Απομνημονεύματα Πόπης Μάλφα-Ζακυνθινού (Μέρος 7ο) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Απομνημονεύματα Πόπης Μάλφα-Ζακυνθινού (Μέρος 7ο)

antartoeponites_megalidisΑνταρτοεπονίτες, Δ. Μεγαλίδης 1944

Συνέχεια από το έκτο Μέρος

Με πρόστυχα λόγια και σαν σκύλοι λυσσασμένοι όρμησαν σ΄ ένα σπίτι λεηλατώντας το. Όρμησαν να βγάλουν τη βέρα της Σοφίας, μιας δικής μας συναγωνίστριας, και από το τράβηγμα της κόψανε το μισό δάχτυλο για να βγάλουν τη βέρα. Η Σοφία ήταν δεκαρχίνα, στέλεχος του ΕΑΜ Νέων. Πνιγμένη στο αίμα χόρευαν οι κανίβαλοι. Απ΄ ό,τι μάθαμε μετά σε κάθε χωριό, σε κάθε μπλόκο, κι αυτό γινόταν 1-2 φορές την εβδομάδα, κυνηγούσαν τις γυναίκες για να αφαιρέσουν τα χρυσαφικά τους, βέρες, δαχτυλίδια, τα δε σπίτια τα ρήμαζαν κυριολεκτικά και προπαντός κάτι Αηλιώτες κατσαπλιάδες φόρτωναν και στα γαϊδούρια ρούχα και ότι άλλο μπορούσαν να μεταφέρουν.

Κάποια μέρα καταφέραμε και κρυφτήκαμε στο Σπανοχώρι. Εκεί ψηλά σ΄ ένα μοναστήρι της Παναγίας. Ειδοποιήσαμε τη θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, που είμαστε για να μας στείλει λίγο ψωμάκι. Κάποια στιγμή βλέπουμε από ψηλά στο δημόσιο δρόμο ένα μπουλούκι από Γερμανοφασίστες, με επικεφαλής κάποιον Φάνη Π., που ήταν οπλαρχηγός του Ζέρβα και έσπερνε τον τρόμο στην περιοχή.

Από κάποιους δικούς μας μάθαμε ότι είχαν πιάσει τον πατέρα μας, που ήταν κρυμμένος στο κατώγι του Ζώη Κατωπόδη και τον πήγαιναν για εκτέλεση. Παγώσαμε, στείλαμε σύνδεσμο για να μάθουμε την εξέλιξη αυτής της κτηνωδίας, αλλά τίποτα. Μουδιασμένοι μείναμε άφωνοι και περιμέναμε τον πατέρα μας νεκρό. Προς το βράδυ και αφού αποφασίσαμε να φύγουμε από κει, γιατί μόνο τη νύχτα αλλάζαμε στέκι, εκεί που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε βλέπουμε δυο χέρια ματωμένα να προσπαθούν να ανέβουν τη λιθιά. Σηκώθηκε ο Νίκος τρέχοντας, βοηθήσαμε τρέμοντας όλοι μαζί, αντικρίσαμε τον πατέρα μας να είναι μισοπεθαμένος. Αιμόφυρτο τον ξαπλώσαμε στο χώμα. Δεν ξέραμε που να τον πάμε. Ούτε οινόπνευμα, Θεέ μου, να καθαρίσουμε τις πληγές του είχαμε.

Ήταν καταπληγωμένος, αλλά ζούσε. Ήταν παλικάρι. Όπως μας είπε όταν συνήλθε τον οδήγησαν σε ένα δρομάκι πίσω από την εκκλησία, την Οδηγήτρια. Αυτό το δρομάκι πήγαινε προς τα χωριά μας. Εκεί που τον σκόπευαν και είχαν το χέρι στην σκανδάλη παρουσιάζεται ένα παιδί από την Καρυά που περνούσε για να πάει στο χωριό του. Άρχισαν να τον ρωτάνε διάφορα και ο πατέρας μου άδραξε την ευκαιρία κι έπεσε σε μια χαράδρα γεμάτη βατσινιές. Άρχιζαν να πυροβολούν, να ουρλιάζουν, αλλά τους είχε ξεφύγει. Δεν μπορούσαν να τον ακολουθήσουν. Τον πατέρα μου τον έκαμε ο φόβος να πέσει στο κενό. Σκαρφαλώνοντας όλη τη νύχτα στους βράχους βρέθηκε για καλή του τύχη στα χέρια των παιδιών του.

Ο πατέρας άργησε να συνέλθει. Μισοπεθαμένος έτρεμε νύχτα μέρα σε ξένα σπίτια και με τον φόβο να τον προδώσουν. Πρέπει εδώ να πω ότι είχαμε πολύ κόσμο δικό μας. Υπήρχε αλληλεγγύη. Μυστικά και με κίνδυνο της ζωής τους υπήρξαν άνθρωποι που βοήθησαν σ΄ αυτό τον ιερό αγώνα και που μείνανε αφανείς. Μας αγαπούσαν και προσπαθούσαν να μεταφέρουν τα μηνύματά μας. Κάποτε μπόρεσε να μεταφερθεί στην Καρυά, στο υπόγειο των Ματαγιαίων. Εκεί έμαθε ο δύστυχος ότι ένα παλικάρι, ο Άγγελος Κοψιδάς (Λούντρος), βοηθούσε τους αγωνιστές με κίνδυνο της ζωής του. Τους περνούσε απέναντι στο Ξηρόμερο.

Ο Άγγελος δούλευε στο φορτηγό του Ζώη του Ματαγιά. Ο πατέρας μου φρόντισε να επικοινωνήσει μαζί του και του είπε το πρόβλημά του. Τον παρακάλεσε αν μπορούσε κρυφά και με τις αναγκαίες τις προφυλάξεις να μας περάσει απέναντι στο Ξηρόμερο. Ο Άγγελος -άγγελος φύλακας της οικογένειάς μου, έτσι τον λέω από τότε-, δέχτηκε. «Σου εμπιστεύομαι τα κορίτσια μου παιδί μου. Είμαι σίγουρος, με το θάρρος και την παλικαριά σου, θα με βοηθήσεις και μένα, όπως τόσους και τόσους βοήθησες και βοηθάς. Θα τις περάσεις απέναντι στον Αη Νικόλα κι΄ από κει θα πάνε στη Πούντα».

Στη Πούντα ήτανε το καλύβι του μπάρμπα μας του Σπύρου Δουβίτσα, πατέρα της Βασιλικής Μαλακάση (Κάκαρου) που ήταν μάνα του Γιάννη Μαλακάση του μηχανικού. Ο Άγγελος έπρεπε να ξέρει τον προορισμό μας γιατί ήθελε αυτό το τίμιο παλικάρι να σιγουρευτεί, όπως είπε στον πατέρα μου, αν θα πέσουμε σε ασφαλή χέρια. Αυτός ο τίμιος νεαρός δέχτηκε με κίνδυνο της ζωής του να μας περάσει απ΄ τα γερμανικά φυλάκια δίνοντας αυγά στους Γερμανούς. Δεν τα έτρωγε που ήταν φτωχό παιδί, παρ΄ όλο που πεινούσε, αλλά τ΄ αυγά τα φύλαγε για να ξεγελάει κάθε φορά τους εχθρούς μας και να περνάει τους αγωνιστές.

Άπειρες φορές γίνονταν αυτή η διαδρομή του Άγγελου μέσα απ΄ τη φωλιά του λύκου. Πρώτα πέρασε την αδελφή μου Ελενίτσα μεταμφιεσμένη με χωριάτικα. Μόλις γύρισε κατέβηκε στο κατώγι και λέει του πατέρα μου: «Μπάρμπα Κώστα η Ελενίτσα είναι καλά». Ήταν σίγουρος γιατί είχε βεβαιωθεί ότι πράγματι ήταν καλά. Ο πατέρας μου τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του λέει «Τι να κάνω για σένα παιδί μου…». «Το καθήκον μου κάνω και γω, σαν Έλληνας κι΄ ας μη φαίνομαι. Κάνω το χρέος μου κρυφά», του απάντησε.

Αφανής ήρωας, αγωνιστής. Ύστερα από μερικές μέρες ήρθε και η δική μου σειρά να ακολουθήσω με τον φύλακα Άγγελό μου την ίδια διαδρομή με κίνδυνο της ζωής μας. Φυσικά πριν ξεκινήσουμε για το ταξίδι οι οργανώσεις μας στο Ξηρόμερο είχαν λάβει τα μέτρα τους. Εγώ σκεφτόμουν τον Άγγελο και κείνος σκεφτόταν εμένα. Έβαλα χωριάτικα ρούχα και σαν γριά συνάντησα τον Άγγελο μακρυά από το χωριό μου. Είχα μαζέψει μερικά αυγά και με σύνθημα το σφύριγμα του αυτοκινήτου δύο φορές πετάχτηκα απ΄ την κρυψώνα μου, τρύπωσα στο φορτηγό και ξεκινήσαμε. Χαμήλωσα το μαντήλι για να μη με αναγνωρίσουν. Στο φορτηγό μαζί μας ήταν και ο Ζώης ο Ματαγιάς, ο εργοδότης του Άγγελου. Έπρεπε να σταθούμε για λίγο στις Παράγκες (σ.σ. Λαζαράτα) που ήταν ο αδελφός του Ζώη και είχε μαγαζί για να αφήσουμε μια πλάστιγγα.

Μόλις κατέβαζε ο Ζώης την πλάστιγγα βλέπω έντρομη τον Άγγελο να μου λέει: «Κοίτα μπροστά». Πράγματι μπροστά μας στέκονταν ένας γνωστός χαφιές και μας κοίταγε περίεργα. Βάζει μπροστά τη μηχανή ο Άγγελος, αφήνοντας πίσω του τον Ζώη και την πλάστιγγα στο αυτοκίνητο. Μου λέει τρομαγμένος: «Πρέπει να σε γνώρισε γι΄ αυτό δε θα πάμε κατευθείαν στον προορισμό μας, θα σταθούμε κάπου σε κάποιο σπίτι για να χαθούν τα ίχνη μας». Κατεβήκαμε κάπου απόμακρα και γω τον ακολουθούσα σιωπηλή και τρομαγμένη. Με πήγε σε ένα σπίτι στην οδό Μητροπόλεως που έμενε εκεί κάποιος γνωστός του, Γλένης από την Καρυά. Η γυναίκα του ήταν στην πόρτα. Ο Άγγελος της είπε: «Θα γυρίσω γρήγορα, ας καθίσει λίγο η γυναίκα. Πάει για καλαμπόκι». Με αποκάλεσε μάλιστα Κατερίνα.

Κάθισα σε μια καρέκλα, έτσι σαν νοικοκυροπούλα συνεσταλμένη και φοβισμένη που πήγαινα να δουλέψω. Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα της κουζίνας και βγαίνει από μέσα ένας οπλισμένος σαν αστακός. Δεν τον γνώριζα. Τρόμαξα αλλά προσπάθησα να είμαι ψύχραιμη. Αυτός είχε μπροστά του ένα πιάτο με κεφτέδες κι έτρωγε. Με κοίταγε περίεργα και κάποια στιγμή μου λέει: «Τίνος είσαι;». Ψύχραιμα του απάντησα «του Κατωπόδη». Έτσι απότομα μου κατέβηκε αυτό το όνομα από την Καρυά. «Και που πας;». «Πάω για καλαμπόκι», του απάντησα. «Με τέτοια χέρια και για καλαμπόκι;». Σε κλάσμα δευτερολέπτου μπαίνει ο Άγγελος μέσα, τον κοίταξα και ήταν κάτωχρος. «Πάμε μου λέει, βιαζόμαστε». Ούτε χαιρέτισε την οικοδέσποινα. Με πήρε και τρομαγμένος μου λέει: «Πόπη, αυτός είναι ο Κ., αυτός που σας κυνηγάει».

(Συνεχίζεται)

* Η Πόπη Μάλφα και η αδελφή της Ελένη (η Ελενίτσα όπως την αποκαλεί) ήταν στελέχη της νεολαιίστικης οργάνωσης της ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) στο νησί της Λευκάδας. Η Πόπη καθοδηγούσε τα χωριά της βορειοδυτικής Λευκάδας που σήκωσαν και το βάρος του αγώνα: Καρυά, Πηγαδισάνοι, Εγκλουβή, Βαυκερή, Πλατύστομα, Αλέξανδρος, Κολυβάτα, Πινακοχώρι, Λαζαράτα, Σπανοχώρι, Ασπρογερακάτα, Κάβαλος, Δρυμώνας, Εξάνθεια, Καλαμίτσι και Άγιος Νικήτας και η αδελφή της Ελένη καθοδηγούσε τη δύσκολη, λόγω της δράσης των ΕΔΕΣιτοράλληδων, περιοχή της Νότιας Λευκάδας. Ήταν αδελφές του Νίκου Μάλφα, Γραμματέα της 2ης Τομεακής Επιτροπής Καρυάς του ΕΑΜ.

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΠΗΣ ΜΑΛΦΑ-ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ


Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>