Ένα οδοιπορικό στα Ματωμένα χώματα – Μέρος 3ο Βήματα στη νεκρή πολιτεία – Λιβίσι (Καρμυλησσός) (Kaya Koy) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Ένα οδοιπορικό στα Ματωμένα χώματα – Μέρος 3ο Βήματα στη νεκρή πολιτεία – Λιβίσι (Καρμυλησσός) (Kaya Koy)

Γράφει ο Αιθεροβάμων

Ιχνηλατώντας τη γη της οδύνης.
Ένα οδοιπορικό στα Ματωμένα χώματα
Μέρος 3ο Βήματα στη νεκρή πολιτεία. Λιβίσι (Καρμυλησσός) (Kaya Koy)

Προχωρώντας προς τα νότια της Τουρκίας στο ύψος περίπου της Ρόδου φθάνουμε σε μια έρημη πόλη σ’ ένα Κρανίου Τόπο το Λιβίσι.

Η παρουσία Ελλήνων εδώ, που πολλοί από αυτούς ήταν από τη Ρόδο και το Καστελόριζο, χρονολογείται από τη βυζαντινή εποχή και από το 14ο αιώνα. Κάποτε το χωριό είχε δικό του νοσοκομείο με πέντε γιατρούς, τρία φαρμακεία, δημοτικό σχολείο και βιβλιοθήκη. Πριν αρχίσουν οι διωγμοί, οι Έλληνες ήταν 6.500 και μόνο 500 οι Τούρκοι.

Οι κάτοικοι ήταν κυρίως βιοτέχνες, παπουτσήδες, μαραγκοί, χτίστες, χασάπηδες. Τα κτήματα τα καλλιεργούσαν Τούρκοι από τα γειτονικά χωριά.

Από μακριά αντικρίζεις ένα ερειπωμένο τόπο που μέχρι τέλους κατοικούνταν σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες. Μια απόδειξη αυτού είναι ότι πουθενά δεν βλέπεις να προβάλλει η κορυφή από κάποιο τζαμί.

Βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα απέραντο μνημείο μνήμης της τραγικής εξαφάνισης του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Εδώ δε μπορεί να μη ριγήσει και η πιο ψυχρή καρδιά.

Το Λιβίσι η αρχαία Καρμυλησσός έσβησε το 1923 όταν όλοι οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν βίαια να ξεριζωθούν από τα σπίτια τους. Μέσα σε μια νύχτα ξεκίνησαν το βασανιστικό ταξίδι για τη Νέα Μάκρη του Μαραθώνα και το χωριό Φαράκλα στη βόρεια Εύβοια.

«Το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας, και τα πράγματα κλεισμένα μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα, κι’ εγώ μαζί τους, μίκραιναν ολοένα και στένευαν και χαλνούσαν, όσο να γίνουν μια τσακισμένη μακέτα των περασμένων, ξεχασμένη σ’ ένα ράφι.»1

Ο Τόπος ξεθεμελιωμένος, οι στέγες όλες γκρεμισμένες, τα παράθυρα βγαλμένα μαζί με τα κασώματά τους, τα σκεύη των νοικοκυριών και τα κάθε είδους έπιπλα άφαντα, λεηλατήθηκαν όλα από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών.

«Όλη μου η ζωή εδώ απορροφημένη από τη λειτουργία της μνήμης, και το φως το πίνω με απληστία.»1

Ακούω το κλάμα και τις κραυγές τρόμου των γυναικών που κρατάνε σφιχτά στην αγκαλιά τα βλαστάρια τους, βλέπω γέρους και γριούλες να σφίγγουν τα εικονίσματα στο στήθος τους, να σέρνουν τα βήματά τους, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη γη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, ενώ ένα βουβό μοιρολόι σκεπάζει αυτή τη μοιραία πομπή που τραβάει στο άγνωστο.

Λειψή παρηγοριά μας το εκκλησάκι στην κορυφή του χωριού και οι δυο μεγάλες εκκλησίες του Ταξιάρχη και της Παναγίας του Κάτω Μαχαλά που στέκουν ολόρθες αν και φριχτά λεηλατημένες. Πρόκειται για σημαντικά αρχιτεκτονήματα του 18ου και 19ου αιώνα.

Τη πρώτη εκκλησία που συναντάς στην είσοδο του χωριού είναι της Παναγίας του Κάτω Μαχαλά που ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου και χτίστηκε το 1888.

Είναι ένας μεγαλοπρεπής ναός, ο μόνος που κατάφερε να διατηρήσει από τη λεηλασία που έγινε την πόρτα και τα σιδερένια κάγκελα των παραθύρων του.

Στοιχεία από το τέμπλο του διατηρούνται, παρά την μεγάλη φθορά που έχει υποστεί από το χρόνο και τους ανθρώπους ενώ οι τοιχογραφημένες εικόνες σχεδόν έχουν καταστραφεί.

Το βοτσαλωτό δάπεδο του ναού είναι κατεστραμμένο.

Η γύψινη διακόσμηση έχει εξαφανιστεί.

Μέσα στον κύριο όγκο του χωριού συναντάς τον δεύτερο μεγάλο ναό του Ταξιάρχη.

Στο ναό του Ταξιάρχη θαυμάζει κανείς την υπέροχη αρχιτεκτονική και το χαρακτηριστικό βοτσαλωτό του προαύλιο.

Στο εσωτερικό του ναού το δάπεδο έχει σχεδόν καταστραφεί.

Οι τοιχογραφίες έχουν καταστραφεί ολοκληρωτικά.

Παράθυρα, πολυέλαιοι και οτιδήποτε φορητό έχουν λεηλατηθεί άγρια.

Η εικόνα που παρουσιάζει το Λιβίσι είναι όχι μόνο συγκλονιστική, αλλά πραγματικά κόβει την ανάσα.

Εκατοντάδες εγκαταλελειμμένα σπίτια, εκκλησίες και άλλα κτίσματα, σκαρφαλωμένα αμφιθεατρικά στις απότομες πλαγιές των γύρω λόφων, δημιουργούν ένα εφιαλτικό σκηνικό, ένα τοπίο υποβλητικό, που σε κάνει να τρέμεις από λύπη και συγκίνηση.

Σαν ν’ ακούω τον παπά του χωριού με τρεμάμενη φωνή: Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο Μικρασιατικός Ελληνισμός.

Αλήθεια τι να έφερε από τη Γαλλία στο Λιβίσι αυτά τα δυο μικρά, που ξεχάστηκαν παίζοντας αμέριμνα στην αυλές των ερειπίων!

Οι τοίχοι όλοι κρατούν ακόμη ίχνη από το μπλε λουλακί της ελληνικής παράδοσης, τα μπουχαριά ακόμα μαυρισμένα από το τελευταίο άναμμα της εστίας.

Στο εκκλησάκι στην κορυφή του λόφου ανεμίζει η τούρκικη σημαία.

Καθώς μπαίνεις ο μόνος επισκέπτης που βλέπεις είναι ένα φίδι που σέρνεται ύπουλα στο μέρος του ιερού.

Γάτες στο Λιβίσι ελάχιστες απόμειναν, οι περισσότερες έχουν ψοφήσει τρώγοντας δηλητηριασμένα φίδια: «Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι.»2

Στους δρόμους αυτής της μικρής πόλης που υπήρξε από τις πιο παλιές και τις πιο μεγάλες στα νότια παράλια του Αιγαίου σήμερα δεν ακούγονται βήματα ανθρώπων ούτε φωνές παιδιών, στις αυλές των σπιτιών δεν φυτρώνουν λουλούδια, οι εστίες δεν ανάβουν, τα σπίτια είναι νεκρά καθώς δεν υπάρχουν άνθρωποι να τα κατοικήσουν.

Γεμάτος σκέψεις ξεχνιέσαι και περιφέρεσαι άφωνος στα καλντερίμια της νεκρής Πολιτείας. Ο παρών χρόνος χάνει την υπόστασή του, καθώς μνήμες από διαβάσματα, εικόνες από ντοκιμαντέρ και παλιές φωτογραφίες έρχονται και σε κυριεύουν βασανιστικά, ανελέητα.

Και ξαφνικά την απέραντη ησυχία του δειλινού διακόπτει τα βέλασμα μιας κατσίκας, που ξέφυγε από το κοπάδι της και αδέσποτη τριγυρνά μέσα στα χαλάσματα σαν αλαφιασμένη, καθώς δεν βλέπει ίχνος ζωής παρά μόνο φαντάσματα που αρχίζουν να ξεπροβάλλουν στις αυλές των σπιτιών καθώς πέφτει το βράδυ.

«Η απόγνωση των ερειπίων της Μικρασίας είναι απερίγραπτη. Τα πάντα συντείνουν να την κάνουν πιο στυγνή. Οι νεκροί για να μιλήσουν, έχουν ανάγκη από ζωντανό αίμα, είναι αυτό που λείπει εδώ. Κάποτε περνά ένας ξένος, κάνει την προσφορά ζωής, και φανερώνεται ο ήσκιος του Τειρεσία ή της Αντίκλειας, έπειτα όλα χάνονται στην απέραντη νέκρα.»1

Για άγνωστους λόγους μετά την ανταλλαγή οι Τούρκοι δεν κατοίκησαν στο Λιβίσι, αλλά τα τελευταία χρόνια το προβάλλουν σαν αξιοθέατο, που για να το περιηγηθείς πληρώνεις εισιτήριο!

Η δημοσιογράφος της Hurriyet, Jane Akatay, έχει γράψει: «Σήμερα η ερειπωμένη πόλη σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Για κάποιους είναι μια πιθανή αποδοτική επενδυτική ευκαιρία και για άλλους ένα σύμβολο της Ιστορίας».

Συνεχίζεται

Αιθεροβάμων

___________________________________________________

1. Γιώργου Σεφέρη. Εκλογή από τις Δοκιμές. Ο άλλος κόσμος (από τις μέρες του 1950). Εκδόσεις Γαλαξία. 1966
2. Αναφορά στο ποίημα του Γ. Σεφέρη Οι γάτες τ’ Άη Νικόλα

Κάντε κλικ για να διαβάσετε:
1ο Μέρος 2ο Μέρος
3ο Μέρος 4ο Μέρος
5ο Μέρος 6ο Μέρος
7ο Μέρος 8ο Μέρος


Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>