Λίγο πριν τη Θεία γέννηση (διήγημα της Κατερίνας Λιβιτσάνου Ντάνου) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Δεκ 20th, 2024

Λίγο πριν τη Θεία γέννηση (διήγημα της Κατερίνας Λιβιτσάνου Ντάνου)

κοψιμο_σταυρου_Χριστουγεννα_εθιμα

– Επιτέλους Γιαννιώ μαζεύτηκες σπίτι. Έλα να με βοηθήσεις στις δουλειές και δε θα προλάβω. Σουρουπώνει σε λίγο κι εγώ…

– Ωχ βρε μάνα, μια φορά να σ’ ακούσω να πεις πως δεν έχεις δουλειές. Έπειτα όλο εγώ την πληρώνω. Φώναξε και τον άλλο. Α, δε σου ‘δειξα τα καλούδια απ’ τα κάλαντα.

– Άφησε τώρα τις χασομέρειες. Βάλε κι εσύ στολίδια στο δέντρο να τελειώνουμε. Έπειτα έχω να βάλω σίδερο, να φτιάξω τα κανάλια απ’ το φόρεμα. Αύριο πάμε εκκλησία, το ξέχασες; Θέλω χρόνο γι’ αυτό. Κι έπειτα ο Σταυρός…

– Καλά, καλά ηρέμησε, όλα θα γίνουν.

Μάνα και κόρη στη σάλα του σπιτιού. Παραμονές Χριστουγέννων του 1962, στο χωριό, εννιά χιλιόμετρα μακριά απ’ την πρωτεύουσα του νησιού. Κι ο άλλος π’ ανέφερε η Γιαννιώ ήταν ο Στάθης, ο γιος της οικογένειας, που όμως την ενοχλούσε που δεν τον έβαζαν να κάνει αγγαρείες.

Νωρίς το πρωί τα δύο αδέρφια είχαν πάει στο χωριό για τα κάλαντα. Πριν όμως, η Γιαννιώ βοήθησε τη μητέρα της, τη Μηλιά, να φτιάξουν το Σταυρό, το Χριστοκούλουρο, τις βλάχες. Ήταν χαρά της να στολίζει το ζυμάρι με σταφίδες, καρύδια κι αμύγδαλα. Τρελαινόταν επίσης να πλάθει μουστοκούλουρα, που μοσχολοβούσαν απ’ το πετιμέζι και έφτιαχνε διάφορα σχήματα. Μετά άναβε ο φούρνος για το ψήσιμο, σ’ αυτό βοηθούσε λίγο κι η γιαγιά Γιαννούλα – Ακούς εκεί το Γιαννούλα να το κάνουν Γιαννιώ, έλεγε και ξανάλεγε κάθε φορά που άκουγε το όνομα της εγγονής της.

Τα παιδιά γύρισαν όλο το χωριό και φέρανε κάμποσες δραχμές, κυρίως όμως τους έδωσαν κουλούρια, αυγά, αμύγδαλα, καρύδια, πορτοκάλια, πίτα, μέχρι και τζούκια που κάποιες νοικοκυρές είχαν φυλάξει απ’ τον Οκτώβρη. Ήταν ευλογία για την οικογένεια να λένε τα παιδιά τα κάλαντα στο χωριό.

Και μέχρι να επιστρέψουν, πεθερά και νύφη έφταιξαν τους κουραμπιέδες, μια και τα Χριστούγεννα ήταν η γιορτή του Χρήστου. Μετά ετοίμασαν τον κόκορα, τον κοκοτό, όπως τον έλεγαν που τον τάιζαν απ’ το καλοκαίρι, για να είναι μεγάλος τα Χριστούγεννα.

Όσο για τους άνδρες, αυτοί φρόντισαν τα ζώα, ψώνισαν απ’ το μπακάλη ό,τι έλειπε και μετά το μεσημέρι έφεραν το δέντρο, ένα κυπαρίσσι που έκοψαν απ’ το βουνό, με πολλά κυπαρισσόμηλα. Ο Χρήστος ήταν σεβαστικός στον πατέρα του, το Στάθη. Μα εκείνος αρχηγός, ήθελε πάντα να γίνεται το δικό του. Φρόντιζε να τηρούνται τα έθιμα, ειδικά αυτές τις άγιες μέρες, που έπρεπε όλα να είναι στην εντέλεια.

Μετά τη μεγάλη νηστεία, ανέβαιναν στη γη οι Καλικάντζαροι. Επομένως στις γωνίες του σπιτιού έριχνε στάχτη, για να μην πλησιάζουν εκεί τη νύχτα. Μα την παραμονή των Χριστουγέννων έπρεπε να μαζευτούν όλοι στο τραπέζι. Εκείνο το βράδυ άναψε τη φωτιά, έβαλε το ράδιο και μαζί με τα παιδιά κάθισε στο τζάκι, όπου άρχισε να διηγείται ιστορίες απ’ τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.

Το σπίτι έλαμπε. Η μοδίστρα έφερε το φόρεμα της Γιαννιώς, η Μηλιά την πλήρωσε με λάδι κι έκανε τις τελευταίες δουλειές. Η γιαγιά Γιαννούλα ανησύχησε που ο Χρήστος καθυστέρησε στο καφενείο.

– Τι κάνει τώρα αυτό το παιδί, θα ‘ρθει η ώρα να κόψουμε το Σταυρό και θα φωνάζει πάλι ο αφέντης.

– Γιαγιά, μην ξαναπείς έτσι τον άνδρα σου, είπε η Γιαννιώ, ακούς αφέντης.

– Ναι, έτσι πρέπει να είναι οι άνδρες, όχι όπως τώρα που κάποιες τους κάνουν όπως θέλουν.

– Καλά, καλά, έλα τώρα να δεις το φόρεμά μου.

Προχώρησαν στην κάμαρη. Η Μηλιά έστρωσε το γιορτινό τραπεζομάντιλο, η πάντα στον τοίχο είχε κεντημένο το «Καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένος ο νέος χρόνος», το δέντρο έλαμπε απ’ τα στολίδια, η κασέλα ήταν στρωμένη με καρπέτα, την πιο καλή προίκα της Μηλιάς. Είχε σουρουπώσει για τα καλά. Ο Χρήστος γύρισε απ’ το καφενείο και έριξε κι άλλα κούτσουρα στη φωτιά.

Ήρθε η ώρα να κόψουν το Σταυρό. Κάθισαν όλοι γύρω στο τραπέζι. Στην καλύτερη θέση ο παππούς Στάθης, δίπλα η γιαγιά Γιαννούλα, μετά ο Χρήστος, η Μηλιά, η Γιαννιώ και ο μικρός Στάθης. Ο παππούς ακούμπησε το Σταυρό πάνω στο λάδι και το κρασί. Είπε τις ευχές του για τους ανθρώπους, τα ζώα, τα κτήματα, τον κόσμο όλο. Τον σταύρωσε. Ο καθένας έβαλε το χέρι του και τράβηξε ένα κομμάτι.

– Άντε και του χρόνου και καλώς να δεχτούμε το Χριστούλη.

Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένας δυνατός χτύπος στην πόρτα. Όλοι πάγωσαν, μα πιο πολύ τα παιδιά.

– Ανοίξτε χριστιανοί.

Ο Χρήστος σηκώθηκε. Έπρεπε να δει τι γινόταν.

– Καλησπέρα, να σας φυλάει ο Θεός, αφήστε με να μπω…

– Ποια είσαι κυρά μου, αναφώνησε ο μπάρμπα Στάθης, ενώ τα παιδιά τρομαγμένα έβλεπαν την ταλαιπωρημένη, μαυροφόρα γυναίκα, που στεκόταν στη σκάλα. Ήταν ηλικιωμένη και χήρα, αφού το κατάμαυρο μαντίλι της έκρυβε το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της.

– Είμαι… απ’ την Άρτα.

– Και πώς βρέθηκες εδώ, τέτοια βραδιά;

– Πού να σας λέω τα βάσανά μου…

– Έλα μέσα, κάθισε στη φωτιά να ζεσταθείς.

– Να σας φυλάει ο Χριστούλης, να ‘στε καλά…

Πλησίασε στη φωτιά με σκυμμένο κεφάλι. Η Μηλιά της έφερε ζεστές κάλτσες, της έδωσε κονιάκ να ζεσταθεί, της μιλούσε…

– Πήγαινα στην Εξάνθεια για τις γιορτές. Εκεί είναι παντρεμένη η κόρη μου κι αφού είμαι μόνη είπα ν’ ανασάνω λίγες μέρες. Μα δε λογάριασα το χρόνο καλά. Ως τη Χώρα μ’ έφερε ένας με τ’ αμάξι. Μετά νόμισα πως θα φτάσω σιγά – σιγά. Το πήρα με τα πόδια. Ο ανήφορος με δυσκόλεψε. Νύχτωσα. Έπιασε και το χιόνι. Θα μείνω εδώ κι αύριο, πρωί – πρωί θα φύγω. Συγνώμη, αν σας χάλασα τη βραδιά.

– Μα τι λες τώρα; Έλα, κάθισε στο τραπέζι να φάμε μαζί, είπε ο παππούς.

– Δεν έχω όρεξη. Ένα τσάι μόνο φτάνει. Άλλωστε νηστεύω απόψε, του Σταυρού. Αύριο θα φάμε, με την κόρη και τα εγγόνια μου στην Εξάνθεια. Θα φτάσω ως το μεσημέρι, έτσι δεν είναι;

– Έλα, κι εμείς νηστεύουμε, ό,τι έχουμε θα φας. Αύριο θα πας και στην κόρη
σου, είπε ο Χρήστος.

Τα παιδιά ηρέμησαν, η γυναίκα κάθισε στο τραπέζι. Ήταν αμήχανη, όμως προσπαθούσαν να την κάνουν να νιώσει άνετα. Η ώρα περνούσε. Η Μηλιά της έστρωσε να κοιμηθεί στην κασέλα, δίπλα στη φωτιά. Την καθησύχασαν. Εκείνη τους ευχαριστούσε συνέχεια. Ήταν μια βραδιά που σε λίγο θα ‘φερνε στη γη το Χριστό, όμως η ηλικιωμένη γυναίκα στάθηκε τυχερή που το σπίτι αυτό βρέθηκε στο δρόμο της προς την Εξάνθεια. Ποτέ δεν είχε ξανακάνει αυτό το δρομολόγιο και κανείς δε βρέθηκε στη χώρα να της εξηγήσει πως πρέπει να βρει ένα άλλο αμάξι ή ζώο να φτάσει στην κόρη της. Για πολύν καιρό θα θυμόταν αυτή τη βραδιά: τους ανθρώπους, τη ζεστασιά, τη φιλοξενία, την καλοσύνη. Μα πρώτα θα διηγούνταν στα εγγόνια της την ευλογία του Χριστού και την καλή της τύχη…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το διήγημα περιλαμβάνετει στο βιβλίο μου “ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΣΦΑΚΙΩΤΕΣ” (εκδόσεις ΠΑΣΧΕΝΤΗ, 2010)

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ – ΝΤΑΝΟΥ



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>