Ο χορός στο «Μποσκίτο» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τρ, Δεκ 28th, 2010

Ο χορός στο «Μποσκίτο»

Το Μποσκέτο στη παραλία

Να πάτε από την Αθήνα στη Λευκάδα δια ξηράς είναι μία υπόθεσις εννεακοσίων ογδόντα χιλιομέτρων: Τετρακοσίων ενενήντα να πάτε και τετρακοσίων ενενήντα να γυρίσετε. Και απ” αυτά τα τετρακόσια ενενήντα, τα εξήντα -δηλαδή τα εκατόν είκοσι πάει κι” έλα- είναι χωματόδρομος, που ο Θεός να τον κάνη. Όποιος έχει καινούργιο αμάξι, εκεί ας πάη να το παλιώση. Από την Αμφιλοχία και πέρα ο πολιτισμός -και ο πιο στοιχειώδης- εγκαταλείπεται απότομα· κι” όσο το τοπίο ομορφαίνει, τόσο δυναμώνουν και τα τραντάγματα και δεν σας αφήνουν να το χαρήτε. Ωστόσο από το Σαρωνικό μπορεί να περάση κανείς στο Ιόνιο από το θαλάσσιο δρόμο, περνώντας από τον Ισθμό στον Κορινθιακό και ανεβαίνοντας προς τα Επτάνησα. Αλλά είναι τόσο αραιές οι προσεγγίσεις των πλοίων της γραμμής στη Λευκάδα, ώστε δεν έχει κανείς την ευκαιρία όταν την θέλη…

Η άνοδος δια ξηράς είναι, λοιπόν, η μόνη στη διάθεσί σας οποιανδήποτε ώρα. Για τον κόπο των τετρακοσίων ενενήντα χιλιομέτρων σας αποζημιώνει η αφάνταστη ποικιλία των τοπίων, που στα περισσότερα η θάλασσα είναι βάθος, πλαίσιο, καθρέφτισμα, συνοδοιπόρος ή ακόμα και μακρυνή υπόκρουσις. Από τα ευθύγραμμα περιγιάλια της Κινέτας, όπου μια λουρίδα κατάλευκη από χαλίκια γιαλισμένα από κύματα αμέτρητων αιώνων, χωρίζει το μπλε της θάλασσας από το πράσινο του πευκιά, περνάτε στα περιγιάλια της Βόχας, όπου η στεριανή πράσινη θάλασσα των αμπελιών της σουλτανίνας σμίγει σε κόρφους κι αγκάλες με τον αφρό και το φλοίσβο της άλλης θάλασσας των κυμάτων. Κι” από τις χαριτωμένες κωμοπόλεις και τα χωριά της Βόχας, που στα κάτασπρα σπιτάκια της σκαρφαλώνουν αναρριχώμενα «πρωϊνές δόξες» και μπουκαμβίλιες, οι βεράντες τους είναι στολισμένες με γεράνια και οι πρασιές τους με τριαντάφυλλα και ντάλιες, περνάτε στις βελούδινες αμμουδιές και στα τιτανικά πεύκα του Ξυλόκαστρου· κι” από κει περνάτε το στενό Ρίου – Αντιρρίου, για να σκαρφαλώσετε στο βουνό του Έπαχτου, ν” απολαύσετε από τις ψιλές κορδέλλες τον κόρφο της Πάτρας και το Ιόνιο να σταφταλίζη κάτω από τον ήλιο· και σε λίγο το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό, τα δραματικά στενά της Κλεισούρας, ομορφιές τόσο διαφορετικές…

Οι θάλασσες, οι λιμνοθάλασσες κι” οι λίμνες, με τις γραφικότητές τους δεν σας αφήνουν ούτε στιγμή: Του Μεσολογγιού με τα ιβάρια και τα πριάρια· του Αγρινίου η Τριχωνίς· και πιο πάνω η Αμβρακία με τα φτωχικά βαρκάκια και τους υπομονετικούς ψαράδες, που θυμίζουν κάποιες φιγούρες του Πυβίς ντε Σαβάν. Κι” έπειτα η Αμφιλοχία, ο άλλοτε ποτέ Κραβασαράς, με το φαρδύ τον δρόμο και το αραξοβόλι του, η Βόνιτσα στο πράσινο ψηλό θρονί της, το κάστρο της Λευκάδας, και το πέραμά της και το μακρύ της μώλο – πλήθος γραφικότητες, που χορταίνουν το μάτι και σας κάνουν τέλος να ξεχνάτε την ταλαιπωρία. Φθάνετε αργά το απόγευμα, ενώ έχετε ξεκινήσει πρωΐ-πρωΐ από την Αθήνα, έχετε ανάγκη από ανάπαυση μετά το δείπνο να τον πάρετε… Αλλά πρέπει στις εντεκάμιση να σας ξυπνήσουν για το χορό του Μποσκίτο. Και πρέπει να πάτε στις έντεκα τη νύχτα. Είναι απίσημος.

Είναι το «Μποσκίτο» ο δημοτικός κήπος της Λευκάδος, όμορφος, περιποιημένος και με δύο χορευτικούς στίβους, παρακαλώ. Η Λευκάδα όλη βρίσκεται επί ποδός: ακούω το βόμβο της πολυκοσμίας ν” ανεβαίνη στο ξενοδοχείο και δεν μ” αφήνει να κλείσω μάτι. Όλοι περιμένουν να γίνη έντεκα η ώρα για να πάνε στον κήπο, όπως στην Αθήνα περιμένουν, την ίδια ώρα, τη Λαμπρή, να πάνε ν” αναστήσουν. Στις έντεκα είναι ο κήπος στις δόξες του. Τα φώτα άφθονα -η πολιτεία της Λευκάδας φωτίζεται από δική της μηχανή, δυνατή, που της έχει εγκαταστήσει η ΔΕΗ- και με γούστο βαλμένα καταυγάζουν τα λουλούδια του κήπου, αλλά και τα ζωντανά άνθη, που τη πλημμυρίζουν τώρα, δεσποινίδες και νεαρές κυρίες με τουαλέττες· κομψές (και μερικές μάλιστα μοντελάκια) με καβαλλιέρους ποικίλης εμφανίσεως, που αρχίζουν από το εσπερινό κουστούμι και τελειώνουν στην πουκαμίσα την κοντομάνικη – απόλυτη και χαριέστατη δημοκρατία.

Οι περισσότερες από τις ντάμες είναι όμορφες. Η Λευκάδα φημίζεται για τον ωραίο της γυναικόκοσμο. Και δεν υστερούν καθόλου στο μάμπο, στο τσα-τσα, από καμμιά Αθηναία του στίβου. Και οι δύο στίβοι του «Μποσκίτο» πλημμυρίζουν ζευγάρια, λικνίσματα και μάτια, που κάθε τόσο κυττάζουν τον ουρανό, να τον ευχαριστήσουν για τη χαρά που τους επιτρέπει. Είμαι με την παρέα του δημάρχου σε θέση προνομιούχο κι” επισκοπώ το γραφικό και εύθυμο θέαμα, μέχρις ότου παρασυρθώ κι” εγώ στη δίνη του χορού… Ο συνωστισμός, είναι τέτοιος, ώστε, σε μιά ώρα, δεν υπάρχει τίποτε για να πάρετε. Δεν βρίσκονται παρά μόνο λίγα κοκ. Και το γκαρσόνι εννοεί να μας τα επιβάλη:

— Αυτά θα πάρετε -μας λέει- ή τίποτα!

Τόνος δικτατορικός. Είχαμε να φάμε κοκ από τα χίλια εννιακόσια δύο. Αλλά επιτυχία χορού αυτό θα πη: Να μην υπάρχη μισή θέσι στο στίβο, μισή θέσι στην ταπετσαρία και ούτε ψίχουλο στον μπουφέ!

ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ

Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (Ανεξάρτητος Πρωϊνή Εφημερίς), Περίοδος Β”, Έτος 16ον, Πέμπτη 25 Αυγούστου 1960.

Πηγή για τη φωτογραφία: «Όταν υπήρχε το χαμόγελο», Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Λευκάδας.

ΜΕΛΑΣ ΣΠΥΡΟΣ Έλληνας συγγραφέας, δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε το 1882 στη Ναύπακτο, ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Αθηνών τις οποίες εγκατέλειψε γιά να στραφεί στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της δημοσιογραφικής γραφής και ίδρυσε τα λογοτεχνικά περιοδικά «Ελληνική Δημιουργία» και «Ιδέα». Στη συνέχεια πέρασε στο θέατρο έγινε σκηνοθέτης, ηθοποιός και έγραψε ένα πλήθος θεατρικών έργων. Πολύπλευρη προσωπικότητα ο Σπύρος Μελάς και με έναν τεράστιο όγκο συγγραφικής δουλειάς, αφού γιά περισσότερα από 50 πενήντα χρόνια δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει. Τα κυριότερα θεατρικά του έργα είναι: Παπαφλέσας , Ο γιός του ίσκιου, Το κόκκινο πουκάμισο, Ιούδας, Ο βασιλιάς και ο σκύλος, Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται κ.α. Επίσης ο Σπύρος Μελάς ίδρυσε το 1925 το Θέατρο Τέχνης, και λίγα χρόνια αργότερα μαζί με την Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Δημήτρη Μυράτ την Ελεύθερη Σκηνή. Το 1935 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και από το 1958 και μετά διετέλεσε πρόεδρος της. Όσον αφορά το λογοτεχνικό του έργο τα σημαντικότερα έργα του είναι: Τα Ματωμένα Ράσα, Ο Γέρος του Μωριά, Δάσκαλοι του Γένους, Ο Ναύαρχος Μιαούλης, Η Μαντώ Μαυρογένους, Το λιοντάρι της Ηπείρου, Το Εικοσιένα και η Κρήτη, κ.α. Στο έργο Πενήντα χρόνια θέατρο αποτύπωσε την μακρόχρονη πορεία του στο θέατρο. Πέθανε το 1966 σε ηλικία 83 ετών (Πηγή: www.greekbooks.gr)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>