«Ανάφη», ποίημα του Κώστα Γ. Σταματέλου
ΑΝΑΦΗ
Ι. Απόβαση
Φθάσαμε ως εδώ,
σ’ αυτή τη γαλάζα εσχατιά που οι άνεμοι ποτέ δε μερεύουν.
Στην άκρη αυτή της θάλασσας φτάσαμε,
σ’ ένα κομμάτι γης, που το’χουν μάθει σπιθαμή προς σπιθαμή
μονάχα μια χούφτα μυρμήγκια, τα πετροχελίδονα
κι οι δυνατοί γλάροι απ’το κυνήγι της μέρας στ’ Αρχιπελάγου τους νοητούς παράλληλους.
Κι εγώ; που δεν ζήτησα απ’ τον θεό της ελπίδας μου τίποτα παραπάνω
απο’ να μέτρο γης πάν’ απ’ τη θάλασσα,
άπλωσα τα γυμνά μου χέρια στο φως και στην εξομολόγηση της μέρας.
Βράδιαζε.
ΙΙ. Η ευχή
Ναι! τίποτ’ άλλο δεν ζήτησα από μια χεριά γης κι ένα ακρόβραχο
πάν’ απ’ των κυμάτων την οργή, που να το βαράει ο ήλιος κι η αρμύρα ακατάπαυστα.
Μην ψάξεις αλλού να με βρεις.
Ναί! ένα μέτρο γής στη σιγαλιά των Αγίων Αναργύρων βόρια της Ανάφης
που να το χτυπούν στα ίσια οι καιροί και να το στεφανώνει ο ήλιος ολημερίς.
Τίποτ’ άλλο δε ζήτησα Θεέ μου, για να στεριώνω τα όνειρα των Αργοναυτών
και το θυμό του Απόλλωνα.
Ναί! απο εδώ θα δώσω παρών στα Υακίνθεια μιας άλλης ζωής.
Μυστρί θα κάμω τη γυριστή μου απαλάμη φκιάνοντας λάσπη με λίγο χώμα, ιδρώτα
κι αρμύρ’ απ’ τ ’ ακροθαλασσιού το φλοίσβο.
Εδώ…εδώ…θα σκαριάσω το ιερό καταφύγιο των ανήμερων ονείρων μου
…εκεί ψηλά στο βράχο μια πόρτα να μπαίνει του ήλιου η αχτίδα την αυγή
και παρέκει το παραθύρι των στίχων μου
για να μην ξεχάσω του χρησμού την κοφτή εντολή και την κάμαρη που γεννήθηκα.
Σαν θελήσεις, εδώ θα με βρεις στεφανωμένο του Αίολου την πεθυμιά.
ΙΙΙ. Περισσυλογή
Εδώ θ’ αφουγγραστώ οτι ονειρεύτηκα ερωτευμένος μαζί σου
σφιχταγκαλιασμένος στις πορείες,
σ’ ανήλιαγους δρόμους στην Πορταριά, στη Σπάρτη, στη Καλαβρία,
στην Πράγα, στο Κατμαντού και στης Βιρμανίας τους υγρούς ορυζώνες.
Εδώ θα με βρεις Μαρίνα.
Τ’ αγέρι θα κάμω ψυχαδέλφι μου,το φεγγάρι εξωμολόγο
και τη Γοργόνα αγαπημένη κι εξωμολογήτρα των υπόγειων ρευμάτων κατά τη μεριά της χαμένης Ατλαντίδας.
Φεύγει ο χρόνος, πετά μακριά η ζωή
κι αξαίνουν τ’ ανυπόμονα γινόρτα μέσα μου.
Εδώ, σ’ αυτή την εσχατιά, ίσια πάνω στη νοητή γραμμή του λησμονημένου παράλληλου
αντίκρυ στ ’αρχαίο μονόγραμμα
για να κοιτώ τα ξάστερα βράδια τους ίσκιους των εξόριστων
καθώς θα περνούν στοιχισμένοι για να πιούν νερό απ’ το κύμα που πικραγάπησαν
την τρίτη πρωινή ώρα, που τ’ αγιάζι κρατά στα ζερβά το απουσιολόγio.
Τι γρήγορα που φεύγ’ η ζωή και ποιος θα την δικάσει γι’ αυτό της το έγκλημα;
Οτι σου ζήτησα μου το’ δωσες Θεέ μου, μα τώρα….
μην ξύνεις άλλο τις πληγές, να! δες τα καράβια που χάνονται στ’ ορίζοντα το στεφάνι ακυβέρνητα.
Από δω, θα σας γράφω τραγούδια σύντροφοι που χρόνια τώρα σκορπίσατε στους πέντ’ ανέμους
και γίνατε τραπεζίτες, αλλόθρησκοι είλωτες, ιατρικοί επισκέπτες και ταχυδρομικά περιστέρια της άρχουσας τάξης αφήνοντας τον Οδυσσέα
μπρος στης Σκύλας το πέρασμα ολομόναχο .
Ψυχή πουθενά όταν χτυπά η καμπάνα κι ο ήλιος αργεί να φανεί την αυγή,
την ώρα που τα βραχολούλουδα αργοσαλεύουν ανυπεράσπιστα
όταν ο καημός για τα πουλιά που’φυγαν μέσ’ απ’ τα βέβαια χέρια μου…..γινατεύει πάνω στο βράχο.
Όχι, δεν αστειεύεται κανείς σε τούτης της μοναξιάς την υπερτέλεια γωνιά.
Εδώ δεν έχει παίξε γέλασε κι άστοχα θέλω.
Ναι! μου’δωκες ότι σου γύρεψα Θεέ μου ,μα τώρα στα στερνά
δώσ’ μου να δω το παιχνίδισμα της γοργόνας πριν φύγει ο ήλιος
για να ξαπλώσω το σώμα στο φεγγαρόφωτο μαζί της πάνω στη κόψη απ’ τ’ ανήμερο κύμα,
κουράστηκα τα πουλιά και τα όνειρα στο κυνήγι της άπιαστης αγάπης
γιατί ο έρωτας ξέρεις πολλές φορές προκύπτει τενεκές ξεγάνωτος
κι όλο την κάνει ο γαμημένος απ’ το πουθενά.
Κι όλο χάνεται κι έδεκεί που εμφανίζεται ξαναφεύγει ο αναπ’γέντιστος.
Απ’ αύριο και μέρα τη μέρα, εδώ θα χτίσω των χαμένων μου χρόνων τ’αμόλευτα όνειρα
και των παιδιάστικων δρόμων θα σφραγίσω τα τάματα.
ΙV. Χωρίς δισταγμό
Δυο λιόδεντρα, μια λεμονιά, ένα κομμάτι ψωμί και μια χεριά δεντρολίβανο πάν’ απ’ το κύμα
με το σεντόνι του ήλιου πάνωθέ μου και μια ευχή.
Αυτά, θα ‘ν η δική μου πατρίδα πια κι όσα λόγια προκάμω να πω στα πουλιά πριν πάρουν του Νοτιά
τ’ αυλάκι για ξεχειμώνιασμα.
Δυό λιόδεντρα και μια λεμονιά ο κόσμος μου όλος
αντίκρυ στ’ ανήμερου κύματος το νανούρισμα.
κι ένα δειλινό γυμνό από ύστερες μετάνοιες.
Ολόρτος τότε, τ’ αλλαργινό τραγούδι της Σαπφούς θα πω
για να συνθηκολογήσουν μαζί μου τ’ άγουρα όνειρα του Σεπτέμβρη, λίγο πριν σκορπίσει
το μούχρωμα του καλοκαιριού στον ορίζοντα.
Τι άλλο να σου ζητούσα Θεέ μου λευτερόγνωμε;
Ναί, η νιότη δεν θα στέκονταν αιώνια το ξέρω εμπόδιο στη φορά και τη φθορά των πραγμάτων.
Η νιότη….,
που σαν ηλιαχτίδα φεγγοβολεί κι όλο μακραίνει και μετά αχνοσβύνει αργά-αργά κι ανυπεράσπιστη.
Όχι δεν ζήλεψα τίποτα,πέρ’ απ’ τη σιγαλιά τούτης της ακτογραμμής
τίποτα παραπάνω απ’ αυτή την απανεμιά κι εσύ; μου το’δωκες Θεέ μου.
Εδώ, εδώ θα φτάνουν τ’ανέμου τα μηνύματα χωρίς sms
μα με του ήλιου το χάδι κάθε μοιρόγραφτη αυγή
χωρίς να πληρώνουν διόδια
στου Ποσειδώνα το καρτέρι ανοιχτά στων Κυκλαδονήσων το έμπα
και το σούρουπο θα με βρίσκουν γερμένο κι ολόγυμνο στην καθάρια αμμουδιά
να γυρεύω μια χούφτα βότσαλα και λίγο κρίταμο
για να χορτάσω το γυμνασμένο στομάχι μου.
Εδώ θα με βρίσκουν και του Μορφέα τα χάδια μεσάνυχτα
να ερωτοτροπώ με τ’αστέρια και τ’ανέμου τη βουή απά στο κύματος τη κόψη
ώσπου να μου κλειούν τα βλέβαρα απροσχεδίαστα ,
χωρίς λεπτοδείχτες κι ευχολόγια.
Τούτη θα’ν η χαρά κι ακέρια η δική μου αιωνιότητα…
μια χεριά αμμουδιά, δυο μέτρα γης κι ένα σμάρι πετροχελίδονα
Αυτή, θα’ν η ακέρια δική μου αλήθεια και θα φωνάζω αδείλιαστα, ναί! είμ’ εγώ
κι όχι η σκιά περαστικών σκιών π’ απόκαμαν στη ματαιότητα
και στην αδικιά αναζητώντας τον άπιαστο χαρταετό της μεγάλης Αποκριάς
Ναι! Θα φωνάζω είμ’εγώ κι όχι μια σκιά απατηλή,
ούτε πλάνη καλοστημένων φεϊγβολάν και κίβδηλων ανακοινώσεων στην Καπνοκοπτηρίου και στη Σανταρόζα.
Εδώ θα συλλογιέμαι ότι αγάπησα κι ότι μ’ αγάπησε παντοτινά,
χωρίς εξαρτήσεις και συλλογισμούς ατελεύτητους.
Και σαν η γοργόνα θα προβαίνει αναζητώντας το Βασιλιά ήλιο τον ουρανοδρόμο,
θα μου ιστορεί για τα σινιάλα των καπεταναίων που χάθηκαν άδοξα
κι εγώ θα της γράφω ποιήματα και ξόρκια για τους ναυαγισμένους καραβοκύρηδες
που αναπαύονται μεσοπέλαγα στου Αιγαίου τα βάθη .
Σ’ αυτή τη γωνιά Μαρίνα θα γίνω η αγρύπνια των άστρων και των στοχασμών ο ανθόκηπος
κι αρνητής μαζί των φθαρτών μεγαλείων, διαβάζοντας των καιρών τα γυρίσματα κι ότι ο χρόνος διέγραψε θα θυμάμαι.
Εδώ θα χτίσω ξωκλήσι στο σπήλι του βράχου
για να βρίσκουν μεταλαβή του κόσμου οι εγκαλούμενοι .
Η δική μου Κολχίδα ναι, θα’ν” εδώ στων Αγίων Αναργύρων τ’ ακρόβραχα,
πλάι στη λεμονιά και στα δυο λιόδεντρα,
με μια χούφτα χώμα στις απαλάμες μου λίγα μέτρα παν’ απ’ το κύμα και τα τάματα του ήλιου.
Εδώ, στης Ανάφης το γυμνό θυσιαστήριο, υπό το βλέμμα και τις βουλές της Γλαύκας και της γοργόνας την προσμονή.
Κι όταν διαβούν οι μέρες κι οι χρόνοι που η μοίρα μου το’γραψε
εδώ θα καταθέσω τα όπλ’ απ’ τους ώμους μου με την αυτογνωσία του προορισμού χωρίς ενδοιασμούς και διαφιλονικίες με τον άνεμο.
Εδώ, στα πόδια της θάλασσας και στου σταυρού το σεντόνι θα σκορπίσω το δίκιο
πριν τον μεγάλο αποχαιρετισμό.
Εδώ κάτ’ απ’ το κόνισμα στου βράχου το σπήλι με τ’ αρχικά μου
και μια ημερομηνία που δεν θα εγγραφεί σε κανένα ληξιαρχείο
αφού δεν θα χρωστώ σε κανέναν πια τίποτ’ άλλο πέρ’ απ’ την ψυχή μου
σ’ αυτόν που σταυρώθηκε για εμάς μόνος κι ανυπεράσπιστος
στου Γολγοθά τον τρικυμισμένο ορίζοντα.
Η ευλογία
Όσο άνυδρος στα μάτια μου φάνηκε γύρω ο τόπος,
άλλο τόσο πλούσιος κι ευλογημένος μου’γνεψε στα φυλλοκάρδια και στη σκέψης τα κατάβαθα.
Πέτρα πάνω στην πέτρα και δάκρυ το δάκρυ κόντρα στους καιρούς και στ’ αγριοκαίρια,
μ’ ασπίδα φτωχικά σπίτια, ταπεινές ψυχές της φτώχειας και της αρμύρας πλάι σ’ έρημα ξωκλήσια
βιγλάτορες μακρινών παραισθήσεων π’ακουμπούν την τελειότητα εδώ στης Ανάφης τα χείλη.
Τι άλλο να ζητούσ” από σένα Θεέ μου,
τι άλλο θα μπορούσε να ημερέψει τη σκοτοδίνη και τη γύμνια μας;
Κι εσύ, παρέα με του ήλιου το χάδι και πάν’ απ’ όλα με την ευλογία σου
που σαν τη βροχή ποτίζει τις άνυδρες καρδιές π’ απόκαμαν πια στο κυνήγι του εφήμερου και στο ψέμα που έρπει γύρω μας αχαλίνωτο
μας σκέπασες να στεγνώσουμε στου βράχου τη σχισμή.
Εδώ, ναι θα μείνω, ταπεινός εραστής τ’ αρμυρόβραχου,
συντροφιά με τις σκιές των εξόριστων που ποτέ δεν υπέστυλαν τη σημαία του δίκιου
και της αξιοπρέπειας.
Εδώ, αγκαλιά με μια χούφτα χώμα και το ξεχασμένο ευαγγέλιο των ψυχών που ταξίδεψε ως εδώ
κι έμεινε ριζωμένο στην αρμύρα και στην πέτρα
διατρανώνοντας την αγάπη και την μεγάλη εξομολόγηση του ήλιου μπρος μου
λίγο πριν ξεψυχήσει ο καημός της γοργόνας και το δάκρυ μου.
Εδώ….λίγο πριν σημάν’ ο Εσπερινός και πέσει σκοτάδι κι ανατριχίλα στο Αρχιπέλαγος!
Κώστας Γ. Σταματέλος