Η Λευκαδίτισσα ποιήτρια και πεζογράφος Κλεαρέτη Μαλάμου – Δίπλα (του Θοδωρή Γεωργάκη)
Γεννήθηκε στην Πρέβεζα, το 1897, αν και η χρονολογία γέννησής της ελέγχεται, από πατέρα Λευκαδίτη και μητέρα Πρεβεζάνα, αλλά τα παιδικά της χρόνια πέρασε στη Λευκάδα, μέχρι την μετακόμιση της οικογένειάς της, το 1909, στην Αθήνα.
Η Κλεαρέτη Μαλάμου – Δίπλα αναδείχθηκε σε μια γυναικεία αισθαντική φωνή, ως ποιήτρια και πεζογράφος στην διάρκεια του Μεσοπολέμου, ευαίσθητη και λυρική, μέσα στο πνεύμα της παράδοσης και της ποιητικής τεχνογνωσίας της εποχής της. Επηρεασμένη απ’ την εξαίσια σύγχρονή της γερμανίδα εμπρεσιονίστρια γλύπτρια και χαράκτρια Καίτε Κόλβιτς, με τα αντιμιλιτιριστικά και φεμινιστικά δημιουργήματά της, στην οποία αφιέρωσε και το ομώνυμα ποίημά της, βάδισε δημιουργικά έναν δικό της φεμινιστικό συγκαταβατικό δρόμο μεταξύ των δύο φύλων, ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε πολιτικά, αφού ανήκε στην Φιλελεύθερη παράταξη του Βενιζέλου, αλλά μετείχε και στην Αντίσταση.
Το ποίημά της με τον τίλο ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ θεωρείται απ’ τα καλύτερα γυνακεία δημιουργήματα, για την ζοφερή περίοδο της γερμανικής κατοχής και συνακόλουθα της Αντίστασης, πλημμυρισμένο από ηρωική και αγωνιστική διάθεση, αυθεντικούς Έλληνες πατριώτες και βαθιά αντιπολεμική βοή στον εξαθλιωμένο λαό της πρωτεύουσας…
Της κατοχής η φυλακή γκρεμίστηκε!
Στ’ ανάθεμα οι λαχτάρες της σειρήνας!
Φλόγες ζωής στους δρόμους ξεχυθήκανε
οι νέοι κ’ οι κοπέλες της Αθήνας
Στερνά από αγώνες και τρομάρες
ξέγνοιστα στο σεργιάνι στο όνειρό του
είναι το κύμα που το φράγμα αντίβοσκε
οι σκλάβοι είναι που σπάσαν τα δεσμά τους
Την ώρα αυτή του δειλινού την ξέχωρη
που ο έρωτας σαν λούλοδο τη δρέπει
απάνω από τους νιους που σεργιανίζουνε
στο δάσος της Καισαριανής δροσάτη η σκέπη
Κι όπως διαβαίνουν μπρος στο Σκοπευτήριο
το θρυλικό – η ώρα ανατριχιάζει –
ξάφνου λεβέντης απ’ το χώμα ορθώνεται
βαθειά η καρδιά των νέων τρεμουλιάζει
Καθώς θωρούν το παληκάρι της Αντίστασης
μ’ ένα τριαντάφυλλο άλικο, βαμένο
στο στήθος του που ο γερμανός του κάρφωσε
στο στήθος το ντουφεκισμένο…
Μπρος στο τρανό της Λευτεριάς Θυσιαστήριο
το ματωμένο παληκάρι προβοδάει
με κοίταμα γαλήνιο και περήφανο
τη Λευτεριά που με τους νιους περνάει!
Κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, όταν το αντρικό μουστάκι, το στραβά φορεμένο καπέλο και το μπεγλέρι καθόριζαν την γυνακεία έκταση στην κοινωνία μας, η Κλεαρέτη, με μια έντονη ταυτότητα και αυτογνωσία των δυνατοτήτων του γυναικείου φύλου, προβάλλει στο έργο της μια γυναικοκεντρική αυτοδιάθεση των κοινωνικών και ερωτικών επιλογών της γυναίκας. Το 1935 δημοσιεύει μια νέα σειρά διηγημάτων με τον τίτλο ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΨΥΧΕΣ, στα οποία η Κλεαρέτη «καταγγέλλει» ουσιαστικά τις ανισότητες που υφίσταται η γυναίκα στην Ελληνική κοινωνία. Ρομαντική, αλλά και δυναμική έκλεισε στην ψυχή της την Επτανησιακή αρμονία και την Ηπειρώτικη τραχύτητα, ενώ συγχρόνως αναδεικνύεται με το έργο της σε μια πρώιμη, θα λέγαμε, «οικολόγο», εκφράζοντας και διοχετεύοντας στο ποιητικό και πεζογραφικό της έργο την μητέρα φύση σε φωτεινές πολύχρωμες εικόνες! Τούτο το φυσιολατρικό της αισθητήριο, διανθισμένο με Διονυσιακά πλανέματα, ξεδιπλώνεται όμορφα στο ποίημά της με τίτλο ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ!
… Ω γαρούφαλλα νοιώθω την ψυχή σας που πρώτα
θα’ χει ζήσει τους πόθους, όπου ο Φοίβος οργιάζει
και για αυτό την ορμή της στ’ αττικά πράα φώτα
ως αδάμαστον άτι με κόπο υποτάζει…
Η καλλιτεχνική της παρουσία στα Ελληνικά γράμματα ξεκίνησε με μια μεγάλη περιπέτεια, η οποία οφείλεται σε ένα υποτιμητικό, όσο και «βιοτριλικό» δίστιχο του Κώστα Καρυωτάκη στο ποίημά του με τίτλο ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ, που δημοσιεύτηκε το 1927, όπου με ευτελιστικό τρόπο, θα λέγαμε, καθιστά την Κλεαρέτη «Ποιητικά δακτυλοδεικτούμενη», σαν αμελητέα δημιουργό… Κρίνοντας, τελικά, το ατόπημά του σήμερα σε σχέση με την δημιουργική πορεία, που ακολούθησε η Κλεαρέτη και την πανελλήνια αναγνώρισή της, το υποτιμητικό του Καρυωτάκη αποδεικνύεται περισσότερο σαν μια δική του οιηματική έξαρση, με αντίστοιχο «κόντεμα» συναδέλφων του, το ίδιο είχε επιχειρήσει και με τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, αλλά και μια συμπλεγματική έκφανση του αλληλογρονθοκοπούμενου ψυχικού του κόσμου, που, τελικά, τον οδήγησε στην αυτοχειρία…
…Tη σάρκα, το αίμα θα βάλλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο
«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες
θα γράψουν οι εφημερίδες
Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου
και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου…»
Αυτή η αντισυναδελφική και αντιδεοντολογική για ποιητή της εμβέλειάς του, Καρυωτακική «παρόλα», μπορεί να συνόδευε την Κλεαρέτη δια βίου στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας, όμως, φανερώνοντας τον αδάμαστο και ατσάλινό της χαρακτήρα, αναδείχθηκε σε μια σπουδαία ποιήτρια και πεζογράφο, που μέσα απ’ τις αδρές πινελιές του λόγου της ξέρει να φωτίζει με χρωματική ένταση τις παραστάσεις της ιδέας. Ξεκινώντας την ποιητική της δημιουργία σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, πρωτοδημοσιεύει στον ΝΟΥΜΑ το πρώτο της ποίημα, το 1914, που αφορά τον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο. Το ποίημά της, αν και πρωτόλειο, περικλείει τη δύναμη μιας ενεργούς εικονοπλασίας, δομείται πάνω σε μια σύνθετη στιχουργική, και σίγουρα μέσα του πλανιέται η υπόσχεση μιας ειδικής ποιητικής ταυτότητας!
Πνέμα του ολέθρου πέρασε, συντρόφι του πολέμου
και ρήμαξε τον τόπο
Με τη γοργάδα επέρασε του κεραυνού
Και του τρανού του ανασασμού η παγωνιά χαλάστρα
Θανάτου αφήκε μούδιασμα στη γύρω πλατωσιά
Στ’ αποκαϊδια των σπιτιών και στους σωρούς τη στάχτη
Παραπονιάρικοι καημοί πνιχτά μοιρολογάνε
Των πατημένων χωραφιών τα νιοβγαλμένα φύτρα
βραχνάς τα δέρνει ασήκωτος το φονικό ποδάρι
Σωροί – σωροί τα πτώματα κι η ματωμένη λάσπη…
Στο κρύο και στην ερημιά, σα φίδι η ανατριχίλα
σιωπηλά γλιστράει
Κι ένα κεφάλι απόμερα, μ’ ολάνοιχτα τα μάτια
κοιτάζοντας ψηλά
Έτσι βουβό κι ασάλευτο λες πως αναθυμιέται
του ρημαγμένου σπιτικού
την πονοπνίχτρα γλύκα στο τζάκι τη φωτιάς.
Ο Κωστής Παλαμάς, με τον οποίο η Κλεαρέτη συνταξίδευσε, απ’ την Αθήνα το 1925 στην πατρίδα της, τη Λευκάδα, για να παραστούν στα ΕΚΑΤΟΧΡΟΝΑ απ’ την γέννηση τουνΑριστοτέλη Βαλαωρίτη, αφιέρωσε ποίημά του με τίτλο ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΡΙΑ, φανερώνοντας ο εθνικός μας δημιουργός το μεγαλείο της ψυχής του, μα και τον ανώτερο τρόπο με τις αγαθαγγελικές προθέσεις, που αντιμετώπιζε τους Έλληνες ομότεχνούς του!
Δειλινή μια γλύκα, θάλασσες, ουρανοί
Στο καράβι ξάφνου χύνεται μια φωνή
Κρουσταλλένια φωνή κ’ έψελνε
Μούσα εσύ
Της Ιόνιας φωτοθάλασσας το νησί
Το νησί που κ’ εσέ γέννησε δρασαυγή
Στου λεβέντη στίχου πύρινη την πηγή!
Η Λευκάδα, στήνοντας την προτομή της στο Μποσκέτο, τιμά, όχι μόνο μια άξια λογοτέχνη και δυναμική προασπίστρια του γυνακείου φύλου, αλλά και μια Λευκαδίτισσα με μανικό έρωτα για το νησί της έτσι όπως τον εικονοποίησε στο δικό της ποίημα με τίτλο ΛΕΥΚΑΔΑ, πλημμυρισμένο με εικόνες, μαγεία, λυρισμό και αισθαντικότητα!
Φορές φορές που με πλανά ο νους μου και στα πίσω με πάει να σταματήσω
γλυκοπιθύμητο νησί μια μια κάθε σου χάρη αγνό μαργαριτάρι
περνώ ως αρμάθα στ’ αργυρό της θύμισης το νήμα απ’ το βουνό ως το κύμα
τους βελουδένιους κάμπους σου, τη χώρα, τ’ ακρογιάλι με μπόρα ή μαϊστράλι
το κάστρο το σπανιόλικο, τις βάρκες, τα καϊκια, την αμμουδιά ως τα φύκια
Κι ανιστορώ τις χρυσαυγές των δειλινών τα θάμπη που απαλοσβεί ότι λάμπει
σαν μες της ώρας βουτηχτό τα μάγια τα μεγάλα σκυθρώπαζες μια στάλα
Την ώρα τούτη – ω θύμηση – όλα κρυφολαλούσαν κι αχούς με πλημμυρούσαν
Την ώρα τούτη ξέχωρα, Λευκάδα, ο νους μου βάνει που ανέγραφο στεφάνι
στην αγκαλιά σου μ’ έσφιγγες, ψυχήν απ’ την ψυχή σου σβώλο θαμπό της γης
σου.
Αυτή η εμπνευσμένη ενέργεια της μεταπολεμικής Λευκάδας να στήσει την προτομή της ποιήτριάς μας μαζί με τον Σικελιανό και τον Βαλαωρίτη, ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, φαίνεται, συγχρόνως, να υλοποιεί και την μύχιά της ευχή, έτσι όπως την διατύπωσε σε μια της ποιητική δημιουργία το 1931, που δημοσίευσε στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ.
Πως ήθελα να πέθαινα έτσι απλά κι ωραία
Να’ ναι το πάρκο σιωπηλό, περίλυπη κι η αλέα
Και πέρα προς το σβύσιμο των δέντρων
Καβαλάρη να βλέπω να’ ρχεται σ’ εμέ το χάρο να με πάρει
Να ξεπεζεύει το κομψό κορμί με σβελτοσύνη
Να μου προσφέρει τ’ άσαρκα τα δάχτυλα βοήθεια
Κι εγώ να νοιώθω πλάϊ του μια τέτοια εμπιστοσύνη
Κι όταν σαν κύμα ανάπαψης στα πικραμένα στήθια
Πόσο καθάριο της ζωής το νόημα μπροστά μου!
Κι ενώ θα κάνει μου τιμές εκείνος σαν ιππότης
Εγώ καθώς τριαντάφυλλο να βγάλω την καρδιά μου
Να του τη δώσω με ορμή μιανής αγάπης πρώτης.
(Πηγή: Γεωργίου Χ. Μπαλούρδου: «Aνθολόγιο ποιημάτων της ποιήτριας Κλεαρέτης Δίπλα
– Μαλάμου»).