Ένα οδοιπορικό στα Ματωμένα χώματα – Μέρος 12ο: Στη Πυρπολημένη γη – ΑΪΒΑΛΙ, ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΑ, ΚΙΡΚΙΝΤΖΕ | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Ένα οδοιπορικό στα Ματωμένα χώματα – Μέρος 12ο: Στη Πυρπολημένη γη – ΑΪΒΑΛΙ, ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΑ, ΚΙΡΚΙΝΤΖΕ

Γράφει ο Αιθεροβάμων

Ιχνηλατώντας τη γη της οδύνης

Ένα οδοιπορικό στα Ματωμένα χώματα

Μέρος 12ο – Στη Πυρπολημένη γηΑΪΒΑΛΙ, ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΑ, ΚΙΡΚΙΝΤΖΕ

Οι αρχαιολογικοί χώροι στα Μικρασιατικά παράλια είναι ατέλειωτοι. Έτσι αναγκαστικά είσαι υποχρεωμένος να επιλέξεις κάποιους απ’ όλους, παρόλο που ξέρεις πως αφήνεις για το άγνωστο μέλλον πολλά ενδιαφέροντα μέρη που έπρεπε να τα δεις γιατί και σ’ αυτά άφησε τη σφραγίδα του η Ελληνική παρουσία. Η Ιωνία είναι πάντα ένα τέλειο διάδημα μεγάλης αρχόντισσας που συνέχεια σε μαγεύει με την ομορφιά και την ιστορία που κουβαλά. Σε κάθε Ταξίδι όλοι αναζητάμε κάτι από τον εαυτό μας. Αν με το τέλος του έχουμε εντοπίσει σπαράγματα από μνήμες, ανεκπλήρωτα όνειρα και ελπίδες, όλα αυτά είναι το κέρδος μας για να συνεχίσουμε…… Σκόπιμα αφήσαμε για το τέλος τους Άγιους τόπους του Κυρ-Φώτη και της Κυρά Διδώς έτσι για ένα μικρό και ταπεινό προσκύνημα στις Χαμένες Πατρίδες… Καθώς βαδίζεις και βλέπεις ό,τι έχει απομείνει από το χιλιοτραγουδισμένο Αϊβαλί, από τα φημισμένα Μοσχονήσια, πολλές σκέψεις έρχονται και σε αναστατώνουν: Δεν θα’ χε νόημα η ζωή χωρίς το πισωκοίταγμα στα περασμένα. Αυτό το παρελθόν, που σφραγίζει την εποχή του, είναι ο παλμός κι η ανάσα του κάθε λαού, του κάθε τόπου. Ο γέρος του Εικοσιδύο πέθανε με τον καημό. Ο νέος πάλεψε για την επιβίωση. Το παιδί σφραγισμένο από τη συμφορά, μεγάλωσε στην άρνηση και δοκίμασε όλα τα δεινά και τα συνακόλουθα της προσφυγιάς. Τα παιδιά της Μικρασίας έζησαν το χαλασμό. Είδαν τη φωτιά της Πολιτείας. Άκουσαν τον γδούπο της ζωής της Πατρίδας. Αν ο χρόνος απαλαίνει τον πόνο, αμβλύνει τα πάθη, επουλώνει τις πληγές που φαίνονται και δε φαίνονται, όμως δεν κατάφερε ν’ αγγίσει τις μνήμες. Πεισματικά αγκιστρωμένες εκεί, στην αντίπερα όχθη, σκαλίζουν τη χόβολη και τ’ αποκαΐδια. Σπίθες τινάζονται που είναι θάλπος μα και οδύνη. Ερευνούν τα χαλάσματα. Ξεθάβουν νεκρούς…. Φέρνουν στην επιφάνεια θραύσματα, απομεινάρια… Σήμερα με σπαραγμό τολμώ να σας μιλήσω: Για κείνη την πυρπολημένη γη Πέρα στου Αιγαίου τ’ αγνάντεμα Που ρούφηξε σαν το αίμα της όλη την ουσία της μνήμης Μας έλεγες. Μας έλεγες Πως τέλειωναν οι πρόγονοι με μια σημαία τρομαγμένη Για κείνο τον τριγμό της μοίρας που δεν αποκάλεσες ξερίζωμα Κι ήταν οι ρίζες που βαθιά ενταφιάζονταν Μας έλεγες Και περπατούσαμε πάνω στις αιχμηρές χρονολογίες Ακούγονταν κι όλας οι γόοι των γυναικών που μαύριζαν τη μέρα Ως που φτάσαμε στην πυρπολημένη γη σου….. Ο Κυρ-Φώτης με πιάνει σα μικρό παιδί απ’ το χέρι να τριγυρίσουμε στα στενά της Πολιτείας του, να κάτσουμε στο καφενείο τ’ Αϊβαλιού για να μου δείξει με περηφάνια τις αγνές μορφές των χωριανών του: Πολλοί τους ήτανε σγουρομάλληδες κ’ ηλιοκαμένοι, συχνά ξανθότριχοι, όχι με κείνο το χρώμα που μοιάζει σα λινάρι, μα ίδιο με του ξεράγκαθου, π’ ανεμίζεται στις χέρσες ακρογιαλιές, με το πρώτο χνούδι πού ίδρωνε αλαφρά στο μουστάκι και στα μάγουλα, συνέχεια με τα τσουλούφια τους, αλισαχνιασμένο από τη θάλασσα. Οι γέροι πάλε μοιάζανε, άλλος σαν Ποσειδώνας με στριφτά γένεια από την αρμύρα, άλλος σαν Όμηρος απαράλλαχτος, άλλος σαν Άγιος Νικό­λας, άλλος σαν τ’ άγαλμα του Λαοκόοντα, άλλος σαν τον μάντη Τειρεσία, άλλος σα Σκεντέρμπεης, τέτοια σκέδια. Οι μεσόκοποι πάλε παρομοιάζανε με τον Χριστό, όπως είναι ζωγραφισμένος στα παλιά τα κονίσματά μας, με τον Άη – Γιάννη τον Πρόδρομο, με τον αντρείο Λεωνίδα, με τον Θεμιστοκλή, τον Επαμεινώνδα, κι όσοι ξουρίζανε τα γένεια τους ήτανε ίδιοι με τον Μάρκο Μπότσαρη, με τον Νικηταρά, με τον Μιαούλη, και με τους άλλους καπετανέους. Αλλά και τα ονόματά τους ήτανε αρχαία: Μιλτιάδης, Δυσσέας, Ξενοφός, Λεγωνίδας, Αλέξαντρος, Αγαμέμνονας, Δημοσθένης, Όμηρος, Αγησίλαος, Παμεινώντας, Τέρπαντρος, Πυθαγόρας, Έχτορας, Ποσειδώνας, Μιστοκλής, Αχιλλέας, Πάτροκλος, Αριστείδης, Σοφοκλής, Βριπίδης, Κλεάνθης, Τιμολέοντας, Θρασύβουλος, Φιλοχτήτης, και παλιά χριστιανικά: Σίδωρος, Ακίντυνος, Ανίκητος, Φίλιππας, Νικάνορας, Παλουλόγος, Στέργιος, Ανδρόνικος, Δούκας, Ρήγας, Φωκάς. Αρχαία πολιτεία ήτανε γι’ αυτούς η Τρωάδα κ’ η Πέρ­γαμο, κι αγιασμένα μέρη η Γερουσαλήμ και τ’ Άγιον Όρος. Μου δείχνει τη πλάση της ευλογημένης Πατρίδας του και θυμάται: Όλος ο κόσμος, ο ουρανός, η στεριά, η θάλασσα, ήτανε γεμάτος από στοιχειά κι από πνέματα. Τελώνια βρισκόντανε στα σύννεφα και στον πάτο της θάλασσας, «νυκτολάλα, αστρομαγικά, είτε εν άλσοις, είτε εν καλάμοις, είτε εν διόδοις, είτε εν ποταμοίς παρατρέχοντα». Η ειδωλολατρία κι ο χριστιανισμός ήτανε ανακατεμένα στη φαντασία τους, για τούτο το ’χανε για ένα πράμα χριστιανός και Έλληνας. Πολλά ειδωλολατρικά πράματα λέγανε πώς τα ’πε ο Χριστός, ή πώς είναι γραμμένα στο Βαγγέλιο. Υπάρχανε δέντρα και πηγάδια και πέτρες που τα ’χανε για ιερά. Η θάλασσα ήτανε αγιασμένη. Το ψωμί ήτανε αγιασμένο, δεν πατούσανε ποτές απάνου στα ψίχουλα, κι αν έπεφτε χάμου κανέ­να κομμάτι ψωμί, τ’ ανεσπαζόντανε και το προσκυνούσανε κολλών­τας το στο μέτωπο τους. Όποτε πίνανε κρασί, χύνανε λίγο στο χώμα, σα να κάνανε σπονδή. Χαιρετούσανε βάζοντας το δεξί χέρι στο στήθος και γέρνοντας αλαφρά το κορμί τους. Οι τσομπάνηδες βλέπανε πολλές φορές έναν τραγοπόδη στα μαντριά, ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Άμα αρρωστούσανε τα πρόβατα, κάνανε ξόρκια παράξενα’ άμα τελείωνε τ’ άρμεγμα, βουτούσε ο τσομπάνης το χέρι του στ’ αφρισμένο γάλα και ράντιζε τα πρόβατα, μουρμουρίζοντας μυστικά λόγια. Το βόδι και το πρόβατο τα ’χανε για βλογημένα, γιατί ζεστάνανε τον Χριστό με την ανασεμιά τους τότες πού γεννήθηκε μέσα στο παχνί’ το γίδι όμως το ’χανε για καταραμένο. Το γάδαρο βλογημένον, γιατί σήκωσε τον Χριστό, και τ’ άλογο βλογημένο, γιατί το καβαλίκεψε ο Άη – Γιώργης. Από τα δέντρα το πιο βλογημένο ήτανε η ελιά, της Παναγιάς το δέντρο. Η δάφνη, η μυρσίνη, ο βασι­λικός, το δεντρολίβανο, ο αβαγιανός, ήτανε αγιασμένα. Η συκιά καταραμένη από τον Χριστό. Οι θαλασσινοί πάλε είχανε για στοιχειωμένα κάτι βράχους, πέτρες, ξέρες και σπηλιές. Η θάλασσα άγιασε από τον Χριστό κι από τους Δώδεκα Απόστολους, πού ήτανε θαλασσινοί ανθρώποι, βλογη­μένα, και τα εργαλεία τους, τα δίχτυα και τα παραγάδια, τα δίχτυα όμως ήτανε πιο βλογημένα, γιατί σκεδιάζουνε σταυρό, έτσι που ’ναι μπλεγμένα. Στεριανοί και θαλασσινοί, είχανε την Ανατολή για βλογημένη, γιατί εκεί γεννήθηκε ο Χριστός, κι από κει βγαίνει ο ήλιος, κι όσοι ανθρώποι γεννιούνται στην Ανατολή, είναι βλογημένοι, Έλ­ληνες και Τούρκοι. Μπροστά στα μάτια σου ο Κυρ-Φώτης αναστενάζει και ένας λυγμός βαθειάς λύπης τον πνίγει: «Μοιρολογώ την κουρσεμένη πατρίδα μου, τ΄ Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, και μαζί τη ζεστή φωλιά μου, το υποστατικό πού ζούσα αποτραβηγμένος. Ήτανε ένα βραχόβουνο, μια χερσόνησο, πού μ’ αφήσανε κληρονομιά οι μπαρμπάδες μου. Είχανε ζήσει και πεθάνει πάνου κει πάππου προσπάππου, καλόγεροι οι πιο πολλοί. Τώρα… κλαίγω για το χαμό του, μα το πόσο πονώ, καταλαβαίνω πώς δε θα μπορέσω να το πω με λόγια ποτές μου. Τί να σημειώσω στο χαρτί χωρίς να κατρακυλήσει κ’ ένα ζεματιστό δάκρυ, να λιώσει τα ψηφιά; Όλοι λίγο πολύ είμαστε δεμένοι με τη γη της οδύνης, κανένας δε μπορεί να ξεχάσει το μοιρολόγι του Κυρ-Φώτη: Μα εγώ δεν θα σ΄ απαρνηθώ ποτές Γερουσαλήμ! Να χάσω το φως μου αν σε ξεχάσω, να ψάχνω με το ραβδί και να μη βρεθεί τοίχος να μου δείξει το δρόμο κι ούτε πονετικός διαβάτης να με χειροκρατήσει. Γιατί θαν έχω αρνηστεί το Θεό τον αληθινό και θε να΄ μαι παραδομένος στα είδωλα της ψευτιάς κι αντις την απλή καρδιά που ρίζωσες στο κορμί μου, θε να΄χω βάλει μέσα μου φίδια φαρμακερά, να δαγκάνουνε τα΄ αδέρφια μου τους ανθρώπους». Μένεις για λίγο μπροστά στα καπνισμένα ακόμη ερείπια του μεγάλου ξεριζωμού και νοιώθεις ένα ρίγος να σε διαπερνά: Υπερβολικά πολλές μνήμες που αναστατώνονται μέσα μου στο κάθε βήμα. Μια σχεδόν εφιαλτική συσσώρευση εικόνων όλη την ώρα. Αδιάκοπη πρόσκληση των νεκρών… Η απόγνωση των ερειπίων της Μικρασίας είναι απερίγραπτη. Στη σκέψη μας σήμερα μετά 90 χρόνια όλα είναι κατάμαυρα από την καπνιά που σκέπασε τα Μικρασιατικά παράλια: Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευόντανε το να με τα’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στη παραλία σα μαύρο ποτάμι…… Η μάζα πυκνώνει δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό. Κοιτάζω τη θάλασσα και παρόλη την ηρεμία της, εικόνες έρχονται ασταμάτητα η μια πάνω στην άλλη: Χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό. Ο ένας πιανότανε από τα μαλλιά, από το λαιμό του αλλουνού και πνιγότανε. Γαντζώνανε στα πολεμικά να σωθούνε και δεχόντανε ζεματιστά νερά και χτυπήματα με λοστούς και ξύλα. Όσοι δε χάσαμε την ψυχραιμία μας και μείναμε στις μαούνες, έτοιμοι να παλέψουμε με τη μοίρα μας, είχαμε περσότερη πίστη στη θηριωδία των Τούρκων παρά στο έλεος των συμμάχων. Η Κυρά Διδώ με δάκρυα στα μάτια μου δείχνει το όμορφο χωριοδάκι τον Κιρκιντζέ και την ακούω με αναφιλητά να λέει: Μόλις πλησιάσαμε στον Κιρκιντζέ δεν κάναμε ζάφτι την καρδία μας. Μας έπιασε σύγκρυο και κόπηκε η αναπνοή μας. Σιγουρευτήκαμε πως το χωριό ήταν ακατοίκητο και χωθήκαμε στις γειτονιές. Γλιστρούσαμε τοίχο τοίχο σαν κλέφτες. Οι πόρτες των σπιτιών τρίζανε καθώς τις ανοιγόκλεινε ο αγέρας. Θάρρειες κι είχε πέσει πανούκλα και θέρισε τους ζωντανούς. Όλα έρημα, άδεια. Στα σκαλοπάτια και στους δρόμους πεταμένα ρούχα, σπασμένα έπιπλα και γυαλικά. Που και που κανένα σκυλί αλυχτούσε λυπητερά «Γοου! Γόου! γόου!». Ως κι οι γάτες κι αυτές κλαψουρίζανε ανήσυχα, ξερά κι επίμονα κι αυγατίζανε την αγριΐλα. Κάθε σπίτι, κάθε σοκάκι, κάθε δενδρί και κάθε πετράδι από τούτη τη γης ήτανε ζυμωμένο με την καρδιά και με τη θύμησή μας. Μας πήρε το παράπονο! Μπρε δικό μας δεν είναι τούτο το χωριό; Δικά μας δεν είναι τα σπίτια; Δικά μας δεν είναι τα χώματα, τα σπαρτά τα δένδρα; Εδώ δε μεγαλώσαμε; Εδώ δε δουλέψαμε; Εδώ δεν είναι θαμμένα τα κόκαλα των πατεράδων μας; Εδώ δεν είναι τα καζάντια μας. οι μνήμες μας, τα όνειρά μας; Πως έγινε και δεν είναι πια τίποτε δικά μας; Στα μέρη αυτά δεν μπορείς να παρά νοιώσεις τη λύπη και την οργή για την επιπολαιότητα που χαρακτηρίζει την εξωτερική μας πολιτική χρόνια τώρα. Δυο ζευγάρια αθώα ματάκια με κοιτάζουν με απορία και αντικρίζοντας τα μονολογώ σιωπηρά: Δεν αισθάνομαι μίσος, το πράγμα που κυριαρχεί μέσα μου είναι το αντίθετο του μίσους, μια προσπάθεια να χωρέσει ο νους μου το μηχανισμό της καταστροφής. Το κακό έγινε, σημασία έχει ποιος εξαγοράζει το κακό! Κοιτάζω για μια τελευταία φορά αυτό τον τυραγνημένο τόπο και λέω: Δε θα έχω κουράγιο να ξαναπάω άλλη φορά σ’ αυτά τα μέρη………

Ε π ί λ ο γ ο ς

Χωρίς κανένα σχόλιο αφήνω την τραγική φωνή του Ποιητή να κλείσει αυτό το φτωχό και ταπεινό αφιέρωμα στις Χαμένες Πατρίδες……

Σημείωση: Χρησιμοποιήθηκαν κείμενα της Ιφιγένειας Χρυσοχόου (Πυρπολημένη Γη), του Φώτη Κόντογλου (Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου), της Διδώς Σωτηρίου (Ματωμένα Χώματα) και του Γιώργου Σεφέρη(Εκλογή από τις Δοκιμές).

Αιθεροβάμων

Κάντε κλικ για να διαβάσετε:
1ο Μέρος 2ο Μέρος
3ο Μέρος 4ο Μέρος
5ο Μέρος 6ο Μέρος
7ο Μέρος 8ο Μέρος
9ο Μέρος 10ο Μέρος
11ο Μέρος 12ο Μέρος


Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>