Ένα καλοστολισμένο παλιό κοντέσι…
Είναι σχεδόν καινούργιο. Δεν φαίνεται να έχει φορεθεί πολύ ή δεν έχει τουλάχιστον εμφανή σημάδια φθοράς. Πέρα από μια κόκκινη ταινία, τη γούγια (= ούγια), με την οποία είναι στολισμένη απ΄ άκρη σ΄ άκρη η περιφέρεια και οι μασχάλες το κοντέσι είναι καλοστολισμένο μπροστά και πίσω στην πλάτη, δεξιά κι αριστερά, με κεντήματα.
Το κοντέσι ήταν μάλλινος επενδύτης από χοντρό ύφασμα σαγιάκι, δίχως όμως μανίκια, ανοιχτό κάθετα και μακρύ σχεδόν ως τα στραγάλια. Το φορούσαν γυναίκες κι άντρες και δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στο γυναικείο και στ΄ αντρικό κοντέσι. Μόνο που τα γυναικεία ήταν πιο περιποιημένα, με πλουσιότερο κέντημα και τα βρίσκουμε παλιότερα, σε ποικίλους και έντονους χρωματισμούς, σε αντίθεση με τα ανδρικά που διατηρούσαν απαραβίαστα το μαύρο χρώμα. Τα άσπρα αντρικά κοντέσια ήταν πολύ σπάνια. Πάντως έκαναν διάκριση ανάμεσα στο αντρικό και γυναικείο κοντέσι. Σε καταγραφή π.χ. του 1783 (vadim. Αρχ. Λ.), βρίσκουμε: «κοντέσι γυναικείο φιοράδο», δηλαδή κοντέσι καλοστολισμένο με άνθινα κεντήματα, σιρίτια κ.λπ.
Το κοντέσι είναι πολύ παλιό ένδυμα και το φορούσαν πιθανότατα από τα βυζαντινά χρόνια. Διατήρησε εντούτοις την παρουσία του μέχρι σήμερα, παρ΄ όλες τις διαφοροποιήσεις που έγιναν στη φορεσιά.
Το κοντέσι που ξέρουμε είναι αμανίκωτο, καθώς είπαμε. Εντούτοις παλιότερα υπήρχαν και κοντέσια με μανίκια, αλλά κοντά, λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα. Έτσι, σε καταγραφή του 1738 (vadim. Αρχ. Λ.), βλέπουμε: «κοντέσι κοντζομάνικο, ουζάδο, ρούχινο, κόκκινο». Τα γνωστά μας κοντέσια είναι μάλλινα και μαύρα. Ωστόσο παλιότερα -πράγμα που δεν μας το διέσωσε η παράδοση- τα κοντέσια ράβονταν κι από λεπτότερο ύφασμα και σε διάφορα χρώματα, όπως λένε και πιο πάνω: κόκκινο, κίτρινο, γαλάζιο, άσπρο, μαύρο.
Το κοντέσι προφυλάει από το κρύο μόνο τις πλάτες και τα πλευρά, γιατί μπροστά είναι ανοιχτό και δεν κουμπώνει. Αυτή η ιδιότυπη κατασκευή μας θυμίζει βυζαντινούς και μεσαιωνικούς γενικά, επενδύτες. Όπως και να ΄ναι, το κοντέσι είναι ένδυμα προσαρμοσμένο στις τοπικές συνθήκες, της αγροτικής δηλαδή ζωής της υπαίθρου. Οι Λευκαδίτες είναι κατά κανόνα αγρότες και πολύ λίγοι κτηνοτρόφοι. Η Λευκαδίτισσα δουλεύοντας σκύβει για να μαζέψει ελιές, να περιποιηθεί το αμπέλι, να φυτέψει, να βοτανίσει, να σκαλίσει, να μαζέψει χόρτα, καθημερινά. Έτσι τέτοιο λοιπόν αμανίκωτο μπροστά πανοφώρι διευκολύνει πολύ στη δουλειά. Αφήνει τα χέρια ελεύθερα και δεν δυσκολεύει στο σκύψιμο. Τα κοντέσια τα φορούσαν και οι παντρεμένες και οι ανύπαντρες.
Σε «λογαριασμό εσοδείας και εξοδείας» του 1747 (Αρχ. Λ.), διαβάζουμε «δια κοντέσι της κοπελός…». Το ύφασμα για τα κοντέσια το ύφαιναν στον αργαλειό και γινόταν ολόμαλλο: Φάδι και στημόνι από μάλλινο, μαλακό νήμα. Το είδος τούτο του υφάσματος το λένε δίμητο ή τσουκνί και είναι αχάλαγο και πολύ ζεστό. Η έξω και μέσα πλευρά του έχει το συνηθισμένο περισσευούμενο λιγοστό τρίχωμα που με τον καιρό όμως φεύγει και η επιφάνεια γίνεται σιγά – σιγά λεία. Τα τέτοια κοντέσια τα έλεγαν μισότριβα.
Το κοντέσι το ΄ραβαν οι ραφτάδες που αργότερα τους είπαν φραγκοράφτες. Το ράψιμο ήθελε πολύ χρόνο, γιατί όλα γίνονταν με το χέρι. Πολλοί απ΄ αυτούς ήταν πλανόδιοι Πήγαιναν σε γειτονιές ή μακρινά χωριά κι εκεί έραβαν κοντέσια και φλοκάτες στα σπίτια των πελατών τους. Όταν τους έδιναν το σχήμα τους, άρχιζαν να τα διακοσμούν με γαϊτάνια. Τα γαϊτάνια που χρησιμοποιούσαν ήταν σε χρώμα ζωηρό κόκκινο και τα λέγανε οτράδες. Τα ταίριαζαν πότε μονά και πότε διπλά, σε παράλληλη φορά με μικρό άδειο διάστημα μεταξύ τους. Ανάμεσα απ΄ τα δύο γαϊτάνια έβαναν πλήθος μικροσκοπικά συνεχόμενα δαχτυλίδια, από λεπτότερα γαϊτάνια, που τα ΄λεγαν ματάκια. Τα ματάκια συνήθως ακουμπούσαν πάνω σε χρωματιστή επιφάνεια, κίτρινη, γαλάζια ή πράσινη, ανάλογα, ή καλύτερα σε μια βελουδένια ταινία που την έστρωναν πριν ράψουν τα γαϊτάνια.
Η περιφέρεια του κοντεσιού στολιζόταν απ΄ άκρη σ΄ άκρη με μια κόκκινη ταινία, τη γούγια (= ούγια). Κατά μήκος αυτής της γούγιας, στα πιο περιποιημένα κοντέσια, κολλούσαν γαϊτάνια σε ποικίλους και ωραίους συνδυασμούς. Όμορφα κεντήματα έμπαιναν και πίσω στην πλάτη, δεξιά κι αριστερά.
Τα κεντήματα αυτά ήταν ποικίλα στη σύνθεσή τους. Και δεν έφτιαχναν τα ίδια όλοι οι ραφτάδες. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές από τεχνίτη σε τεχνίτη. Πάντως όλοι δούλευαν γύρω από ορισμένες τυποποιημένες μορφές. Τα γαϊτάνια που χρησιμοποιούσαν ήταν μεταξωτά. Καμιά φορά όμως δούλευαν και με χρυσογάιτανα και τότε τα κοντέσια τα ΄λεγαν και χρυσά. Σε προικοσύμφωνο του 1738 βρίσκουμε: «και της δίνομε και ένα κοντέσι χρυσό». Kαι σε καταγραφή του 1786 διαβάζουμε: «και ένα κοντέσι κερεζόχρυσο» (χρυσοκόκκινο). Τα κεντημένα, γενικά, κοντέσια τα ΄λεγαν πλουμιστά ή πλουμάτα. Τα παλιωμένα, ουζάδα ή μισότριβα. Και τα δίχως κέντημα σκέτα ή αγαϊτάνωτα.
Συνήθως τα κοντέσια τα καταγράφανε με βάση το χρώμα τους. Σε καταμέτρηση περιουσίας του 1728 (vadim. Αρχ. Λ.), διαβάζουμε: «κοντέσι ένα κίτρινο» και σε άλλη του 1738: «κοντέσι κόκκινο». Επίσης σε μεταγενέστερη καταγραφή του 1787, βλέπουμε: «Τρία παλιοκόντεσα, τα δύο μαύρα και το άλλο άσπρο». Βρίσκουμε ακόμα πως υπήρχαν και κοντέσια με γούνα, που τα φορούσαν προφανώς οι αρχόντισσες ή, πάντως, οι εύπορες γυναίκες της χώρας. Διαβάζουμε, λοιπόν, σε καταμέτρηση του 1728: «…και ένα κοντέσι κίτρινο, μισότριβο με γούνα μουρέλα» και σε άλλη του 1750, βρίσκουμε: «κοντέσι άλικο, ρούχινο με γούνα και φιλέτα κουνάβια».
Τέλος σημειώνουμε πως έχουμε και μια κατηγορία κοντεσιών, που τα ΄λεγαν καραγκούνες. Ήταν άσπρα με κοντά μανίκια, που έπεφταν απ΄ τους ώμους, πλατιά σαν καπάκια και σκέπαζαν μόνο το απάνω μέρος του χεριού, ενώ η μασχάλη έμενε ακάλυπτη. Σ΄ ένα να παλιό λευκαδίτικο δημοτικό τραγούδι βρίσκουμε το εξής: «Κι όταν ύψωσε η φουρτούνα / ντύθ΄κε ο Μπόικος τ΄ γκαραγγούνα».
Πηγή: Πανταζής Κοντομίχης, «Η Λευκαδίτικη Λαϊκή Φορεσιά», έκδοση ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα, 1989.
________________________________________________
(vadim. Αρχ. Λ.) = Vadimonio (βενετσιάνικος όρος που σημαίνει καταγραφή ή καταμέτρηση) Αρχειοφυλακείο Λευκάδος