).
Με αυτές τις μαρτυρίες, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί δόθηκε αυτό το όνομα στον συγκεκριμένο τόπο.
Ίσως, το τοπωνύμιο να υποδηλώνει και την παρουσία ιερού χώρου. Δεν βρέθηκαν, βέβαια, ίχνη μοναστηριού ή εκκλησίας.
Μνημονικός τόπος κτηνοτροφίας: Στα Μαναστράκια είχαν τη στάνη τους διάφοροι τσοπάνηδες από τον Μαχαιρά. Η συλλογική μνήμη διασώζει τη στάνη του Γεωργίου Κουβέλη «Πλιάκου», τη στάνη του Σπύρου Μπιτσώρη «Σπλιά» και τελευταία τη στάνη του Νικολάου Αγγέλη «Χαντζάρα», ο οποίος έχει αφήσει έντονο το αποτύπωμά του στον τόπο αυτό:
Εικόνα: Εικόνα: δυο γαλακτοδοχεία «γαλατοπαφίλια», στην έρημη στάνη.Tεκμήρια της μικροϊστορίας πάνω σε ξερολιθιές…
«Ο Ν. Αγγέλης, με καταγωγή από τα Βλυζιανά Ξηρομέρου, μετοίκησε στον Μαχαιρά. Επέλεξε τότε να στήσει τα μαντριά του, «κατοικιά» του μεγάλου γιδοκόπαδου που είχε, στα Μαναστράκια. Ήταν ένα μέρος που πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τα ζώα τα οποία θα φυλάσσονταν εκεί. Απείχε από το χωριό περίπου μισή ώρα δρόμο. Υπολογίζω την απόσταση που κάναμε με τα πόδια και όχι με αυτοκίνητο. Ακολουθούσαμε ένα ανηφορικό μονοπάτι που μας έβγαζε σε ένα πλάτωμα. Εκεί στο πάνω επικλινές μέρος ήταν τα μαντριά. Ο πατέρας έκανε αυτή τη διαδρομή καθημερινά πρωί και βράδυ. Είχε φτερά στα πόδια τότε. Έφευγε σαν ζαρκάδι, όπως μου είχε πει, μετά από χρόνια, ο ιερέας Κ. Σιάσος που με συνάντησε στο Αγρίνιο… Η μάνα και εμείς τα παιδιά κάναμε αυτό το δρομολόγιο με το γάιδαρο ή και πεζοί. Ο αδελφός μου σχεδόν πετούσε! Εγώ βάδιζα πιο αργά και με λιγότερο ενθουσιασμό. Είναι αλήθεια, πως δεν ένιωθα πολύ δεμένη με τα ζώα. Προτιμούσα να μένω σπίτι, να αναλαμβάνω δουλειές του νοικοκυριού και κυρίως
να διαβάζω…
Ο τσοπάνης είχε την ανάγκη να κατασκευάσει ένα ξύλινο χώρο, «κατοικιό», για να στεγάσει τα ζώα. Μέσα σ’ αυτό το χώρο τα κλείνει για να τα προστατεύει από τις καιρικές συνθήκες και από τα «ζουλάπια», τα τσακάλια, τους λύκους κ.λπ.
Ο τόπος, το ίδιο το περιβάλλον καθοδηγούν τον τσοπάνη που και με τι υλικά θα το φτιάξει. Η επιλογή του χώρου δεν ήταν τυχαία. Έπρεπε ο τόπος να είναι στραγγερός, απάγκιος και προσήλιος, να μην τον δέρνουν οι βροχές και οι αέρηδες του χειμώνα και να στραγγίζουν εύκολα τα νερά της βροχής. Επίσης να το βλέπει ο ήλιος. Έπρεπε δηλαδή να εξασφαλίζει τις ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης και ασφάλειας των ζώων.
Ο πατέρας, όπως και κάθε τσοπάνος, έβγαζε νοερά τα σχέδια για να κατασκευάσει τρία μαντριά: Γαλαρομάντρι, ψιμαδομάντρι και στερφομάντρι.
Eπίσης, μια καλύβα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Υπήρχαν τα σχέδια του «αρχιτέκτονα τσοπάνη» πάνω στα οποία ο ίδιος, σε συνεργασία με άλλους τσοπάνηδες, κατασκεύαζε τα μαντριά» (Μ. Ν. Αγγέλη, ό. π. σελ 61-63).
Η ζωή του τσοπάνη της εποχής εκείνης ήταν δύσκολη. Με ήλιο και βροχή οδηγούσε το κοπάδι για βοσκή, στα βοσκοτόπια του Ξηρομέρου… Έχει χαραχτεί βαθιά στη μνήμη μου η τσοπάνικη σκληρή ζωή του πατέρα μου! Στη μνήμη του αφιέρωσα το βιβλίο μου με τίτλο: «Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου».
Μαναστράκια, χώμα, ξύλα και πέτρες: Τα απομεινάρια μιας άλλης εποχής.
Εικόνα: Τα απομεινάρια μιας καλύβας…
Σήμερα (2025) ελάχιστες μάντρες, σκόρπιες πέτρες μιας καλύβας, δυο γαλακτοδοχεία στο χώμα μαρτυρούν πως κάποτε στα Μαναστράκια υπήρξε ζωή.
Τα Μαναστράκια μπορεί να μην γράφτηκαν σε βιβλία ή χάρτες, όμως για μένα και τον αδελφό μου κυρίως, και για όσους θυμούνται αυτό το τοπίο, είναι ένα τοπωνύμιο Ψυχής! Ένας τόπος Ιερός! Τον άγιασε ο ιδρώτας, ο μόχθος, ο πόνος του Πατέρα και της Μάνας, που στάθηκε δίπλα του.
Αυτός ο τόπος, κάθε φορά που τον επισκεπτόμαστε, σαν προσκύνημα στα χνάρια των γονιών μας, μιλάει εκκωφαντικά, με τη σιωπή του…
Αφηγείται ιστορίες και βιώματα του Πατέρα… Χαρές και λύπες της τσοπάνικης ζωής…
Ψιθυρίζει χαρακτηριστικές φράσεις του:
«όποιος έχει ζωντανά είναι ζωντανός»,
«εμείς δεν πεινάσαμε στην Κατοχή»,
«της γίδας το ’να μαστάρι βγάζει γάλα κι τ’ άλλο φαρμάκι!»,
«Μαρία, τη βλέπεις την τυραγνία! Θέλεις να μάθεις γράμματα; Ή να κάτσεις εδώ;».
Η μνήμη είναι ένας τόπος που δεν κατεδαφίζεται…
Θα κλείσω την αναφορά μου σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο, στο τοπωνύμιο της καρδιάς μας, με λίγες αράδες που ήρθαν αυθόρμητα στη σκέψη μου, όταν, μετά από χρόνια, τον επισκέφτηκα:
Η στάνη
Σαν παίρνω τον ανήφορο βγαίνω στα Μαναστράκια
Εκεί ήταν η στάνη μας, ήταν τα μαντριά μας
Κοιτώ δεξιά, κοιτώ ζερβά, τίποτα δεν υπάρχει
Πάνε τα τρία μαντριά, χάθηκε η καλύβα
Ξυλόπλεχτα, κρουστόπλεχτα, από μαστόρων χέρια
Παίρνει στο διάβα η ζωή κοπάδια και τσοπάνους
Πέτρες, σύρματα και πρόγκες βρίσκω τώρα στη μεριά
Kάτω σε μια πέτρα σκύβω με ευλάβεια πολλή
Νοιώθω πάνω τον ιδρώτα του ξωμάχου που μοχθεί
Άκρα απλώνεται σιγή, έρημος τόπος τώρα
Για μια στιγμή σαν άκουσα τον έρμο τον πατέρα
-«Ρημάξανε τα διάσελα και του βουνού οι στράτες
Είστε καλά, παιδιά μ’ εσείς, βλέπω και καμαρώνω
Είναι και η μάνα σας εδώ, χαιρετισμούς σας στέλνει
Φιλιά να δώσεις στα παιδιά, τ’ αγαπητά αγγόνια»
Απρόσμενη συνάντηση, μου γλύκανε τη μέρα
Κρατώ στα χέρια τη στοργή, τον λόγο στην καρδιά μου
Παίρνω και πάλι το στρατί και στο χωριό γυρίζω
Δίπλα στο τζάκι κάθομαι κι απάνω οι γονείς μου
Θέλω μολύβι και χαρτί, τι είδα για να γράψω…