Η Τραγωδία των Ανταρτών της Λευκάδας τον Ιούνιο 1947 – Μέρος Γ΄ (του Ηλία Θερμού)
Ο Αλεξανδρίτης Τάσος Μανωλίτσης, πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου Πάνου Γιαννούλη
Του Ηλία ΘΕΡΜΟΥ*
Επισκέψεις μου στην Πούντα το 1976.
Επίσκεψη στην Πούντα στις 18 Αυγούστου 1976 με τον Γεράσιμο Θερμό – Μεμά του Κωστάγγελου. Βρήκαμε τον φύλακα στο κτήμα του Μαλακάση. Μας είπε ότι μετά τη μάχη δόθηκε εντολή από την αστυνομία να μην θαφτούν τα πτώματα. Η μάχη έγινε την Κυριακή 22 Ιουνίου. Μας είπε επίσης ότι μετά που πήγαιναν στο κτήμα για να οργώσουν, έβρισκαν κόκκαλα σκόρπια και ρούχα πάνω στις μάζες. Τα πτώματα τα έφαγαν τα όρνια και τα διαμέλισαν τα τσακάλια και έτσι σκορπίστηκαν σε μεγάλη έκταση στην περιοχή του κτήματος.
Στις 20 Αυγούστου 1976 – δεύτερη επίσκεψη στην Πούντα με τους Σπύρο Κοντογιώργη Ρουπάκη, Πρόεδρο της Εγκλουβής και Μπάμπη Κοντογιώργη του Παππά, οικοδόμο από την Εγκλουβή. Συναντήσαμε τον Θανάση Μαλακάση που έχει το κτήμα μαζί με τον αδελφό του. Μας είπε ότι τους δόθηκε εντολή να μην ταφούν τα πτώματα που είχε σαν αποτέλεσμα να διαμελιστούν τα πτώματα από τα πουλιά και τα τσακάλια.
Μας είπε ότι ο Γεράσιμος (ο δάσκαλος όπως είπε) σκοτώθηκε περίπου 100 μέτρα δεξιά από το σπίτι τους και σε βάθος 50-70 μέτρα από τη θάλασσα. Είπε ότι χτυπήθηκε από πολυβόλο που ήταν στην απέναντι όχθη του ιβαριού – αυλακιού προς τον κάμπο την ώρα που περνούσε ένα μικρό όχτο – μάζα. Δεν πρόφτασε να καλυφθεί από τον όχτο.
Ο Παπλαγιάννης σκοτώθηκε από Κεφαλονίτη χωροφύλακα που ήταν πάνω σε μοτοσυκλέτα περίπου 150-200 μέτρα μπροστά και δεξιά από το σπίτι προς τη μεριά του κάμπου-βουνού. Όταν το αυτόματο έπαθε εμπλοκή ρίχτηκε με το μαχαίρι στον διοικητή της αστυνομίας.
Για την επόμενη ημέρα τις 23 Ιουνίου 1947, έχουμε τη μαρτυρία του Σπύρου Φίλιππα από τον Δρυμώνα στις 30 Ιουλίου 1979:
Κατά το μεσημέρι την επόμενη της μάχης στην Πούντα (δηλαδή Δευτέρα 23 Ιουνίου 1947), είδε ένα Ντόιτσζ διαξονικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ως συνοδηγός ο υπομοίραρχος Σταύρος Ν. Γιαννακόπουλος να έρχεται από το Κάστρο προς την πόλη της Λευκάδας με κατεύθυνση το παζάρι και την πλατεία. Στα φτερά του αυτοκινήτου επέβαιναν δύο χωροφύλακες, ο ένας στο δεξιό και ο άλλος στο αριστερό. Είχε χωροφύλακες και στην καρότσα. Το αυτοκίνητο ήταν στολισμένο με κεφάλια των ανταρτών που έπεσαν στην Πούντα. Ο χωροφύλακας στο δεξιό φτερό κρατούσε ένα κεφάλι από τα μαλλιά και ο χωροφύλακας στο αριστερό φτερό κρατούσε επίσης ένα κεφάλι με το αριστερό του χέρι. Κεφάλια επίσης ήταν δεμένα και πάνω στο ψυγείο του αυτοκινήτου προς το καπό. Δεν θυμάται ακριβώς αν κρατούσαν και οι χωροφύλακες που επέβαιναν στην καρότσα κεφάλια. Ίσως.
Ο Σπύρος Φίλιππας είπε ότι ο Σταύρος Γιαννακόπουλος ήταν παρών όταν έκοψαν τα κεφάλια. Είπε επίσης ότι 3 κεφάλια ήταν κομμένα κανονικά χωρίς να φαίνεται ανωμαλία από το μαχαίρι του δημίου. Δηλαδή ξεσκισμένα ή κακοποιημένα. Ο κόσμος που τα είδε συμπέραινε ότι θα έπρεπε αυτά να είναι από νεκρούς ήδη αντάρτες. Αντάρτες που είχαν φονευθεί στον τόπο. Όμως τα υπόλοιπα 4 κεφάλια έφεραν σημάδια κακοποίησης και ο κόσμος – μαζί με πληροφορίες που υπήρχαν – συμπέραινε ότι οι 4 αυτοί αντάρτες ήταν τραυματίες και τους έσφαξαν ζωντανούς. Ίσως η αντίσταση των τραυματιών και η πάλη τους με τον δήμιο να είχε σαν αποτέλεσμα τις κακοποιήσεις.
Τα κεφάλια εκτέθηκαν πρώτα πάνω στη μάντρα του τμήματος. Τους έβαζαν τσιγάρα στο στόμα, γαρύφαλλα, κλπ. Στην πλατεία τα κλωτσούσαν και έπαιζαν ποδόσφαιρο. Μετά κρέμασαν στο πεντοφάνταρο 5 από τα 7 κεφάλια και τα είχαν εκτεθειμένα για 3 ημέρες αιωρούμενα στο πεντοφάναρο. Στη συνέχεια τα πήγαν πάλι στη μάντρα της αστυνομίας. Τα έβαλαν σε ένα σακί. Μόνο όταν άρχισαν να αποσυντίθενται επέτρεψαν να θαφτούν στο νεκροταφείο σε άγνωστο μέρος. Αργότερα κάποιος φύλακας στο νεκροταφείο ανέφερε ότι θάφτηκαν κάτω από ένα κυπαρίσσι κοντά στον τοίχο του νεκροταφείου στη σημερινή οδό Φιλοσόφων. Νεκροθάφτης ήταν ο Γιάννης, ένας γέρος και πολύ ψηλός που μένει πίσω στην Ηλεκτρική.
Ύστερα από αυτή την ανείπωτη πράξη της Αστυνομίας και σε πλήρη γνώση του Νομάρχη Λευκάδας όπου το γραφείο του στο κτίριο της Νομαρχίας στον 2ο όροφο βλέπει στην πλατεία της πόλης και ακριβώς απέναντι από το Πεντοφάναρο θα αποτελεί διαχρονικά στίγμα στην μακραίωνη πολιτιστική ιστορία της Λευκάδας όπου αυτό ακριβώς το έγκλημα πολέμου αποτελεί από την αρχαιότητα προσβολή στον ελληνικό πολιτισμό όταν ατιμάζονται οι νεκροί που μένουν ανενταφίαστοι.
Η γενναιότητα αυτή των ηρώων στον Αλβανικό Πόλεμο και στην Εθνική Αντίσταση υπογραμμίζει την τραγωδία της Ελλάδας στην εποχή της ξενικής επέμβασης τα Δεκεμβριανά, την τρομοκρατία και τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Η Δημοτική Αρχή της Λευκάδας καλείται να τιμήσει επιτέλους αυτούς τους αγωνιστές:
Να μετονομαστεί η Πλατεία Λευκάδας σε Πλατεία Ηρώων Αγωνιστών.
Να κατασκευάσει ένα κενοτάφιο στο δημοτικό νεκροταφείο της πόλης με τα ονόματα αυτών των αγωνιστών τιμώντας έτσι τους αγώνες τους για την πατρίδα και τη δημοκρατία, όπως γράφει ο Περικλής στον Επιτάφιο το 430 π.Χ. στο νεκροταφείο της Αθήνας, όπου τιμήθηκαν οι πρώτοι νεκροί του Πελοποννησιακού Πολέμου.
«Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». «Διότι τάφος των επιφανών ανδρών είναι κάθε τόπος, και δεν σώζεται το όνομά τους μόνο σε επιγραφές στην πατρίδα τους, αλλά διατηρείται η ανάμνησή τους και στις μακρινές χώρες, πιο πολύ στις μνήμες, στις καρδιές των ανθρώπων παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους».
Συζήτηση με τον Σπύρο Θερμό-Παππά, στις 24 Ιουνίου 1979
Στην Πούντα την πρώτη μέρα έμειναν στον όχτο προς τη θάλασσα χωρίς να είναι καλυμμένοι από τα φύκια και τοποθέτησαν και σκοπό για να κοιτάζει. Τη δεύτερη με 22 Ιουνίου σκεπάστηκαν με φύκια χωρίς να φαίνονται. Φαινόταν όμως κάπως ο Ζώης (Φασόλιας) Κούρτης που ήταν ακάλυπτος από τη μέση και πάνω. Δεν έβαλαν σκοπό τη δεύτερη μέρα. Εκείνη την ημέρα εφύσαγε μαΐστρος δυνατός.
Όταν οι Παππάς, Χαλκιάς και Καράμπαλης άκουσαν τις τουφεκιές λούφαξαν και δεν σηκώθηκαν αμέσως. Ο Γεράσιμος σηκώθηκε από τους πρώτους. Η μάχη δόθηκε σε όλο τον Κάμπο μέχρι τα ριζά του βουνού. Έτσι αυτοί που έπεσαν νεκροί ή τραυματίες πρέπει να ήταν σκορπισμένοι από το ιβάρι (ιχθυοτροφείο) μέχρι τον Κάμπο σε αρκετό βάθος.
Ο Σπύρος Θερμός-Παππάς επίσης αναφέρει ότι στο Περγαντί μια σφαίρα χτύπησε στο σακούλι του Γεράσιμου που είχε τον φακό του και τον διέλυσε. Τότε ο Γεράσιμος είπε στον Σπύρο Θερμό-Παππά: «την γλυτώσαμε και σήμερα».
Τα όπλα των ανταρτών που δεν πήραν μέρος στη μάχη και είχαν βρεθεί στην Πούντα τα φέρανε το χάραμα 23 ή 24 Ιουνίου. Αποσπασματάρχης στην Απόλπαινα ήταν ο Ηλίας Λαμπρόπουλος. Ο Γιαννακόπουλος είπε στον Φίλιππα ότι το τμήμα του που συγκρούστηκε με τους αντάρτες είχε 50 χωροφύλακες και επίσης λίγο πιο πίσω και μαζί του είχε Μάυδες. Επίσης κοντά στο δικό του τμήμα ακολουθούσαν και άλλα αποσπάσματα της χωροφυλακής.
Τις δύο φωτογραφίες που είχαν δημοσιευθεί για τα κρεμασμένα κεφάλια των αγωνιστών στο Πεντοφάναρο της Πλατείας της Λευκάδας, ίσως τραβήχτηκαν μέσα από σπίτι ή από το περίπτερο που ήταν τότε στην Πλατεία της Λευκάδας.
Συζήτηση με τον Τάσο Σάντα στις 20 Νοέμβρη 1979 στο σπίτι του
Έφτιαξε αυτός το καταφύγιο του Γεράσιμου στο περιβόλι. Τον Γεράσιμο στο διάστημα που ήταν στο καταφύγιο είδε τον ίδιο μόνο μια φορά κατά πρόσωπο και άλλες φορές του μίλαγε απέξω από τις σανίδες του καταφύγιου.
Για την επιχείρηση λέει ότι βασικά ήταν καταδικασμένη γιατί οι αντάρτες πήγανε στο Ξηρόμερο με πεσμένο το ηθικό. Ο Γεράσιμος βλέποντας αυτές τις αδυναμίες, τις είχε τονίσει στη σύσκεψη στον Πασσά στις 15 Ιουνίου, όπως και τις δυσκολίες για το κίνημα στο Ξηρόμερο, αφού οι δυνατότητες εκεί περιορίζονταν στην περιοχή Βόνιτσα – Παλιάμπελα. Είχε μάλιστα προβλέψει ότι θα τους κρεμάσουν τα κεφάλια στην πλατεία. Είχε οραματισθεί το όλο δράμα.
Σε συζήτηση με τον Χριστόφορο Κούρτη τον Ιούνιο 1979 μου είπε ότι «στο τέλος του 1945 του είπε ο Γεράσιμος ότι θα φύγει με άλλα 3 άτομα για την Αλβανία. Μαζεύτηκαν τότε οι συναγωνιστές του στο χωριό Φρύνι και συγκεκριμένα στο περιβόλι του Δουβίτσα και περίμεναν ένα καίκι για να φύγουν μέσω Ιονίου Πελάγους περνώντας έξω από την Κέρκυρα για την Αλβανία. Περίμεναν 2 ημέρες και τελικά πήραν εντολή να μην φύγουν και ότι θα περνούσε ο Παλιούρας1 που θα κατέβαινε προς το Ξηρόμερο και έτσι θα ενώνονταν με το τμήμα του Παλιούρα. Έτσι δεν έφυγαν και γύρισαν πίσω, ο καθένας στο μέρος του. Ο Γεράσιμος ξαναγύρισε στην Εγκλουβή και συναντήθηκε με τον Χριστόφορο στο χωριό.
Στο επόμενο διάστημα συγκροτήθηκε το τμήμα ανταρτών Εγκλουβής με δύναμη 25 αντάρτες, πολλοί από τους οποίους επικηρύχθηκαν στη συνέχεια από το επίσημο κράτος ως ληστές με 3.000.000 δραχμές, όταν Υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν ο Ναπολέων Ζέρβας, «δια την σύλληψιν ή τον φόνον εκάστου».
Για τον Γιαννούλη λέει ότι σκοτώθηκε από Μάυδες που πήγαν με καΐκι και πλησίασαν το καΐκι του Ρεμπούσκου.
Οι Γιαννούλης, Μανωλίτσης Τάσος και Μανωλίτσης Γιώργος-Τσανάτσος είχαν παραληφθεί από το καΐκι του Ρεμπούσκου καθώς έπλεαν με μια σχεδία. Τότε περνούσε ένα καΐκι που ερχόταν από την Ήπειρο όπου επέβαινε ένας χωροφύλακας που είχε πάει με άδεια στο σπίτι του και γύριζε πίσω στη βάση του στη Λευκάδα. Ο χωροφύλακας που είδε τους τρεις ναυαγούς, μόλις έφτασε κινητοποίησε τη χωροφυλακή και έτσι άρχισε η καταδίωξη του Γιαννούλη στη θάλασσα με δυνάμεις Μάυδων και ακτοφυλακής. Ο Γιαννούλης χτυπήθηκε με ριπή καθώς έκανε βουτιά να πέσει στη θάλασσα.
Εγκλητήριο του Βασιλικού Επιτρόπου του Έκτακτου Στρατοδικείου Μεσολογγίου στον Τάσο Μανωλίτση και τον Γιώργο Μανωλίτση για παράβαση του Γ΄ Ψηφίσματος
Ο Τάσος Μανωλίτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Γιαννούλη συνελήφθη τραυματισμένος και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Πρέβεζας και όπως έλεγε στο Συνέδριο των Αντιστασιακών τον Γενάρη 1979, εκεί είχαν επίσης μεταφερθεί και οι τραυματίες χωροφύλακες στη Μάχη.
Όταν συνέλαβε η χωροφυλακή τον Τάσο Μανωλίτση, τον πήγαν να αναγνωρίσει τους νεκρούς συντρόφους του πριν τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.
Έτσι, με αυτό τον τραγικό τρόπο έκλεισε η μεγάλη ιστορία της Εαμοκρατούμενης Λευκάδας που αποτέλεσε λαμπρό φάρο στον αγώνα του Έθνους για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1940.
* Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας
___________________________________________________
1 Ο Παλιούρας ήταν ο Θεόδωρος Ζαλοκώστας από τα Θεοδώριανα Άρτας, επικεφαλής του Αρχηγείου Τζουμέρκων, καπετάνιος της 10ης Ταξιαρχίας της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Μετά την Μάχη των Μελάτων στις 22 Απριλίου 1947 στο ομώνυμο μοναστήρι της Άρτας, οι αιχμάλωτοι αντάρτες σκοτώθηκαν όλοι ύστερα από δύο ημέρες μάχης, όταν τους τελείωσαν τα πυρομαχικά τους με τον Εθνικό Στρατό. Τότε αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους τα πήγαν ως τρόπαια στην Άρτα μεταξύ των οποίων και του Καπετάνιου Παλιούρα.
Ο Θεόδωρος Ζαλοκώστας γεννήθηκε το 1912 στα Θεοδώριανα της Άρτας και πολέμησε ως αξιωματικός στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940-1941 στο 3/40 του 24ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Οι τραυματίες και οι αιχμάλωτοι αντάρτες που σκοτώθηκαν μετά τη Μάχη των Μελάτων ήταν πολλοί, αφού έτσι εξαφανίστηκε μια δύναμη περίπου 110 ανταρτών μαζί με αυτούς που σκοτώθηκαν στη διήμερη μάχη. Η συνολική δύναμη των ανταρτών ήταν περίπου 180. Από αυτούς διασώθηκαν περίπου 70 που ξέφυγαν πέρα από τα σύνορα της Άρτας σε τμήματα και μικρές ομάδες. Η τραγωδία των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού στην Άρτα, όπως και αυτή στη Λευκάδα, αποδεικνύει περίτρανα ότι εάν η αντίσταση των ανταρτών του ΕΛΑΣ είχε αρχίσει αμέσως μετά τις πρώτες παραβιάσεις της Συμφωνίας της Βάρκιζας το 1945, οι πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν πολύ μεγάλες αφού μπορούσε τότε να κινητοποιήσει το σύνολο των δυνάμεών του στον λαό. Αντίθετα, το 1947, δύο χρόνια αργότερα, είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος και είχε ενισχυθεί ο Εθνικός Στρατός και τα Σώματα των Μάυδων καθώς τελείωνε η Αγγλοκρατία και άρχιζε η επέμβαση της Αμερικής στην Ελλάδα. Έτσι παρατηρεί ο Αμερικανός στρατηγός Van Fleet με κομπασμό ότι το 1945 η αμερικανική παρουσία ήταν αδύναμη και δύο χρόνια αργότερα επί προεδρίας Τρούμαν οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την ΕΑΜοκρατούμενη Ελλάδα, αφού οι μαζικές εκτοπίσεις του αριστερού πληθυσμού στη Λευκάδα για παράδειγμα στα ξερονήσια, στερούσε από το Δημοκρατικό Επαναστατικό Κίνημα την υλικοτεχνική του βάση για τη στήριξη του αγώνα για τη λαϊκή εξουσία, ενώ η τρομοκρατία θέριευε την αντίσταση της Δεξιάς σε κάθε δημοκρατική προοπτική.
Εκεί λοιπόν που στη Λευκάδα υπήρχαν το 1945 εκατοντάδες οπλισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, το 1947 στο πέρασμα στο Ξηρόμερο ήταν περίπου 24 ένοπλοι αντάρτες, ενώ ολόκληρο το αρχηγείο των Αγράφων στην Άρτα η συνολική δύναμη των ανταρτών ήταν μόλις 180 άτομα, μια δύναμη πολύ μικρή να αντιμετωπίσει τις χιλιάδες του Εθνικού Στρατού και τις πολυπληθείς ομάδες των Μάυδων που ισχυροποιήθηκαν σε οπλισμό και δύναμη πυρός μετά τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη τον Ιούνιο του 1945. Το Δόγμα Τρούμαν από τον Μάρτη του 1947 έδειχνε καθαρά ότι η Αμερική ήταν πλέον αποφασισμένη να επέμβει στρατιωτικά στην Ελλάδα έχοντας στην κατοχή της το ατομικό όπλο και την απόλυτη οικονομική κυριαρχία στον μεταπολεμικό κόσμο. Ο Ψυχρός Πόλεμος με τη Σοβιετική Ένωση είχε ήδη αρχίσει και η Αμερική ήταν πλέον αποφασισμένη να κυριαρχήσει στην Ελλάδα με κάθε κόστος, αφού τότε η Σοβιετική Ένωση δεν διέθετε ακόμη το πυρηνικό όπλο με αντίβαρο τον Κόκκινο Στρατό και η Ελλάδα ήταν για την Αγγλοαμερικανική συμμαχία ο κρίσιμος γεωπολιτικός χώρος στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Ο πρώην Νομάρχης της Λευκάδας Αθανάσιος Μιχ. Μανουσόπουλος στο έργο του «Μαρτυρία, Γεγονότα και Μνήμες 1946-1965», Εκδόσεις Κονιδάρης, δίνει τον πλήρη κατάλογο των εκτοπισμένων της Λευκάδας, 240 ατόμων αριστερών ή συγγενών των ενόπλων ανταρτών της Λευκάδας που η απομάκρυνσή τους από το νησί ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για το λευκαδίτικο αντάρτικο μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας την εποχή της τρομοκρατίας.
Γνώρισα τον Τάσο Μανωλίτση μετά την πτώση της δικτατορίας στο Αιγάλεω.
Είμαστε και οι δύο μέλη του ΚΚΕ στην Κ.Ο. Αιγάλεω. Εγώ τότε 24 χρόνων.
Από τον πατέρα μου Θανάση Κατωπόδη (Τσότσολο) που γνώριζε τον Τάσο από παλιά και υπήρξαν και συνεξόριστοι στη Γυάρο το 1967, είχα πληροφορηθεί για το ποιός ήταν ο Τάσος Μανωλίτσης και ποιά ήταν η ιστορία του.
Όταν τον γνώρισα καλύτερα μέσα από πολλές συζητήσεις σχημάτισα την πεποίθηση ότι ήταν το πρότυπο του μαχόμενου κομμουνιστή. Το ίδιο πιστεύω και σήμερα.
Ήταν τιμή για μένα η γνωριμία μου με τον αληθινό Κομμουνιστή Τάσο Μανωλίτση.
Αιωνία του η μνήμη.
Υπήρξαν αντικειμενικές δυσκολίες για τους Εαμικούς της Λευκάδος , οι οποίες έπρεπε να ληφθούν υπ όψιν.
Το μεταΒάρκιζα κράτος ήταν αποφασισμένο να συνεχίσει την λευκή τρομοκρατία του 1945 -1946, για τούτο και έκανε στροφή ακροδεξιά με τον Ντίνο Τσαλδάρη , το Γ ψήφισμα ( ψηφίστηκε επιλεκτικά από μειωμένη συνθεση της βουλής).
Το κράτος τότε το διακονούσε η κερδοσκοπική κλίκα των κατόχων χρυσών λιρών, λαθρεμπορίας χρυσού( δεν άργησε να φανεί) , λίγων οικογενιών της προπολεμικής φασιστξκής οργάνωσης , και οι πολίτες εξαθλειωμένοι απ την κατοχή έψαχναν για να υπερβούν τις διατροφικές και ενδυματολογικές δυσκολίες. Οι κλίκες που διακινούσαν το κράτος, δεν ήθελαν να χάσουν τα προνομοιά των στην επικράτεια. Και απ τον Μάρτη του 1947 επίσημα η αμερικανική παρέμβαση με το δόγμα Τρούμαν / σχέδιο Μάρσαλ είχε αρχίσει. Την οποία αμερικανική παρέμβαση την έφεραν στα μέτρα τους αρχικά οι κλίκες της οικογενειοκρατίας κύρια στην πρωτεύουσα. Τσαλδάρης,μοναρχικοί της κλίκας Μπούλης Μεταξάς, Λεβίδης, Νιάρχος, Μαρκεζίνης, Κανελλόπουλοι του ΤΙΤΑΝ, κατοχικοί μεγαλομαυραγορίτες και συνεργάτες των Γερμανών , κλπ. Οι πολίτες πεινασμένοι χρόνια, και με τους χαφιέδες του κράτους σε διασπορά σε όλη την χώρα αστυνομικοκρατούμενη, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν.
Η αισθητική των κομμένων κρεμασμάνων κεφαλιών ( «»στα Γουναράδικα «»έχει επικρατήσει ευρύτερα να λέγεται) ήταν γενικευμένη σε όλη την Ελλάδα στις πόλεις σε χωριά στα τότε λεγόμενα πεντοφάναρα στις πλατείες. Τα πεντοφάναρα ήταν κατασκευές φωτισμού δημοσίων χώρων της μεσοπολεμικής εποχής , και είχε έρθει ο συρμός απ το εξωτερικό και τις προσπάθειες ψωτισμού και ηλεκτροδότησης των δημοσίων χώρων. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδος την ίδια εποχή τα κεφάλια των ανταρτών κρεμιώνταν στα φανάρια των πλατειών.
Ζοφερή εποχή,που όμως τις κλίκες και φατρίες του πλούτου των χρυσών λιρών τις εξυπηρετούσε.
Είναι αυτές οι κλίκες και κοινωνικές ομάδες που εξαπέλυσαν, μετά το 1950 και το τέλος του εμφυλίου πολέμου, την οικιστική αντιπαροχή αφορολόγητη, το κλέψιμο γής ( κατά Προβελέγγιο ), οι κλέφτες κοινώς του μόχθου των πολιτών για επιβίωση, και η δημιουργία της μεταπολεμικής κοντόφθαλμης αντιαναπτυξιακής προοπτικά Ελλάδος που χρεωκόπησε στις μέρες μας.
Θ.α
Τις φωτογραφίες αυτές, με τα κρεμασμένα στα φανάρια κεφάλια, ή και σε μάντρες σκοτωμένους αντάρτες, ή όπου αλλού, τις τράβαγε το επίσημο κράτος , και τις άφηνε να διαρεύσουν για την εμπέδωση της καταστολής και του φόβου.
Σε αντίστοιχο φωτογραφικό θέαμα ( όχι της Λευκάδος ούτε των Τρικάλων ) η χωροφυλακή κάλεσε επαγγελματία φωτογράφο , φωτογράφησε το θέαμα και εμφάνισε το φίλμ παρουσία χωροφυλάκων στο εργαστηριό του. Και αφού έκανε μια πρώτη εκτύπωση , πάντα με τον έλεγχο , και έδωσε η χωροφυλακή έδωσε το okey για την φωτό , τότε κυκλοφόρησε κύρια μέσω της νομαρχίας η εφημερίδα στον τύπο.
Το φίλμ κατασχέθηκε , για να μην υπάρξει παραπέρα εκτυπωσή του από τον φωτογράφο. Η αμοιβή του φωτογράφου ήταν μηδενική .
Ο φωτογράφος δεν τολμούσε να μιλήσει βέβαια, και περίμενε μήπως και του δώσουν κάποια φωτογράφηση κάποιας κρατικής τελετής ή επίσκεψης κρατικών επισήμων στην περιοχή , και πάλι με παζάρια για να τον πληρώσουν.
Για την πληρωμή αυτή μιας κρατικής τελετής ίσχυε το σύστημα Γκρούεζα απ όσους δήθεν πήγαιναν να τον πληρώσουν.