«Γενέτειρα», ποίημα της Κωνσταντίνας Κούρτη
ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ
Σπίτια λευκά και θάλασσες σ’ απέραντο γαλάζιο
βουνά, γκρεμνοί και κορυφές πιάνουν τον ουρανό σου
λίμνες αγεωγράφητες, πετρόχτιστες πεζούλες
ελιές ασημοπράσινες κοσμούν τα πεδινά σου
γλάστρες ονείρων εύοσμων, χρωμάτων πανδαισία
σ’ αυλές ασβεστοπότιστες με τοξωτές καμάρες
μοσχοβολούν τις γειτονιές με τα στενά σοκάκια
φραγκοσυκιές και ρίγανη, φασκόμηλο και φτέρες
στολίζουνε τους λόφους σου και τις πλαγιές σου ανάρια
ξωκλήσια, κάστρα, αρχαίοι ναοί-γιοφύρια κρεμασμένα
στο κάποτε, στο ύστερα, στο τώρα, στο κατόπιν….
τούτο το χώμα νότισε μ’ ακάματο ιδρώτα, με αίμα
που ‘ναι αδερφικό μα και ηρώων αίμα
πατρίδα αντιφάσεων, υπερβολών μεγάλων
αντανακλάς στη ζήση μου, δονείσαι στην καρδιά μου.
Κ.Κ.
1/2/25