Στον Ξενοφώντα Γρηγόρη «προς ένδειξη ευγνωμοσύνης» – Ποίημα του Ζώη Φίλιππα
O Ξεν. Γρηγόρης (αριστ. πρώτος) στην κηδεία του παλαίμαχου κομμουνιστή Στάθη Ζαβιτσάνου (Σταθιού)
Το τετράδιο που έχουμε στα χέρια μας είναι ένα από εκείνα τα παλιά μαθητικά τετράδια, χρώματος μπλε με πλαστικό εξώφυλλο και 50 φύλλα. Οι μισές σελίδες του είναι γεμάτες με ποιήματα αφιερωμένα σε αγωνιστές και αγωνίστριες του λαϊκού κινήματος του νησιού μας: στην Πόπη Μάλφα, τον Πάνο Γιαννούλη, τον Μήτρο Γιαννούλη, τον Ξενοφώντα Γρηγόρη, αλλά και στον Στέφανο Σαράφη, καθώς και διάφορα άλλα που αναφέρονται σε πολιτικά πρόσωπα και καταστάσεις, κυρίως, των δεκαετιών 1980 και 1990.
Η γραφή είναι πυκνή και ευανάγνωστη, γραμμένη με κόκκινο στυλό και ανεπιτήδευτες ανορθογραφίες, από εκείνες τις ωραίες των απλών λαϊκών ανθρώπων που κάθε άλλο παρά μάτι βγάζουν και θυμίζουν τον αείμνηστο Μποστ (Μέντη Μποσταντζόγλου). Όλα σχεδόν τα ποιήματα συνοδεύονται στην αρχή από τις απαραίτητες επεξηγήσεις. Τα ποιήματα τα έχει γράψει ο αγωνιστής και λαϊκός ποιητής Ζώης Φίλιππας του Σπύρου, από τον Δρυμώνα Λευκάδα. Ο ίδιος αυτοπαρουσιάζεται ως «ο αγράμματος ποιητής εκ Δρυμώνος Λευκάδας, απόφοιτος των φυλακών Γιαννίνων, Πρεβέζης, Λευκάδας, Αστακού, Πατρών, Κεφαλονιάς, Μεσολογγίου και Γυάρου, Καπετάνιος της μαχητικής ομάδας του ΕΛΑΣ Δρυμώνα».
Παρουσιάζουμε πιο κάτω το ποίημα που έγραψε «προς ένδειξη ευγνωμοσύνης» στο Γιατρό και Αγωνιστή της Λευκάδας Ξενοφώντα Γρηγόρη (οι υπογραμμίσεις με μαύρα γράμματα είναι δικές μας, ενώ προβήκαμε ακόμη στις απαραίτητες ορθογραφικές διορθώσεις).
Αντάριασε το Περγαντί, σκοτείνιασε η Λάμια
και στη Λευκάδα τρέχουνε τα δάκρυα ποτάμια.
Κλαίει Καρυά και Εγκλουβή, Σφακιώτες, Σπανοχώρι
κι όλοι στα μαύρα ντύθηκαν για το Γιατρό Γρηγόρη.
Πενθοφορεί Αλέξανδρος, Κατούνα και Νικιάνα
γιατί λεβέντη σαν κι αυτόν δεν θα γεννήσει μάνα.
Τονε θρηνεί η Απόλπαινα, Φρύνι και Τσουκαλάδες
κι όλοι στον τάφο φτάσανε μ΄ αμέτρητες λαμπάδες.
Τον κλαίν΄ Ελάτη, Σταυρωτά, Σκάροι και Μέγα Όρος
Τον κλαίει όλη η Ηπειρος κι όλο το Μακρυνόρος.
Τον κλαίν΄ του Βάλτου τα χωριά, κι όλη η Ακαρνανία
Μοναστηράκι, Βόνιτσα και η Αμφιλοχία
Τα Γιάννενα, η Πρέβεζα, Άρτα και Φιλιππιάδα
στέλνουν συλλυπητήρια στη μάνα του Λευκάδα.
Και την ρωτούν αν πρόκειται ξανά για να γεννήσει
άνθρωπο τέτοιον σαν αυτόν να αντικαταστήσει.
Και η Λευκάδα απαντά, τόχω καημό μεγάλο
μα δυστυχώς εστέρεψα, δεν θα γεννήσω άλλον.
Πάει ο γιατρός επέθανε κι άφησε τη Λευκάδα
παντέρημη και ορφανή σα νάναι χήρα μάνα.
Εκεί γιατρέ μου που θα πας δεν έχει επιστρόφια,
όμως θα βρεις τους φίλους σου και τα παλιά συντρόφια.
Θα ανταμώσεις το Ζανιά και τον παπά Φασούλη,
τον μπάρμπα Γιάννη το Γαζή, τον Πάνο το Γιαννούλη.
Θα σμίξετε με το Σταθιό και τον παπά τον Στάθη,
με τον Βασίλη Τάμπανο, το Γιώργο Καλαφάτη.
Θα δεις το Νίκο Καρελή και το Θωμά Θεράπο,
κι αν σε ρωτήσουνε γιατρέ, για κάποιο Κώστα Κάππο
πέστους πως μήδησε κι αυτός, έγινε καταδότης,
αρνήθηκε το Κόμμα του κι έγινε προδότης.
Όταν θα φτάσεις κει Γιατρέ, θα βρεις δυο μονοπάτια,
το ένα πάει δεξιά, με ασφελαχτούς κι αγκάθια,
και που το λένε κόλαση, εκεί είναι οι προδότες,
και τ΄ άλλο πάει αριστερά, είναι οι πατριώτες.
Κι αν αγναντέψεις μακρυά στα τάρταρα στον Άδη,
θα δεις τον Αρχιστράτηγο το Μάρκο Βαφειάδη,
θάναι χωμένος ως τ΄ αυτιά στη λάσπη και στο χώμα,
γιατί κι αυτός επρόδωσε κι αντάρτικο και Κόμμα.
Κι όταν θα πας αριστερά θα δεις το περιβόλι
εκ΄ είναι οι συντρόφοι σου σε περιμένουν όλοι.
Εκ΄ είναι ο παράδεισος, με δάφνες και λουλούδια,
θα σε δεχτούνε με φιλιά κι αντάρτικα τραγούδια.
Θα σ΄ αγκαλιάσει ο Νικολός κι ο Τάκης ο Βεργίνης,
και θα σου πουν, εδώ Γιατρέ τώρα και συ θα μείνεις.
Θα δεις τον Καπετάνιο μας τον Άρη Βελουχιώτη
νάναι καβάλα στ΄ άλογο όλο ζωή και νιότη.
Και θα σου πεί, εγώ Γιατρέ είμαι αδικημένος
από πολλούς συντρόφους μας, και αδικοσκοτωμένος.
Δεν θέλησα τη Βάρκιζα κι αυτοί μ΄ αποκηρύξαν
και με συκοφαντήσανε, μεσ΄ τη φωτιά με ρίξαν.
Αν ημπορούσα ν΄ ανεβώ στη γη Γιατρέ μου πίσω,
θάφτιαχνα πάλι αντάρτικο για να τους πελεκήσω
Να καθαρίσω τη βρωμιά, τη λέρα και την ψώρα,
τότε θα δει ανάσταση η δύστυχη η χώρα.
Θα βρεις πολλούς αγωνιστές και γέρους βετεράνους,
θα βρεις και ένα γέροντα από τους Πηγαδησάνους.
Είναι πατέρας της Λενιώς, της Πόπης και του Νίκου,
είχε καρδιά Λεονταριού και γνώμη σαν του Λύκου.
Κώστα τον λένε στ΄ όνομα, Μάλφα το επίθετό του
ολόρθιος επέθανε, ψηλά το μέτωπό του.
Τον ερχομό σου μάθανε και βρίσκονται στο πόδι
κι όταν Γιατρέ θα πρωτομπείς θα δεις τον Κατωπόδη,
τον Ταγματάρχη Ήρωα με τρυπημένα στήθια
που έπεσε για Λευτεριά, για προκοπή κι αλήθεια.
Αυτόν που ο Τουλιόπουλος τούπε να τον χαρίσει,
να γίνει φιλογερμανός στον τοίχο να μην το στήσει,
τον έφτυσε κατάμουτρα, του λέει είσαι προδότης,
δεν πρέπει εσύ να λέγεσαι έλληνας στρατιώτης1.
Θα βρεις Γιατρέ και τον παπά το γέρο Μπακατσόλη,
το δάσκαλο απ΄ το Κομλιό, και το Λαδιά Αποστόλη.
Και το γιατρό το Νίκαντρο, το Γλένη το Λευτέρη,
όλοι εκεί θα βρίσκονται, εκεί σ΄ αυτά τα μέρη.
Και τον παλιό αγωνιστή το Στάθη το Καλύβα,
με τη λεβέντικη θωριά, το μάτι σα γαρίδα.
Θα δεις και τον παλαίμαχο Αντώνη Καλοκαίρη,
με τον Κωστάκη τον κουτσό, πιασμένοι χέρι χέρι.
Θα τους ρωτήσεις να σου πουν και να σου μολογήσουν
πως έκαναν τους Ιταλούς να συνθηκολογήσουν.
Θα δεις και το Θωμά Γουρζή, το Γιάννη τον Αμόνα,
θα δεις τον Κώστα Φίλιππα, δάσκαλο απ΄ το Δρυμώνα.
Και σ΄ ένα δέντρο φουντωτό με τα πολλά κλωνάρια
θα κάθονται στον ίσκιο του της Πούντας τα λιοντάρια.
Ο Ζώης Παπαδόπουλος κι ο Νίκος Παπλογιάννης
και ο Γεράσιμος Θερμός και ο Μπαλέρτας Γιάννης.
Με τις αρμάθες σταυρωτές, τ΄ αυτόματα στο χέρι,
για να κοιμούνται οι Γέροντες και να φυλάν καρτέρι.
Κι όταν σε δούνε κι έρχεσαι, για να σε χαιρετίσουν,
Θα ρίξουν δέκα μπαταριές να σε καλωσορίσουν.
Και θα σειστεί ο παράδεισος και τα πουλιά κι αηδόνια
θα τραγουδήσουνε γιατρέ για τα παλιά σου χρόνια.
Είναι πολλοί οι Ήρωες κι όλους δεν τους θυμάμαι,
είμαι και λίγο γέροντας και να με συμπαθάνε,
το λέω, το υπόσχομαι, όταν θα συνεχίσω,
όλοι τους θα μνημονευτούν, κανένα δεν θα αφήσω.
Ζώης Φίλιππας
Στην εισαγωγή του ποιήματός του γράφει ο λαϊκός ποητής:
Το 1988 η Λευκάδα έχασε για πάντα ένα απ΄ τα καλύτερα παιδιά της, τον άνθρωπο, τον επιστήμονα, τον επαναστάτη και αφιλοκερδή Γιατρό Ξενοφώντα Γρηγόρη.
Ο αναντικατάστατος και πάντα γελαστός αυτός άνθρωπος γεννήθηκε στο Σπανοχώρι της Λευκάδας το 1904 από γονείς αγρότες. Σπούδασε την Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και αναδείχτηκε ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής εκείνης. Μέχρι την τελευταία πνοή της ζωής του έμεινε πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη και συμπαραστάτης της εργατοαγροτιάς, της φτωχολογιάς, των αρρώστων και αναπήρων.
Ο δημοκρατικός λαός της Λευκάδας αναγνωρίζοντας τις μεγάλες υπηρεσίες που προσέφερε σ΄ ολόκληρο το νησί και εμπνέοντας την εμπιστοσύνη του τον στέλνει δύο φορές αντιπρόσωπό του στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Η φήμη του είχε σκεπάσει όχι μόνο τη Λευκάδα και τους γύρω νομούς, αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα. Θα σας πω μια περίπτωση που είδα με τα μάτια μου και άκουσα με τ΄ αυτιά μου. Όταν το 1967 με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών είμαστε συνεξόριστοι στο αφιλόξενο ξερονήσι των Κυκλάδων, τη Γυάρο, ένας Ταγματάρχης του ΕΛΑΣ ονόματι Σωτήρης Λιάβας από κάποιο χωριό των Γρεβενών με ρώτησε: Ποιος είναι ο γιατρός ο Γρηγόρης; Να, αυτός του λέω. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό και μου λέει: Άαααα αυτός είναι. Τι περίμενες του λέω να δεις κάνα Γίγαντα; Αυτός είναι. Πήγε κοντά του, τον χαιρέτισε και από τότε έγιναν δύο καλοί φίλοι.
Όμως η πολιτεία δυστυχώς τόσο αυτόν, όσο και τη γυναίκα του, για τη μεγάλη φιλανθρωπία τους τούς δικαίωσε με φυλακές, μουντρούμια, βασανιστήρια και εξορίες (αλά Κολοκοτρώνη).
Εγώ που τα γράφω αυτά είμαι ένα γέροντας από το Δρυμώνα της Λευκάδας, παλιός το κατά δύναμη αγωνιστής και τακτικός αναγνώστης του Ριζοσπάστη. Λέγομαι Ζώης Φίλιππας του Σπύρου. Μένω κατά διαστήματα στο Γουδί της Αθήνας. Όταν ανοίγω τον Ριζοσπάστη ψάχνω μήπως εκεί που γράφει για μορφές Αγωνιστών δω και διαβάσω λίγα απ΄ την μακρόχρονη και αγωνιστική του ζωή, καθώς και τη φωτογραφία του.
Δυστυχώς όμως φαίνεται πως όλοι οι Λευκαδίτες πολύ γρήγορα τον ξεχάσαμε. Που οφείλεται αυτό δεν το γνωρίζω. Εγώ προσωπικά ούτε τον ξέχασα ούτε πρόκειται να τον ξεχάσω. Γι΄ αυτό προς ένδειξη ευγνωμοσύνης του αφιερώνω το παρακάτω ποίημα, χωρίς βέβαια να παραστήσω κάνα Βάρναλη ή κάνα Βαλαωρίτη.
Πηγή: Αρχείο Πόπης Μάλφα-Ζακυνθινού
_______________________________________
1 Σημείωση του λαϊκού ποιητή: Ο Τουλιόπουλος ήταν ένας ψευτοαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Υπηρέτησε ως υπολοχαγός κάτω από τις διαταγές του Καρσάνου Ήρωα Ταγματάρχη Κώστα Κατωπόδη. Αργότερα, με την είσοδο των Γερμανών στη χώρα μας, έγινε συνεργάτης του καταχτητή και στη συνέχεια αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας σ΄ ολόκληρη την Ακαρνανία. Αυτός οδήγησε το 1944 τη Μεγάλη Παρασκευή στο Αγρίνιο τον Ταγματάρχη μας μαζί με 120 απ΄ τα πιο διαλεχτά παλικάρια της Αντίστασης στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τις 15 Απρίλη τρεις μεγάλες Παρασκευές: Μεγάλη Παρασκευή του Γολγοθά, Μεγάλη Παρασκευή στο Αγρίνιο, Μεγάλη Παρασκευή στο Βερολίνο. (Συνεχίζεται το ποίημα).