Πατήρ Γαβριήλ Φραγκούλης: Από την Εγκλουβή στο Καλαμίτσι, στην Πάτρα, στην Αγιοσύνη…
«Λές νά μή μέ γνωρίση ὁ Θεός, ἡγούμενε, πώς εἶμαι παπάς,
ἂν δέν φορῶ τά ἱερά μου;»
Του
Θωμά Δημητρίου Φραγκούλη
Ένας αγράμματος καλόγηρος ήταν ο πατήρ Γαβριήλ. Αλλά για πολλά χρόνια πολλοί γραμματισμένοι ανηφόρισαν τον λόφο του μοναστηρίου για να δεχτούν τις συμβουλές του και να αναπαυτούν στο αγιασμένο εξομολογητήρι του. Εκεί όπου τίμησε την ιερατική του κλήση από την ευλάβεια της αμάθειας, την αφάνεια της ασημότητας, την απλότητα της αγιοσύνης του1.
Προτού γίνει μοναχός ο Γαβριήλ Φραγκούλης, ονομαζόταν Φίλιππος Φραγκούλης, γεννημένος στο Καλαμίτσι Λευκάδος το 1868. Η καταγωγή του όμως είναι από την Εγκλουβή. Οι πρόγονοί του έκτισαν στην Εγκλουβή την εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου, που ονομάζεται και Παναγία η Φραγκουλιώτισσα στα Φραγκουλάτα (ή Φραγκουλέικα) της Εγκλουβής.
Ο Φίλιππος πήρε το όνομα του παππού του, του Φίλιππου Φραγκούλη (Πεντεκότη), που γεννήθηκε στην Εγκλουβή, 14 Νοεμβρίου 1787. Προτού όμως πάει σώγαμπρος στο Καλαμίτσι, ο Πεντεκότης δώρισε την περιουσία του στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το κτήμα άνωθεν της εκκλησίας -που τώρα είναι το νεκροταφείο του χωριού- ήταν δικό του και καλλιεργούσε αμπέλια.
Στο Καλαμίτσι ο Φίλιππος Φραγκούλης παντρεύτηκε την Κατερίνα Μακρυγιώργου του Σπύρου (1798-1836) και απέκτησαν πολλά παιδιά, αλλά πιστεύεται ότι μόνο ένα επέζησε, ο Νικόλαος (Κόκολος).
Ο Νικόλαος Φραγκούλης παντρεύτηκε την Αθανασία Βεργίνη του Νικολάου και απέκτησαν 7 παιδιά. Ο Φίλιππος, το τέταρτο παιδί τους, γεννήθηκε το 1868. Η οικογένειά τους ήταν φτωχή. Τα παιδιά πήγαιναν από μικρή ηλικία απέναντι στο Ξηρόμερο για μεροκάματο.
Το 1887 ο Φίλιππος, τα δύο αδέλφια του – ο Μπαμπίνος- Επαμεινώνδας και Βασίλειος καταλήγουν στην Πάτρα και προσλαμβάνονται για τον τρύγο στ’ αμπέλια του πατέρα τού Παναγιώτη Πούντζα, έξω από την Πάτρα. Τον επόμενο χρόνο ο Φίλιππος επιστρέφει και προσλαμβάνεται μονίμως από τον πατέρα τού Παναγιώτη Πούντζα. Δούλεψε για 10 χρόνια και κάθε μέρα, μετά την εργασία του, διάβαζε, αν και απόφοιτος της δευτέρας δημοτικού, διάφορα θρησκευτικά βιβλία.
Ο καθηγητής μαθηματικών Παναγιώτης Πούντζας χρωστάει τη ζωή του στον Φίλιππο Φραγκούλη. Γιατί κάποια μέρα στα χρόνια που τον είχαν σαν εργάτη στα χωράφια και υπηρέτη στο σπίτι, ο μικρός ξέφυγε από την προσοχή της μητέρας του και βρέθηκε μετέωρος και σε πτώση από το πρώτο πάτωμα στο λιθόστρωτο της αυλής τους. Ο Θεός όμως θέλησε να βρίσκεται εκείνη τη στιγμή κάτω απ’ αυτό το σημείο ο Φίλιππος, ο οποίος με μια, ίσως και ενστικτώδη, κίνηση, κι ένα ευέλικτο άνοιγμα των χεριών υποδέχτηκε τον μικρό Παναγιώτη στην αγκαλιά του.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Κούρκουλας
Γρήγορα ἡ ἀρετή του ἔγινε γνωστή γύρω. Ἦλθε σέ γνῶσι καί τοῦ ἐναρέτου Επισκόπου τῶν Πατρῶν Ἱεροθέου Μητροπούλου, πού ἔβαλε σέ παρακολούθησι τό παλληκάρι. Κι ἔπειτα ἀπό καιρό τοὔστειλε προσταγή νά πάη στήν Ἐπισκοπή.
Ἀπίστευτη φάνηκε στόν Φίλιππο ἡ πρόσκλησι αὐτή. Μπερδευόντουσαν τά πόδια του ἀπό ντροπή, καθώς ἀνέβαινε τά σκαλοπάτια τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἀλλά ἐκεῖνο πού τόν ἐξέπληξε ἦταν ὁ λόγος πού τόν ἤθελε ὁ Δεσπότης.
Εἶχε ἀποφασίσει νά τόν χειροτονήση! Ὁ Φίλιππος ἀντιστάθηκε.
– Δέν ξέρω οὔτε τήν ἄλφα, Δεσπότη μου, τοῦ εἶπε. Θά φρίξη ὁ κόσμος μέ μένα καί θά ντροπιασθῆ ἡ ἁγιωσύνη σου.
Ἀλλά ὁ Δεσπότης ἦταν ἀνένδοτος καί ὁ Φίλιππος ὑπέκυψε. Ἀνέλαβε νά τόν προετοιμάση γιά τό μεγάλο μυστήριο τῆς ἱερωσύνης ὁ πνευματικός τῆς Ἐπισκοπῆς πατήρ Εὐσέβιος Ματθόπουλος κι ὅταν ἦρθε ἡ πρέπουσα ὥρα φόρεσε τό ἀγγελικό σχῆμα καί πῆρε τό καλογερικό ὄνομα Γαβριήλ.
Ἕνας βίος ἰσάγγελος ἄρχισε ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη.Μιά ζωή ἀφιερωμένη ὁλοκληρωτικά στόν Χριστό, που θἄθελα βιβλίο πολυσέλιδο γιά νά τήν ἐξιστορήσω. Ἀλλά ἡ ζωή του μένει νωπή στή μνήμη τῶν εὐλαβῶν Πατρινῶν. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1939 τόν πέρασα στό μοναστήρι τοῦ Γεροκομειοῦ.
Βρισκόμαστε στίς παραμονές τοῦ πολέμου.
Οἱ λόγοι τοῦ Χίτλερ καί τ’ ὄνομά του εἶχαν κατακλύσει τό στερέωμα. Εἴχαμε ἀποσπερίσει ἐκεῖνο τό δειλινὸ ὅταν μέ κάλεσε ὁ πατήρ Γαβριήλ στό κελλί του. Ἤθελε νά μέ φιλέψη φροῦτα.
Δίνοντάς μου τά σταφύλια, μέ ρώτησε περίεργα:
– Αὐτός ὁ Χί(ν)τλερ μέ ποιούς εἶναι, παιδάκι μου; Μέ τούς Ἐγγλέζους;
– Ὄχι, Γέροντα. Μέ τούς Γερμανούς, τοῦ ἀπήντησα.
– Ὁ Θεός νά τόν φωτίση κι αὐτόν.
– Γιατί, παπούλη -ρώτησα- δέν τά ξέρετε αὐτά; Δέν διαβάζετε ἐφημερίδα;
– Χμ!.. Εἶμαι τιμωρημένος, μοῦ ἀπήντησε γελαστά. Πῆρε ἕνα βαθύ ἀναστεναγμό καί μοῦ διηγήθηκε τήν αἰτία τῆς τιμωρίας του.
Στά ’13 ἤμουνα ἐφημέριος σ’ ἕνα χωριό τῆς Ἠλείας. Ἦταν καί τότε πόλεμος. Δέν προλάβαινα νά τελειώσω τόν ἑσπερινό κι ἔτρεχα διψασμένος γιά νά πάρω ἐφημερίδα φρέσκια πού τήν ἔφερνε τό τραῖνο. Θυμᾶμαι σά νἆναι τώρα τό ἀπογευματινό ἐκεῖνο πού ἔφτασε ἡ εἴδησι πώς οἱ Βούλγαροι μπῆκαν στή Θεσσαλονίκη. Μόλις διάβασα τήν εἴδησι αὐτή ἄναψε το αἷμα μου.
– Ἄχ! νἄμουν ἐκεῖ νά σφάξω δέκα! μουρμούρισα μέ λύσσα. Ἀλλά δέν ἄργησα νά αἰσθανθῶ τήν πτῶσι μου.
«Βρέ, Γαβριήλ, εἶπα. Ντροπή σου! Παπάς εἶσαι σύ; Ἔ; Παπάς εἶσαι ἢ λήσταρχος; Φτοῦ σου, Γαβριήλ»…
Ἕνας κόμπος ἔπνιξε τή φωνή στό λαιμό του. «Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός». Τά μάτια του βούρκωσαν καί βιάσθηκε νά τελειώση.
– Ἀπό τότε ἔβαλα κανόνα στόν ἑαυτό μου νά μή ξαναδιαβάσω ἐφημερίδα. Κι οὔτε τήν ξανάπιασα στά χέρια μου…
Ἦταν γνωστή ὄχι ἁπλῶς ἡ ἀφιλοχρηματία, ἀλλ’ ἡ τέλεια περιφρόνησι τοῦ πατρός Γαβριήλ πρός κάθε τι τό ὑλικό.Παρ’ ὅλη τή φροντίδα τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, ἔφτανε πολλές φορές σέ πλήρη ἔλλειψι καί τῶν στοιχειωδεστάτων πραγμάτων, γιατί δέν πρόφτανε νά… μοιράζη.
Θυμᾶμαι πώς ὅταν ἔπεσε στό κρεββάτι ἄρρωστος, τοῦ θανάτου πιά, τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας φτωχόπαπας ἀπό ἕνα χωριό τῆς Ρούμελης. Τοῦ μίλησε γιά τή συμφορά του. Ἀλλά ὁ πατήρ Γαβριήλ δέν εἶχε τίποτα, μά τίποτα ἀπολύτως νά τοῦ δώση. Νἄφευγε πάλι ἔτσι ὁ παπάς τοὐρχόταν ἄσχημο.
Ἄνοιξε τό μπαοῦλο ποὖχε δίπλα στό κρεββάτι του, ἔβγαλε τά φτωχά λευκά ἄμφιά του, τά μόνα πού εἶχε, καί τἄδωσε στόν παπά.
– Γέροντα, τί ἔκαμες; – ρώτησε ὁ ἡγούμενος σάν τὄμαθε. Μέ τί θά λειτουργῆς τώρα;
– Ἄ! Δέν θά ξανασηκωθῶ τώρα πιά, ἀπάντησε ἤρεμα ὁ Γέροντας.
– Μά καλά. Κι ἂν πεθάνης, μέ τί ἄμφια θά σέ σαβανώσουμε;
Κάρφωσε τά μάτια συγχισμένος στόν ἡγούμενο ὁ Γέροντας. Δέν τὄχε σκεφθῆ αὐτό. Εἶχε ξεχάσει πώς τά ἄμφια αὐτά θά ἦταν ἡ μοναδική περιουσία πού θἄπαιρνε στό τελευταῖο ταξείδι. Μά νά, τώρα εἶχε κι ἀπ’ αὐτήν ἀποχωρισθῆ.
– Λές νά μή μέ γνωρίση ὁ Θεός, ἡγούμενε -ρώτησε- πώς εἶμαι παπάς, ἂν δέν φορῶ τά ἱερά μου; Ἐγώ σοῦ λέω θά μέ γνωρίση. Ἂς πάω ἔτσι μέ τό μαυρόρασο.
Μ’ ὅλο ὅμως τοῦτο, ὁ πατήρ Γαβριήλ εἶχε ἀδυναμία σ’ ἕνα πράγμα. Ἀδυναμία ποὔφθανε στήν προσκόλλησι σ’ ἕνα ζευγάρι μπότες. Τίς φύλαγε στό ντουλάπι κάτω ἀπ’ τό εἰκονοστάσι, καί τίς φοροῦσε σπανιώτατα.
Τῆς Παναγίας πού πανηγύριζε τό μοναστήρι. Τό Πάσχα. Καί καμμιά φορά τά Χριστούγεννα, ὅταν τύχαινε νἆναι στεγνός ὁ καιρός γιά νά μή βραχοῦν καί χαλάσουν. Τίς φοροῦσε ὅμως πάντοτε ὅταν ἐρχόταν στήν Ἀθήνα.
Κι εἶχε ἀφήσει ἐντολή νά τοῦ τίς βάλουν κοντά σάν πεθάνη. Κι ἔτσι ἔγινε. Τίς πῆρε μαζύ του γιά νά τίς παραδώση σ’ ἐκεῖνον πού τοῦ τίς χάρισε. Στόν πατέρα Εὐσέβιο Ματθόπουλο.
– Τίς φοροῦσε ὁ Δάσκαλος, ἔλεγε μέ παιδική καύχησι, καί τίς ἔδειχνε μέ καμάρι.
Μοῦ μένει ἀλησμόνητη ἡ σκηνή. Μέ πόση εὐλάβεια καὶ συγκίνησι τίς βερνίκωνε καί τίς γυάλιζε, ὅταν ἑτοιμαζόταν νά φύγη ταξίδι γιά τήν Ἀθήνα προσκυνητής τοῦ τάφου τοῦ Διδασκάλου…
Πιστεύω πώς μέ τήν ἴδια παιδική καύχησι θά τίς ἔδειξε καί στόν Κριτή του λέγοντας: «τόν δρόμον τετέλεκα…». Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1942.
(Ἀπό τό περιοδικό Κιβωτός, Νοέμβριος 1952.
4 Νοεμβρίου, 2017 στο περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Γέροντες-Πατέρες, Ιστορικές αναφορές, Ορθόδοξα μηνύματα, μαρτυρίες, Mέλια | Tags: Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς, Κωνσταντίνος Κούρκουλας, Πατέρας Γαβριήλ Φραγκούλης).
_________________________________________
1 Αθανάσιος Κοτταδάκης, Συναξάρι του 20ού αιώνα, Βιβλίο 10ο, εκδόσεις Τήνος, Αθήνα 2007.