80 χρόνια από την απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας
Από την υπογραφή της Συμφωνίας
Του Κώστα Σκολαρίκου*
Κι ύστερα με σκυφτές τις πλάτες σαν κουλοί, γλιστρώντας με τους άλλους ίσκιους γύρω τους, με ποδοβολητά και μ΄ άλογα κουτσά και κακομοιριασμένα κι άλλοι με φτέρνες πληγιασμένες κι ο σπασμένος υποκόπανος ραβδί και το ποτάμι να τους κάνει πίσω, «για πού σύντροφε και φίλε;», «κατά πού αδερφέ;», «σε ποια ερημιά; και ποια χωσιά;», «ποια Βάρκιζα;» κι ύστερα πάλι γελασμένοι στο κλαρί.
Γιάννης Δάλλας, «Ρέκβιεμ»
Η κατάσταση μετά τον Δεκέμβρη του 1944
Στις 11 Γενάρη 1945 ολοκληρώθηκε η ηρωική μάχη του ΕΛΑΣ και των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων της Αθήνας ενάντια στα βρετανικά στρατεύματα και στους εγχώριους υπερασπιστές της καπιταλιστικής εξουσίας. Σύμφωνα με την ανακωχή που υπέγραψε ο ΕΛΑΣ, έως τις 18 Γενάρη υποχρεωνόταν να αποσυρθεί από την Αττική, την περιοχή της Θεσσαλονίκης, τη Θεσσαλία και τις Σποράδες, σημαντικά τμήματα της Στερεάς (ανατολικά και νότια της Λαμίας), τμήματα της Πελοποννήσου, την Εύβοια, τη Ζάκυνθο, τα Κύθηρα και τις Κυκλάδες. Η συμφωνία όριζε ακόμη την ανταλλαγή αιχμαλώτων, αλλά και την απελευθέρωση από τον ΕΛΑΣ όλων ανεξαιρέτως των αστυνομικών και χωροφυλάκων, καθώς και των Βρετανών στρατιωτών1.
Όμως, η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα δεν σήμαινε ακόμα μια ολική ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, με δεδομένο ότι συνέχισε να είναι κυρίαρχος στην υπόλοιπη χώρα. Πολύ περισσότερο, δεν πιστοποιούσε τη ριζική αλλαγή του πολιτικού και κοινωνικού – ταξικού συσχετισμού δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί στα χρόνια της τριπλής φασιστικής κατοχής, αφού το ΚΚΕ και το ΕΑΜ συνέχισαν να αποτελούν τους πολιτικούς φορείς με τη μεγαλύτερη επιρροή στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις.
Την ίδια ώρα, η διαχείριση της συμφωνίας ανακωχής από τις εγχώριες αστικές δυνάμεις και τους Βρετανούς συμμάχους τους φανέρωνε το πώς επιδίωκαν να αντιμετωπίσουν το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και το εργατικό – λαϊκό κίνημα. Κατά παραβίαση των όρων ανακωχής, αντάλλασσαν ως ομήρους απλούς πολίτες, ενώ συνέχισαν να κρατούν αξιωματικούς και μαχητές του ΕΛΑΣ και να βασανίζουν ομήρους, να μην τους προσφέρουν περίθαλψη και επαρκή τροφή. Ιδιαίτερη λύσσα έδειξαν απέναντι σε όσους ήξεραν ή θεωρούσαν ότι είναι κομμουνιστές2.
Όπως συμβαίνει ιστορικά έπειτα από κάθε μεγάλη ταξική αναμέτρηση που ολοκληρώνεται με ήττα ή υποχώρηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος, οι αστικές δυνάμεις επιδίδονται σε μια ξέφρενη καταστολή. Παράλληλα, στο εσωτερικό του εργατικού – λαϊκού κινήματος, αλλά και στους κόλπους της ιδεολογικής – πολιτικής και οργανωτικής του πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, αντιπαλεύουν δύο τάσεις. Μία που θεωρεί μάταιη τη συνέχιση του αγώνα και μια άλλη που επιζητά να χρησιμεύσει η ήττα ως δίδαγμα για τους μελλοντικούς αγώνες. Η συγκεκριμένη διαπάλη στους κόλπους του ΕΑΜικού κινήματος αποτυπώθηκε και στην τοποθέτηση του αγωνιστή λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνου, που καυστικά σχολίασε τις προθέσεις των σοσιαλδημοκρατικών και άλλων αστικών και μικροαστικών δυνάμεων που συμπορεύτηκαν με το ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής:
«Οι υποκριτές από την άλλη θεωρούν τον Δεκέμβρη για λάθος! Με το δίκιο τους, γιατί το μυαλό τους, και αν ήθελε, δεν μπορούσε να πάει πέρα από την εφήμερη πολιτική σκοπιμότητα… Το Δεκέμβρη του 1944 ο ελληνικός λαός με την ένοπλη άμυνά του, που είναι η πιο δικαιωμένη μορφή της ιστορικής βίας, μπήκε στην κοινωνική ζωή του έθνους σαν ο ζωτικότερος παράγοντας»3.
Όσον αφορά το ΚΚΕ, που αποτέλεσε τον μπροστάρη και τον αιμοδότη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, οι ενέργειες των καθοδηγητικών του οργάνων δείχνουν ότι αρχικά πήρε μέτρα ανασυγκρότησης του ίδιου και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που όχι μόνο δεν απέκλειαν, αλλά και ευνοούσαν την πιθανότητα συνέχισης και γενίκευσης της ένοπλης αντιπαράθεσης.
Ηδη από τις 22 Γενάρη, το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ ζητούσε από την Ομάδα Μεραρχιών της Μακεδονίας λεπτομερείς αναφορές για την κατάσταση των δυνάμεων τόσο της ίδιας όσο και του εχθρού, «εις Μακεδονία και ιδιαιτέρως περιοχήν Θεσσαλονίκης και Καβάλας»4. Ταυτόχρονα, τις παραμονές της Συμφωνίας της Βάρκιζας «άρχισε μια εντατική δουλειά ανασυγκρότησης των μονάδων και ταυτοποίησής τους με νέα διάταξη, ώστε στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν” αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση»5.
Όσον αφορά την πρωτεύουσα, στις αρχές Φλεβάρη 1945, στάλθηκε πολυάριθμη ομάδα κομματικών στελεχών με επικεφαλής τον Σπύρο Καλοδίκη και αποστολή την ανασυγκρότηση των Οργανώσεων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Σε σύντομο διάστημα είχαν ανασυσταθεί η Επιτροπή Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας, όλες οι Αχτιδικές Επιτροπές και τα Γραφεία των περισσότερων ΚΟΒ, ενώ με γοργούς ρυθμούς προχωρούσε και η ανασυγκρότηση των ΕΑΜικών και ΕΠΟΝίτικων οργανώσεων6.
Σχετικά με το πλαίσιο, μέσα στο οποίο το ΚΚΕ επιχειρούσε να απαντήσει το δίλημμα συνέχιση ή μη της ένοπλης πάλης, ο Π. Ρούσος, τότε μέλος της ΚΕ, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Τις μέρες της ανακωχής έγιναν στην ηγεσία του αγώνα σκέψεις για ενδεχόμενη συνέχιση του πολέμου κατά των επεμβασιών. Ο ΕΛΑΣ διατηρούσε ακόμα σημαντικές, τις περισσότερες δυνάμεις ανέπαφες. Στη Μάχη της Αθήνας είχαν δοκιμαστεί και χτυπηθεί 3 μεραρχίες 20.000 ανδρών περίπου. Διαθέταμε ακόμα 7 μεραρχίες, δύναμης περίπου 40.000. Ο ΕΛΑΣ μπορούσε να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα του, μάλλον σαν αγώνα τριβής, με την πιθανότητα να πετύχει ευνοϊκούς όρους για το κίνημα. Μα σε κάθε περίπτωση είχαμε ανάγκη από βοήθεια, τουλάχιστο σε πολεμοφόδια. Από πού όμως; Μην ξεχνάμε πως συνεχίζεται η μεγάλη προσπάθεια των Σοβιετικών για τη συντριβή του Χίτλερ και την κατάληψη του Βερολίνου. Ο Χίτλερ μπορεί ακόμα να κάνει ζημιά στους συμμάχους (Αρδέννες). Χρειάζεται η μεγαλύτερη ενότητα των συμμάχων. Και στερέωση των νέων λαϊκών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη.
Για να ΄χει κάποια σαφήνεια και προοπτική σ΄ έναν νέο ένοπλο αγώνα που θα αναλάμβανε κατά των Άγγλων, την ώρα που ο παγκόσμιος πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, το Πολιτικό Γραφείο έστειλε ένα τηλεγράφημα προς τον Γκ. Ντιμιτρόφ για να βολιδοσκοπήσει ξανά τις δυνατότητες που θα υπήρχαν στη νέα διεθνή κατάσταση και ιδιαίτερα στην κατάσταση των Βαλκανίων, που ήταν ακόμα λεπτή»7.
Το δίλημμα
Όπως φανερώνει το προηγούμενο απόσπασμα, τα καθοδηγητικά όργανα είχαν εκτίμηση της διαμορφωμένης κατάστασης που αντικειμενικά οδηγούσε στη συνέχιση και γενίκευση της ένοπλης σύγκρουσης. Παράλληλα, όμως, στις αποφάσεις τους βάραινε η λαθεμένη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου, που αποσύνδεε την απελευθέρωση από τον στόχο της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας. Ετσι, το ενδεχόμενο συνέχισης της ένοπλης σύγκρουσης το έβλεπαν ως «αγώνα τριβής», δηλαδή ως μέσο πίεσης για την απόσπαση μιας συμφωνίας με ευνοϊκότερους όρους για το εργατικό – λαϊκό κίνημα στο έδαφος της αστικής δημοκρατικής εξομάλυνσης.
Ωστόσο, ολόκληρη η τελευταία περίοδος της Κατοχής και η προσπάθεια ανακοπής της δύναμης και του κύρους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ από την πλευρά όλων των αστικών δυνάμεων, όσα ακολούθησαν την απελευθέρωση, η στάση των λεγόμενων «αντιφασιστικών αστικών δυνάμεων» και των Βρετανών στη διάρκεια του Δεκέμβρη, αλλά και ο τρόπος που διαχειρίστηκαν τη συμφωνία της ανακωχής και ακόμα περισσότερο ο τρόπος που νωρίτερα αξιοποίησαν τις Συμφωνίες του Λιβάνου (Μάης 1944) και της Καζέρτας (Σεπτέμβρης 1944) φανέρωναν ότι δεν μπορούσε να υπάρξει μια σχετικά δίκαιη συμφωνία ανάμεσα στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ από τη μια πλευρά και στις αστικές δυνάμεις και τους Βρετανούς συμμάχους τους από την άλλη. Κυρίως, επειδή ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει μια δίκαιη συμφωνία ανάμεσα στα ταξικά αντιτιθέμενα συμφέροντα.
Επομένως, το πραγματικό επίδικο της εποχής που θα έκρινε σε σημαντικό βαθμό και τη μορφή και την έκβαση μιας γενικευμένης ένοπλης σύγκρουσης αφορούσε την απόφαση αντιπαράθεσης με το σύνολο των αστικών δυνάμεων στην κατεύθυνση επαναστατικής ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, κατάκτησης της εργατικής εξουσίας και έναρξης της διαδικασίας σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όμως, εξαιτίας αδυναμιών στις επεξεργασίες του ΚΚΕ και στις αντίστοιχες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, δεν υπήρχε η συλλογική ιδεολογική – πολιτική ωριμότητα που θα εξασφάλιζε την καθοδήγηση της εργατικής – λαϊκής πάλης με γνώμονα αυτό το διακύβευμα.
Βέβαια, η παραπάνω θεμελιακή αδυναμία σχετιζόταν όχι μόνο με τη συνολική στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά και ειδικότερα με την πεποίθηση ότι οι αποφάσεις και οι δράσεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων έπρεπε να εναρμονίζονται με τις προτεραιότητες της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής8, μέσα στο γενικότερο σκηνικό του συνεχιζόμενου ακόμη ιμπεριαλιστικού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συγκεκριμένη αντίληψη είχε δύο πρακτικές απολήξεις. Η πρώτη αφορούσε τον φόβο ότι η όξυνση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα θα μπορούσε να διαταράξει τη συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τα καπιταλιστικά κράτη (κυρίως Μ. Βρετανία, αλλά και ΗΠΑ) στο πλαίσιο της Αντιχιτλερικής Συμμαχίας ή να επιφέρει αρνητικές εξελίξεις για την έκβαση της ταξικής πάλης σε άλλες χώρες των Βαλκανίων, όπου τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα και το εργατικό – λαϊκό κίνημα δρούσαν με τη στήριξη και του Κόκκινου Στρατού. Η δεύτερη συνέδεε την προοπτική γενίκευσης του πολέμου με την πολιτική ή στρατιωτική υποστήριξη εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης και των αδελφών κομμάτων των Βαλκανίων.
Φυσικά, ήταν σωστό ότι το ΚΚΕ, παρά την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, συνέχιζε να θεωρεί τον εαυτό του αναπόσπαστο τμήμα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και με πνεύμα προλεταριακού διεθνισμού εξέταζε προσεκτικά τις συνέπειες που θα είχε η δική του στάση στο εργατικό – λαϊκό κίνημα και στα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα άλλων χωρών. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν λαθεμένη η αντίληψη ότι η όξυνση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη για την ταξική πάλη σε άλλες χώρες και τη δράση των αδελφών κομμάτων. Η τότε πραγματικότητα και όλη η ιστορία του εργατικού – λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος υποδεικνύουν το αντίθετο. Κάθε βήμα ενίσχυσης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της σε μια χώρα συνιστά βήμα αποδυνάμωσης της αστικής τάξης στην ταξική πάλη που διεξάγεται εθνικά, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Δεν ήταν αντικειμενική και η εκτίμηση ότι το ΚΚΕ (και κατά προέκταση η Σοβιετική Ενωση και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα) θα έπρεπε να προφυλαχθεί από τις κατηγορίες περί αποδυνάμωσης του αντιφασιστικού αγώνα, που θα εξαπέλυαν εναντίον του η ελληνική καπιταλιστική εξουσία και οι διεθνείς της σύμμαχοι, σε μια περίπτωση γενίκευσης της ένοπλης πάλης που αναγκαστικά θα συμπεριλάμβανε τη σύγκρουσή του με συμμάχους στο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα (βρετανικά στρατεύματα). Η καπιταλιστική προπαγάνδα θα προσπαθούσε σε οποιεσδήποτε συνθήκες να υπονομεύσει κάθε απόπειρα επαναστατικής δράσης των ταξικών της αντιπάλων.
Αλλωστε, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ ήταν αυτοί που είχαν πραγματικά πρωτοστατήσει στην αντιπαράθεση με τις στρατιωτικές δυνάμεις του Αξονα σε όλη την περίοδο της Κατοχής. Από την άλλη, οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που έδρευαν στην Ελλάδα και δρούσαν από κοινού με πρώην συνεργάτες των ναζί, ουσιαστικά δεν είχαν συμβολή στον αγώνα ενάντια στη ναζιστική Γερμανία. Αντίθετα, η παρουσία τους σκόπευε να διαφυλάξει βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Επιπρόσθετα, όπως θα αποδείκνυε στη συνέχεια και ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ακόμα και ο οπλισμός που συνέχιζε να έχει στα χέρια του ο ΕΛΑΣ επαρκούσε για να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας ένοπλης αντιπαράθεσης με τις εγχώριες αστικές δυνάμεις και τον βρετανικό στρατό. Και αυτό γιατί οι κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί δεν είχαν προλάβει να ανασυγκροτηθούν, ενώ οι βρετανικές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν τον έλεγχο των μεγάλων αστικών κέντρων και κρίσιμων οδών μεταφοράς, αλλά δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στρατιωτικά και οικονομικά στις απαιτήσεις μιας γενικευμένης πανελλαδικά σύγκρουσης.
Το σκεπτικό που βάρυνε στην υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας
Στις αρχές του 1945, ο Γ. Ζέβγος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, έθεσε το ζήτημα της διεθνούς υλικοστρατιωτικής ή και ηθικής – πολιτικής ενίσχυσης προς το εργατικό – λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα στον τότε κομμουνιστή πρωθυπουργό της Βουλγαρίας, Τράιτσο Κοστόβ:
«Αν θα είναι αδύνατο να έχουμε μια ηθική υποστήριξη, πρέπει να συνθηκολογήσουμε, πράγμα που σήμαινε καταστροφή για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα ή ν΄ αρχίσουμε πάλι τον πόλεμο. Εμείς θα προτιμούσαμε το δεύτερο.
(…) Ο λαός μας κουράστηκε (…) οι άνθρωποι πεινούν. Αυτές οι δυσκολίες έχουν αντανάκλαση στο ηθικό των συμμάχων μας (εννοεί τις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις που συμμετείχαν στο ΕΑΜ), μικροαστικών ομάδων που θέλουν να επιτευχθεί ομαλότητα με συμφωνία (…) Ο στρατός μας αριθμεί 50.000 – 60.000, το ηθικό του είναι υψηλό, θέλει να συγκρουστεί, όμως δεν έχει εξοπλισμό, κυρίως αντιαεροπορικά, πυροβόλα, τανκς και αντιαρματικά πυροβόλα (…) Χρειαζόμαστε αρβύλες – το 1/2 του στρατού μας είναι ξυπόλυτοι – ψωμί, ο στρατός μας πεινά».
Από την πλευρά του, ο Κοστόβ του απάντησε:
«Πολιτική υποστήριξη μπορεί να έχει η Ελλάδα μόνο από τη Σοβιετική Ένωση. Εμείς θα συνεχίζουμε να εκφράζουμε στον Τύπο τις συμπάθειές μας προς εσάς, όμως μεγάλη βοήθεια δεν μπορούμε να δώσουμε (…) Μεγάλες ελπίδες δεν μπορεί να έχετε ούτε στη Σοβιετική Ένωση, διότι η διεθνής κατάσταση είναι δυσμενής για σας. Η Γερμανία δεν έχει ακόμα συντριβεί. Είναι ανάγκη να διατηρηθεί η συμμαχία με την Αγγλία. Αν αυτή η συμμαχία καταρρεύσει, η Γερμανία μπορεί να σηκώσει και πάλι κεφάλι»9.
Σε ανάλογο πνεύμα κινούνταν το τηλεγράφημα του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚ Βουλγαρίας, Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, προς το ΠΓ του ΚΚΕ:
«Ο Παππούς (Ντιμιτρόφ) νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους Ελληνες συντρόφους απ΄ έξω γενικά αδύνατη. Βοήθεια από μέρους της Βουλγαρίας ή της Γιουγκοσλαβίας, η οποία να τους δέσμευε με το μέρος του ΕΛΑΣ εναντίον ένοπλων αγγλικών δυνάμεων, σήμερα λίγο θα βοηθήσει τους Έλληνες συντρόφους ενώ πάρα πολύ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Όλα αυτά πρέπει να τα υπολογίζουν οι φίλοι μας οι Έλληνες. Έλληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας απ΄ αυτή ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι΄ αυτούς. Δεν πρέπει να τραβήξουν το σχοινί. Αλλά να δείξουν μια εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών για να διατηρήσουν όσον το δυνατόν τις δυνάμεις τους και να περιμένουν ευνοϊκότερη στιγμή για πραγματοποίηση του δημοκρατικού τους προγράμματος. Για Ελληνικό Κόμμα το σημαντικότερο είναι να μην επιτρέψει να απομακρυνθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ. Γιατί ΕΑΜ, ΓΣΕΕ και ξεχωριστές προσωπικότητες ηγέτες δεν απευθύνονται επίσημα στα Συνδικάτα και το Εργατικό Κόμμα Αγγλίας, στις αμερικανικές μαζικές οργανώσεις και Συνδικάτα και κοινή γνώμη εξωτερικού για να διαφωτίσουν για σκοπούς και χαρακτήρα πάλης τους, για να ξεσκεπάσουν ελληνική αντιδραστική κλίκα και τους καλέσουν ενίσχυσή τους; Αυτό πρέπει να κάνουν με όλους τους δυνατούς τρόπους και μέσα ακατάπαυστα»10.
Βέβαια, στις αρχές του 1945 δεν υπήρχε καμιά περίπτωση ανάκαμψης της ναζιστικής Γερμανίας. Ούτε φυσικά και οι παρεμβάσεις του ΕΑΜ, της ΓΣΕΕ και των ελληνικών μαζικών οργανώσεων σε αστικά κόμματα (όπως Εργατικό Κόμμα Μ. Βρετανίας) ή σε συνδικάτα που ακολουθούσαν τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας (όπως αυτά της Μ. Βρετανίας ή των ΗΠΑ) και επομένως υποτάσσονταν στην εξωτερική πολιτική των καπιταλιστικών κρατών τους θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανακοπή των δολοφονικών σχεδίων της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας και των βρετανικών στρατευμάτων.
Ωστόσο, το περιεχόμενο των προηγούμενων διεθνών επαφών φαίνεται ότι επηρέασε καθοριστικά τη στάση του ΚΚΕ. Εξάλλου, η μετέπειτα τοποθέτηση του ΓΓ της ΚΕ του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκοι) Ιωσήφ Στάλιν (1950)11 που αξιολογούσε ως λάθος τη Συμφωνία της Βάρκιζας και έκρινε ως ορθή τη γενίκευση της ένοπλης αναμέτρησης δεν τεκμαίρεται ότι είχε διατυπωθεί το κρίσιμο αυτό διάστημα.
Η υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας και οι συνέπειές της
Σύμφωνα με πολύ μεταγενέστερη εκτίμηση του Θ. Χατζή12, στο ΠΓ της ΚΕ διεξαγόταν διαπάλη. Ο Σιάντος (Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ) και ο Ζέβγος, στηριζόμενοι στις απόψεις του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, υποστήριζαν τη συνέχιση του αγώνα εναντίον της Αγγλίας, ενώ η πλειοψηφία του ΠΓ ήταν υπέρ της εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης. Υπό το βάρος των προηγούμενων εξελίξεων και των διεθνών επαφών, ο Σιάντος τελικά υποχώρησε, ενώ ο Ζέβγος παρέμεινε αμετακίνητος13.
Έτσι, στις 2 Φλεβάρη 1945 ξεκίνησαν στη Βάρκιζα διαβουλεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων του ΕΑΜ και της κυβέρνησης του Ν. Πλαστήρα, που στις 12 του μήνα κατέληξαν σε συμφωνία. Η Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε την αποστράτευση και τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, του ΕΛΑΝ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Προέβλεπε ακόμα τη διασφάλιση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, την άρση του στρατιωτικού νόμου, την άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων ΕΑΜιτών, με το άρθρο 3 την αμνήστευση των «πολιτικών αδικημάτων» που διαπράχθηκαν κατά τις μάχες του Δεκέμβρη (από την οποία εξαιρούνταν τα «κοινωνικά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας», καθώς και όσοι δεν θα παρέδιδαν τα όπλα έως την προκαθορισμένη ημερομηνία της 15ης Μάρτη), την απελευθέρωση των ομήρων του ΕΛΑΣ, την παραπομπή των δοσίλογων σε δίκη, τη συγκρότηση εθνικού στρατού, την εκκαθάριση των κρατικών υπαλλήλων και των Σωμάτων Ασφαλείας από τα δοσιλογικά στοιχεία και, τέλος, τη διενέργεια το «ταχύτερον δυνατόν» ελεύθερων και γνήσιων εκλογών και δημοψηφίσματος για το πολιτειακό.
Ωστόσο, η πρόθεση τιμωρίας των δοσίλογων και εξασφάλισης πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών και γενικότερα οι μεγαλόστομες διακηρύξεις της Συμφωνίας της Βάρκιζας αποτελούσαν μόνο στάχτη στα μάτια, προκειμένου να επιτευχθεί ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Η ελληνική καπιταλιστική εξουσία και οι διεθνείς της σύμμαχοι αξιοποίησαν την απαράδεκτη Συμφωνία, ώστε να επιτεθούν στο ΚΚΕ, στο ΕΑΜ και στις άοπλες πλέον εργατικές – λαϊκές δυνάμεις και να ανατρέψουν οριστικά τον συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώθηκε στα χρόνια της Κατοχής. Γι΄ αυτό από την επόμενη μέρα της Συμφωνίας ένα πραγματικό κύμα τρομοκρατίας ξεδιπλώθηκε σε όλη τη χώρα.
Στις 10 Δεκέμβρη 1945, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κ. Ρέντης, ανακοίνωσε ότι μέχρι τότε είχαν διωχτεί 80.000 ΕΑΜίτες (για υποτιθέμενα «κοινωνικά αδικήματα» στη διάρκεια της Κατοχής), από τους οποίους 40.000 ήταν φυλακισμένοι ως υπόδικοι ή κατάδικοι, ενώ υπήρχαν ακόμα 48.000 αδιεκπεραίωτες δικογραφίες14. Στον έναν χρόνο από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας ο αιματηρός απολογισμός περιλάμβανε 1.289 δολοφονίες, 509 απόπειρες φόνου, 6.671 τραυματισμούς, 31.632 βασανισμούς, 18.767 φυλακίσεις, 84.931 συλλήψεις, 265 βιασμούς και εκατοντάδες επιθέσεις σε γραφεία και τυπογραφεία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ15. Οι βρετανικές δυνάμεις, το καπιταλιστικό κράτος και οι παρακρατικές του συμμορίες οργάνωναν μεθοδικά τη συντριβή του ΚΚΕ και του εργατικού – λαϊκού κινήματος.
Και ύστερα πάλι στο κλαρί
Ο ηρωικός και τιτάνιος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, που ξεκίνησε κάτω από χειρότερες συνθήκες, αφού είχε πλέον προχωρήσει η ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού κράτους, όπως διώξεις και εξόντωση δεκάδων χιλιάδων πρωτοπόρων κομμουνιστών και άλλων ΕΑΜιτών, υπήρξε η απαραίτητη και επιβεβλημένη απάντηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Αποτέλεσε την κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας, αφού για πρώτη και μοναδική φορά αμφισβητήθηκε η καπιταλιστική εξουσία.
Ο ΔΣΕ συνιστά τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι λάθος επιλογές του ΚΚΕ, που πληρώθηκαν βαριά κυρίως από τα μέλη και τα στελέχη του, οφείλονταν σε αδυναμίες και προβλήματα στις στρατηγικές του επεξεργασίες και όχι σε συνειδητή υποχώρηση μπροστά στον ταξικό εχθρό.
80 χρόνια μετά, όσοι επικαλούνται τη Βάρκιζα, προκειμένου να αποδείξουν το κρυφό σχέδιο του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία, αναποδογυρίζουν την ιστορική πραγματικότητα. Το ίδιο και όσοι επικαλούνται τις τότε πολιτικές αστοχίες του ΚΚΕ, προκειμένου να δικαιώσουν τις σημερινές τους προτάσεις περί ειρηνικής αναμόρφωσης του καπιταλισμού. Αν κάτι διδάσκει η τραγωδία της Βάρκιζας, είναι ότι ανεξάρτητα από προθέσεις και ευχολόγια, τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της δεν μπορούν να εκπληρωθούν στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εξουσίας, που είναι σύμφυτη με την ταξική εκμετάλλευση και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Καμιά «αριστερή», «προοδευτική» διαχείριση του καπιταλισμού δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό.
Το ΚΚΕ, μελετώντας την ακριβοπληρωμένη με αίμα πείρα του από τη μεγάλη δεκαετία του 1940, προβάλλει ακριβώς αυτό το δίδαγμα, με σκοπό να ενισχυθούν οι απαραίτητοι σημερινοί και αυριανοί ταξικοί αγώνες και να μπορέσουν να φτάσουν ως την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Αυτή θεωρεί τη μεγαλύτερη τιμή στις ανυπέρβλητες θυσίες των πρωτοπόρων της ταξικής πάλης και του λαού μας.
Παραπομπές
1. Στέφανος Σαράφης, «Ο ΕΛΑΣ», τόμ. Α, εκδ. «Σύγχρονο Βιβλίο», Αθήνα, 1964, σελ. 554 – 557.
2. Παύλος Πετρίδης (επιμ.), «Στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Αγνωστα ντοκουμέντα του ΕΑΜ (1944 – 1947)», εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα, 1998, σελ. 123 – 124.
3. Ασημάκης Πανσέληνος, «Το Δεκεμβριανό Σύμβολο», «Ελεύθερα Γράμματα», τεύχ. 30 – 31, 7.12.1945, σελ. 1 – 2.
4. Αρχείο ΚΕ του ΚΚΕ, Εγγραφο 76063, «ΓΣ. Διαταγές προς όλες τις μονάδες 1/1945»
5. Στέφανος Σαράφης, «Ο ΕΛΑΣ», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 608.
6. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμ. Β1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 438.
7. Πέτρος Ρούσος, «Η Μεγάλη Πενταετία», τόμ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1976, σελ. 347 – 348.
8. Βλ. περισσότερο αναλυτικά ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πρόλογος» στο «Ντοκουμέντα των συμμαχικών διασκέψεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» (Γιάλτα – Μόσχα – Τεχεράνη – Πότσνταμ), εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2024.
9. Βασίλης Κόντης – Σπυρίδων Σφέτας (επιμ.), «Εμφύλιος Πόλεμος. Έγγραφα από τα Γιουγκοσλαβικά και τα Βουλγαρικά Αρχεία», εκδ. «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 163 – 164.
10. Θανάσης Χατζής, «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε (1941 – 1945), τόμ. Γ΄, εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1979, σελ. 458.
11. «7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ», 14 – 18 Μάη 1950, εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1950, σελ. 26.
12. Ο Θανάσης Χατζής ήταν την προηγούμενη περίοδο στέλεχος του ΚΚΕ και Γενικός Γραμματέας του ΕΑΜ. Παραιτήθηκε από τη θέση του στο ΕΑΜ, όταν διαφώνησε με την επίσης απαράδεκτη Συμφωνία του Λιβάνου, με την οποία το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αναγνώριζαν την ανυπόληπτη στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις αστική κυβέρνηση του Καΐρου.
13. Θανάσης Χατζής, «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε (1941 – 1945)», τόμ. Γ΄, εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1979, σελ. 461.
14. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμ. Β2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 45.
15. «Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 70 χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» στο Τμήμα Ιστορίας (επιμ.), «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Συλλογή κειμένων και αρχείων», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2016, σελ. 28.
*Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι μέλος της ΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου»)
Η συμφωνία της Βάρκιζας επήλθε , διότι το κκε που ήταν ο ισχυρός βραχίονας του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, δεν ήθελε να καταλάβει το ΕΑΜ την εξουσία.
Αυτό το είχε καταλάβει- το διέβλεπε- ο Ηλίας Τσιριμώκος διαπραγματευτής εκ του ΕΑΜ , και λειτούργησε υπερ της τραγικής μερικής αμνηστίας , κατά τις εργασίες στην Βίλλα Κανελλοπούλου στην Βάρκιζα στις διαπραγματεύσεις. Και ώς γνωστόν ο Τσιριμώκος ήρθε σε επαφή με τους Εγγλέζους ( περίεργα κατ άλλους , προδοτικά κατ άλλους ) μέσα στο διάστημα των διαπραγματεύσεων.
Αλλά και Ιωάννης Σοφιανόπουλος ώς επικεφαλής διαπραγματευτής της κυβέρνησης , μόνος του μετά την συμφωνία ανέλαβε την ευθύνη της μερικής αμνηστίας, και μάλιστα λέγοντας ότι :» η δική μου επιμονή για μερική αμνηστία έπεισε και τους Εγγλέζους που είχαν δεδομένη την Γενική αμνηστία ». Στην πορεία ο κωμικοτραγικός Σοφιανόπουλος , δημόσια μετάνοιωσε οικτρά ( όπως είπε ) για την μερική αμνηστία και ήταν ο κύριος υποστηριχτής της αποχής απ τις εκλογές του 1946.
Ο Ιωάννης Γεωργάκης – εκπρόσωπος του αντιβασιλιά τότε Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στην διαπραγμάτευση της Βάρκιζας , δεν βρήκε κάτι μεμπτό στην μερική αμνηστία , και επέριξε την ευθύνη για την μη εφαρμπογή της και την λευκή ακολουθείσασα κρατική τρομοκρατία, στις κυβερνήσεις λιγότερο του Πλαστήρα ( 1-2 μήνε) και μετέπειτα του πρωθυπουργού Ναυάρχου Βούλγαρη.
Κατά τους γνώστες της εποχής, ο Ιωάννης Γεωργάκης ήταν αυτός που μέσα στις εργασίες διαπραγμάτευσης στην Βάρκιζα, έφερε σε επαφή ύποπτα τον Ηλία Τσιριμώκο με τους Εγγλέζους. Και θεωρήθηκε ύποπτη αυτή η επαφή, διότι ο Ηλίας Τσιριμώκος για να μετακινηθεί από την Βάρκιζα, χρησιμοποίησε το ψέμα της ασθενούς μητρός του στην Αθήνα.
Σε όλα τα Δεκεμβριανά, η ηγεσΊά του ΚΚΕ ,έμεινε ( άκρως περίεργα ) χωρίς πληροφόρηση για το τι έπρεπε να ακολουθήσει από το επαναστατικό κέντρο ( Μόσχα- Στάλιν- Δημητροφ), και ο απεσταλμένος της Μόσχας συνταγματαρχης Ποπώφ , ήταν σφίγγα αμίλητος μέσα στο ξενοδοχείο Γκραν Βρεττάνια στο Σύνταγμα ( έπινε και βότκα με λεμονάδα κερασμένη απ τους Άγγλους και την Ελληνική κυβέρνηση ) κατ αυτόπτες θαμώνες) , απέναντι στις προσπάθειες του ΕΑΜ και του κκε να του αποσπάσουν μια πληροφορία. — Σημείωση : Η πληροδορία για την βότκα με λεμονάδα που έπινε ο Σοβιετικός απεσταλμένος Ποπώφ , είναι πραγματική και προήλθε από Έλληνα πολιτικό της εποχής, και από έλληνες στρατιωτικούς ηγέτες της εποχής , μια και το Ξενοδοχείο Γκράν Βρεττάνια ήταν έδρα της κυβερνήσεως και στρατηγείο κατά τα Δεκεμβριανά—.
Ο ηγέτης του κκε Γ. Σιάντος στα Δεκεμβριανά, άνθρωπος συναινετικός, ήταν υπερ της κατάληψης της πρωτεύουσας απ το ΕΑΜ-κκε τις πρώτες μέρες στα Δεκεμβριανά, που αυτό ήταν εφικτό και εύκολο, πρίν προφτάσουν να ενσκύψουν τα Αγγλικά στρατεύματα ( 80000 στρατιώτες- τάνκς- αεροπλάνα ) μετά τα μέσα Δεκεμβρίου.
Ταυτόχρονα οι κυβερνητικές δυνάμεις, ωθούμενες από την Αγγλική πολιτική παρέμβαση, έδωσαν κατ απαράδεκτο τρόπο χάρη στους δοσιλόγους και συνεργασθέντες στα τάγματα ασφαλείας από το 1943, και τους χρησιμοποίησαν στα Δεκεμβριανά ώς μάχιμους οπλισμένους πρόσθετα, παρά την αντίθεση του μεγαλύτερου μέρους της πολιτικής ζωής στην Αγγλία , και τις σφοδρές πεικρίσεις της Αγγλικής αντιπολίτευσης και του τύπου στον Άγγλο πρωθυπουργό Ουίνστων Τσέρτσιλ.
Από το τέλος Οκτωβρίου του 1944 , μέσα στο ΕΑΜ είχαν καταλάβει ότι η ισχυρή παρέμβαση του κκε δεν ήθελε την κατάληψη της εξουσίας – δηλαδή την κατάληψη του κέντρου των Αθηνών ουσιαστικά ( διότι όλη η υπόλοιπη χώρα ήταν στα χέρια του ΕΑΜ). Μαζί έβλεπαν και μια υποχωρητικότητα της ηγεσίας του κκε ( κάτι σαν υποβλητικότητα ) του Γ. Σιάντου και άλλων απέναντι στις κυβερνητικές απαιτήσεις, η οποία ερμηνευόνταν ώς διάθεση συμβιβασμού , του συμβιβαστικού σαν άνθρωπος Σιάντου. Και βέβαια αυτή η συμβιβαστική διάθεση είχε σοβαρό και πραγματικό υπόβαθρο, μια και είχαν προηγηθεί οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας.
Ο ρόλος πάλι της αντιβασιλείας ( αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ) αυτή την εποχή, έστω και πιθαναγκαστικά με εγγλέζικη υπόδειξη ανέλαβε ώς αντιβασιλιάς , »υπήρξε αναιμικός» στην καλύτερη περίπτωση ( όπως εντόπισε ακριβώς και ο Νίκος Σβορώνος).
Ο ρόλος του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου στα Δεκεμβριανά, υπήρξε από ατυχής έως τραγικός. Και διότι εκ των υστέρων μπορεί νξα λέει ο Γ. Παπανδρέου, ότι :» τα Δεκεμβριανά και η πρακτική του κκε ήταν ευχής έργον για τους Εγγλέζους και την τον ίδιο ή για την Ελληνική τότε κυβέρνηση», αλλά αυτό το λέγει χρόνια μετά, γιατί ο ίδιος , παραιτήθηκε με την έναρξη των Δεκεμβριανών και την σφαγή των αόπλων την 3/12/44 στο Σύνταγμα , και μάλιστα την παραιτησή του την αποδέχτηκε πλήρως και η Αγγλική πρεβεία της Αθήνας ( Λήπερ) με πρόταση να αναλάβει ο Εμμανουήλ Σοφούλης πρωθυπουργός . Αλλά δεν την δέχτηκε ο Τσέρτσιλ. Και μάλιστα ο Τσέρτσιλ ( Τσώρτσιλ) παράγγειλε:
»κλείστε τον πρωθυπουργό Παπανδρέου σε ένα κλουβί αρκεί να παραμείνει πρωθυπουργός ». Και αυτό ( πρωθυπουργός σε κλουβί καθ υπόδειξην άλλης χώρας ) δεν τιμά ούτε τον Γ. Παπανδρέου τότε ώς πολιτικό και δη πρωθυπουργό, ούτε την Ελληνική πολιτική ,όποια υπήρχε, πραγματικότητα της εποχής.
Στην έπαυλη Κανελλοπούλου στην Βάρκιζα( σημερινή Λεωφόφορος Σχολής Ευελπίδων , που οδηγεί από την συμβολή της παραλιάκής λεωφόρου, πρός τον οικισμό της Βάρης – παρακάμπτωντας την παραλιακή πρός την Βουλιαγμένη , στην έπαυλη αυτή γυρίστηκε με τα χρόνια και φίλμ » Έγκλημα στο Κολωνάκι » το 1960. Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή. Που ο Γιάννης Μαρής ήταν ο Ιωάννης Τσιριμώκος , και ήταν 2ος εξάδελφος του Ηλία Τσιριμώκου , του εκπροσώπου του ΕΑΜ στις εργασίες της συμφωνίας της Βάρκιζας.
θ.α
Θ.Α
Παραμένει στην πολιτική οργάνωση της χώρας, αναπάντητο το ερώτημα της ισχύος των πολιτικών αποφάσεων για την εποχή, σε σχέση με την στρατιωτική οργάνωση αντίστοιχα της εποχής. Και όπως αυτή η στρατιωτική οργάνωση και η παρέμβαση του στρατού στην πολιτική ώς τότε είχε φτάσει.
Είναι γνωστό ότι ο στρατός μόνιμα αποτελούσε το σημαντικό στοιχείο άσκησης της πολιτικής στην Ελλάδα από την οθωνική περίοδο , και με κύριες παρεμβάσεις τον 20ο αιώνα, το 1909, το 192, το 1924, το 1925, το 1935 ( κατάργηση στην μέση του δρόμου του πρωθυπουργού Τσαλδάρη ) και το 1936 δικτατορία. Και έφτασε ώς το 1967 .
Είναι επίσης γνωστό ότι ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου στην κυβέρνηση που συμμετείχε και το ΕΑΜ, δέχτηκε του όρους συμφωνίας για την δημιουργία του νέου στρατεύματος με ισόποση συμμετοχή των Εαμικών δυνάμεων μαζί με τις τότε φυνάμεις Ιερός Λόχος, Ρίμινι , και ότι είχε απομείνει ώς στρατός από την κατάρευση του κράτους το 1941. Αλλά η πολιτική απόφαση αυτή ανατράπηκε από τον Άγγλο Σκόμπυ- ώς αρχιστράτηγο του στρατεύματος με αποδοχή στην συμφωνία της Καζέρτας απ το ΕΑΜ.
Άλλά ο αρχιστράτηγος Σκόμπυμ υπήγετο στις πολιτικές αποφάσεις , ή έπρεπε να υπάγεται. Δηλαδή δεν είχε δικαίωμα πολιτικής απόφασης ο Σκόμπυ, αλλά μόνο να διαχειριστεί ώς αρχιστράτηγος τον στρατό όπως αυτός ( ο στρατός) θα προέκυπτε με βάση τις πολιτικές αποφάσεις.
Δηλαδή πάλι η στρατός ώς πολιτική εμφανίστηκε ( κατά τα συνήθη ώς τότε στην πολιτική , και υποκατέστησε την κυβέρνηση ).
Η παραίτηση απ την κυβέρνηση των υπουργών του ΕΑΜ , τέλη Νοεμβρίου 1944 ήταν μονόδρομος , εφ όσον εξέπιπτε η ίδια η πολιτική , ώς διαχείρηση της κρατικής οργάνωσης, και υποκαθιστούνταν από τον στρατό που απεφάσιζε ( πώς θα συγκροτηθούν οι ένοπλες δυνάμεις με αφοπλισμό μονομερώς του ΕΛΑΣ ).
Τα υπόλοιπα από κεί και πέρα- αμέσως Δεκεμβριανά – Συμφωνία της Βάρκιζας- Λευκή τρομοκρατρία- και κύριο κομμάτι ευθύνης στο ίδιο το στρατοκρατούμενο κράτος για τον τραγικό εμφύλιο πόλεμο 1946-1949 – είχαν δρομολογηθεί.
Όπως και είχε δρομολογηθεί και το παρακράτος ( κύρια στρατιωτικό το οπoίο ώς δύναμη εξουσίας χρησιμοποιούσαν και οι κυβερνήσεις της δεκαετίας , με συμβολισμό χρήσης το 1958 -1963 , και έδωσε τα αποτελέσματα του 1965-1967 και την δικτατορία.