“Αδερφοφάγωμα”… κατά παραγγελίαν;
Γράφει η Βασιλική Γαζή,
μαθήτρια Γ τάξης ΓΕΛ Νυδριού
Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια νίκη των λαών ενάντια στον φασισμό και τη βαρβαρότητα, που στις περισσότερες χώρες τιμάται ως σύμβολο ενότητας και ελευθερίας. Στην Ελλάδα, όμως, ακόμη και η πιο γενναία σελίδα της Ιστορίας μας, η Εθνική Αντίσταση, έχει στιγματιστεί από τη διχόνοια. Δεν πρόλαβε να φύγει ο κατακτητής και η χώρα βυθίστηκε σε νέο κύκλο αιματοκυλίσματος. Όχι επειδή οι Έλληνες έχουν κάποιο “χούι” να τρώγονται μεταξύ τους, αλλά γιατί τα συμφέροντα, ξένα και ντόπια, δεν άντεχαν την ιδέα πως αυτοί που πολέμησαν, αυτοί που ματώσανε, που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας, θα ήταν κι αυτοί που θα χτίζανε το αύριο.
Κι όμως, αυτή η πραγματικότητα ακόμα διαστρεβλώνεται. Ξανά και ξανά επανέρχεται η ρητορική του “καταραμένου έθνους”, του λαού που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, οι άνθρωποι του οποίου «τρώγονται αναμεταξύ τους με κάθε ευκαιρία”, που από την απελευθέρωσή του τον 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα χρειάζεται κηδεμόνες και επιτηρητές για να “προκόψει”. Μια άποψη βαθιά επιπόλαιη αλλά και βολική, γιατί ξεπλένει όσους επωφελήθηκαν απ’τη διχόνοια και φορτώνει το φταίξιμο σ’εκείνους που τη βίωσαν στο πετσί τους. Αυτή η στάση δεν είναι ανάλυση· είναι σινιάλο για παραίτηση. Είναι το είδος της «εξήγησης» που κλείνει κάθε συζήτηση πριν καλά-καλά ξεκινήσει, σαν να πρόκειται για φυσικό νόμο και όχι για αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών, ιστορικών συγκυριών και ταξικών συγκρούσεων. Πίσω από αυτή τη φράση δεν κρύβεται μόνο η αδιαφορία για τα γεγονότα, αλλά αναπαράγεται και μια βαθιά καχυποψία απέναντι σε κάθε προσπάθεια του λαού να πάρει την τύχη του στα χέρια του. Βέβαια, παρατηρώντας με κριτική ματιά την ελληνική μας ιστορία, όχι μόνο δεν είμαστε «εκ γενετής διχασμένοι» αλλά, τις περισσότερες (αν όχι όλες) φορές που οι διαιρέσεις φτάσανε στα άκρα, δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου εθνικού «χουγιού», αλλά διότι ενεπλάκησαν ξένες δυνάμεις. Ουκ ολίγες φορές, μάλιστα, η δική τους εμπλοκή ήταν η αρχική αιτία των συγκρούσεων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Επανάσταση του 1821. Οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ προκρίτων και αγωνιστών δεν είχαν ως αίτιο κάποια “έμφυτη αχαριστία” ή «τάση προς ξεκατίνιασμα», όπως έχω ακούσει να χαρακτηρίζεται χιουμοριστικά. Επρόκειτο ξεκάθαρα για ταξική σύγκρουση· από τη μια πλευρά βρισκόταν ο λαός, οι αγωνιστές που έβαλαν το κορμί τους μπροστά για την απελευθέρωση και οραματίζονταν μια πατρίδα πραγματικά δική τους, δίκαιη, χωρίς αφέντες και ραγιάδες. Κι από την άλλη, οι προύχοντες, οι κοτζαμπάσηδες, οι ισχυροί της εποχής που ήθελαν απλώς να αντικαταστήσουν την Οθωμανική κυριαρχία με τη δική τους εξουσία, διατηρώντας αλώβητο τον πλούτο και τα προνόμιά τους. Και φυσικά, όπως άλλωστε είναι αναμενόμενο, δεν έλειπαν από την εξίσωση οι ευρωπαϊκές δυνάμεις· Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, που έπαιζαν μεταξύ τους στα χαρτιά μια ολόκληρη χώρα. Δεν ήρθαν να “μας βάλουν σε σειρά” εκεί που εμείς αδυνατούσαμε, ήρθαν να διεκδικήσουν την ανεκτίμητη πρόσβαση στην ανατολική Μεσόγειο, να διασφαλίσουν πως το νέο κράτος θα είναι πρόθυμος υπηρέτης των συμφερόντων τους. Η “βοήθειά” τους άφησε τίμημα τόσο τσουχτερό που θα τολμούσε κανείς να αναρωτηθεί αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ειλικρινά η λέξη “ελεύθερο” για να περιγραφεί το σύγχρονο ελληνικό κράτος, από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα.
Χρόνια αργότερα, το ίδιο μοτίβο επανεμφανίζεται στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού, όταν η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο: από τη μία ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, με φιλογερμανική στάση λόγω και των οικογενειακών του δεσμών, και από την άλλη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που τασσόταν υπέρ της Αντάντ και της ενεργού συμμετοχής της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ήταν απλώς μια προσωπική διαφωνία· ήταν μια σύγκρουση με γεωπολιτικές διαστάσεις, καθώς κάθε πλευρά στηριζόταν από διαφορετικές ξένες δυνάμεις που αντιμετώπιζαν την Ελλάδα σαν πιόνι στη σκακιέρα του πολέμου. Και βέβαια, πάλι ο ελληνικός λαός ήταν αυτός που πλήρωσε το τίμημα. Η χώρα βρέθηκε με δύο κυβερνήσεις, οι διώξεις, οι εξορίες και οι πολιτικές εκκαθαρίσεις έγιναν καθημερινότητα, οι υποδομές παραμελήθηκαν, η οικονομία διαλύθηκε. Μόλις λίγα χρόνια μετά, οδηγηθήκαμε στην καταστροφική Μικρασιατική Εκστρατεία και στην Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, μια τραγωδία που επισφράγισε το κόστος των εμφύλιων ερίδων και της υποτέλειας στις ξένες δυνάμεις.
Και καταλήγουμε στη πιο πρόσφατη και ανοιχτή πληγή, η οποία τέτοιες μέρες συνήθως δίνει την αφορμή στους προαναφερθέντες να λένε τις θεωρίες τους. Εμφύλιος Πόλεμος. Ποιός όμως τον ξεκίνησε; Ποιός τον όξυνε; Ποιός βούτηξε τη χώρα στο αίμα από την αρχή μέχρι το τέλος του (και μάλιστα, για πολύ καιρό μετά); Ποιός άλλος από τους Άγγλους, που ήρθαν τάχα για να μας σώσουν από τους κομμουνιστές και μετέτρεψαν την Αθήνα σε εμπόλεμη ζώνη, βάφοντας την με αίμα με τόσο ζήλο που θαρρεί κανείς πως εμπνεύστηκαν από τους Γερμανούς; Ποιός άλλος από τους Αμερικανούς, οι οποίοι γενναιόδωρα μας έδωσαν ναπάλμ, δολάρια, Σχέδια Μάρσαλ, με αντάλλαγμα το κεφάλι κάθε αριστερού, κάθε εργάτη, κάθε φτωχού που τόλμησε να ζητήσει δικαιοσύνη και ανεξαρτησία; Σκοτώθηκαν αγωνιστές, φυλακίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι, βασανίστηκε ολόκληρη η κοινωνία για να εξασφαλιστεί «σταθερότητα» και συμμόρφωση με τα δυτικά συμφέροντα.
Ο Εμφύλιος, και κάθε εμφύλιος, δεν ήταν η μοιραία συνέπεια ενός “χουγιού” των Ελλήνων, αλλά το αποτέλεσμα μιας λυσσαλέας προσπάθειας, εσωτερικής και εξωτερικής, να ξεριζωθεί από τη χώρα κάθε φωνή που απαιτούσε μια διαφορετική πορεία. Μια Ελλάδα για τους πολλούς, και όχι για τους λίγους. Και βέβαια, οι εγχώριες ελίτ δεν ήταν ποτέ μόνες τους σ’ αυτή την αποστολή. Είχαν στο πλευρό τους πρόθυμους συμμάχους, πάνοπλες “προστάτιδες δυνάμεις”, που έστρωσαν με αίμα και φωτιά τον δρόμο προς την “κανονικότητα” τους. Όλα τα μέσα επιστρατεύτηκαν για να σβηστεί το όραμα που γεννήθηκε μέσα από την Αντίσταση: μια κοινωνία δίκαιη, ισότιμη, χωρίς αφέντες και δραγουμάνους. Οι νικητές του Εμφυλίου μπορεί να έγραψαν την επίσημη Ιστορία, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να σβήσουν τη μνήμη· ποτέ δεν κατάφεραν να πείσουν όλους πως η διχόνοια ήταν νομοτέλεια και όχι επιλογή.
Γιατί η αλήθεια είναι απλή, και γι’ αυτό είναι και τόσο ενοχλητική: ο ελληνικός λαός δεν είναι καταραμένος, δεν είναι διχαστικός από τη φύση του, ούτε αυτοκαταστροφικός. Αντίθετα, έχει αποδείξει πως μπορεί να ενωθεί, να αγωνιστεί, να κάνει το αδύνατο εφικτό, όταν έχει κοινό στόχο και πίστη στη δύναμή του.
Το ζήσαμε ξανά πρόσφατα, μετά το έγκλημα στα Τέμπη. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους, ενωμένοι, με μια κοινή φωνή: «Τα κέρδη τους ή οι ζωές μας». Εργαζόμενοι, μαθητές, φοιτητές, άνεργοι· χωρίς ψεύτικους διαχωρισμούς, χωρίς φόβο. Εκείνη τη στιγμή, η διχόνοια που τόσο επιμελώς καλλιεργείται έσπασε.
Γιατί αυτοί που χρειάζονται τη διχόνοια είναι εκείνοι που κυβερνούν, και εκείνοι που τους στηρίζουν. Οι ίδιοι που τρέμουν στην ιδέα πως οι «από κάτω» θα πάψουν να βλέπουν εχθρούς ο ένας στον άλλον και θα αρχίσουν να κοιτάζουν προς τα πάνω.
Γι’ αυτό και η Ιστορία δεν τελείωσε. Γράφεται κάθε μέρα, και μπορεί να αλλάξει ξανά, όταν αποφασίσουμε να την πάρουμε στα χέρια μας.