H πτώχευση της Ελλάδος του 1893 (Μέρος 10ον) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Ιαν 20th, 2017

H πτώχευση της Ελλάδος του 1893 (Μέρος 10ον)

O ΔΟΕ και η φορομανία

Του Θεόδωρου Αραβανή

(Συνέχεια από το Μέρος 9ον)

Το 1898 οι πιστωτές της Ελλάδος, είχαν προεξοφλήσει ότι η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα θα βελτιωνόταν τα επόμενα χρόνια. Η ωρίμανση της οικονομίας, η αύξηση του πληθυσμού, η αστυφιλία και το σπουδαιότερο όλων ήταν η βελτίωση της επικαταλλαγής της δραχμής, δηλαδή η ανατίμηση της δραχμής σε σταθερές αξίες χρυσού, άρα και η βελτίωση της ισοτιμίας της δραχμής (εξωτερική αξία του νομίσματος) απέναντι στα άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα. Οι δανειστές θα εισέπρατταν σε δραχμές, άρα όσο η συναλλαγματική θέση της δραχμής θα εβελτιούτο, τόσο θα εισέπρατταν περισσότερο συνάλλαγμα με το ίδιο δραχμικό προϊόν. Έτσι το προσδόκιμο των δανειστών ήταν ότι η μεγέθυνση της Ελληνικής οικονομίας και η δημοσιονομική βελτίωση θα οδηγούσε σε αυξημένες αυτών εισπράξεις. Και ταυτόχρονα οι δανειστές υπολόγιζαν ότι θα αυξάνονταν το μερίδιο, καθενός το δικό του, από στην διαδικασία απόσπασης (είσπραξης) από την Ελληνική οικονομία.

10Σύνταγμα, 1901

Συμφωνήθηκε λοιπόν (το επέβαλαν οι δανειστές) ότι το 40% από την βελτίωση των δημοσίων εσόδων θα έμενε στο Ελληνικό κράτος και το 60% θα διατίθετο για την πληρωμή τόκων και χρεωλυσίων. Απ΄ αυτό το 60%, το ήμισυ , δηλαδή το 30% θα μείωνε το οφειλόμενο κεφάλαιο των δανείων και το υπόλοιπο 30% θα διατίθετο για τους τόκους.

Οι δανειστές όρισαν ότι έπρεπε να εισπράττουν κατ΄ έτος 28 εκατομμύρια τοτινές δραχμές, σε σύνολο 90 εκατομμυρίων που υπολογίστηκε ότι εισέπραττε ετήσια το Ελληνικό κράτος. Τελικά ορίστηκε με βάση την πρακτική βλέποντας και κάνοντας και με βάση την απροσδιοριστία από τότε των Ελληνικών στατιστικών στοιχείων για την οικονομία, ότι έπρεπε από τον πρώτο χρόνο η Ελλάδα να καταβάλει συνολικά 19,5 εκατομμύρια δραχμές.

Για την εξόφληση των παλαιών δανείων προβλέφθηκε χρεωλύσιο 1,28-1,72% του κεφαλαίου και 32%-42% τόκος ανάλογα με το δάνειο.

Γενικά τα πλεονάσματα των παραπάνω προσόδων (υπέγγυοι πρόσοδοι), δηλαδή οι εισπράξεις από τελωνεία, μονοπώλια, φόρο καπνού, σμύριδα Νάξου και μονοπωλίων και η όποια βελτίωση της νομισματικής επικαταλλαγής, αφιερώθηκαν για την καταβολή στους τόκους.

Απαγορεύτηκε η άσκηση της αναγκαστικής κυκλοφορίας περαιτέρω (δηλαδή απαγορεύτηκε η έκδοση χαρτονομίσματος χωρίς κάλυμμα σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα). Και επιβλήθηκε ο περιορισμός της αναγκαστικής κυκλοφορίας που υπολογίστηκε τότε σε 90 εκατομμύρια δραχμές. Ορίστηκε εδώ ότι κάθε χρόνο θα αποσύρονταν 2 εκατομμύρια αναγκαστικού εκδοθέντος Ελληνικού χαρτονομίσματος.

Παρένθεση: Το τελευταίο -για την ύπαρξη αναγκαστικής κυκλοφορίας με διάφορες μορφές σε μια εγχρηματοποιημένη οικονομία-, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για να κατανοηθούν οι δομές και η όλη structura (κατασκευή) της τωρινής ουσιαστικά χρεωκοπίας της Ελλάδος, με κύρια προσδιοριστική αναφορά από την εισαγωγή και λίγο πριν, του ευρώ ως γενικό συναλλακτικό ισοδύναμο της Ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας.

11Νόμος ΒΦΙΘ

Το ευρύτατο φάσμα διοικητικό-εισπρακτικό, που άρχισε να εφαρμόζεται και εφαρμόστηκε τα επόμενα χρόνια 1899-1909, υπό τον δρακόντειο έλεγχο των δανειστών περιελάμβανε τα παρακάτω μέτρα που ουσιαστικά οριζόταν απ΄ την υπερκυβέρνηση (την ΔΟΕ δηλαδή) της εποχής και με βάση τον Νόμο ΒΦΙΘ της 26-02-1898.

Ορίστηκε ο μακροβιότερος υπουργός οικονομικών (1899-1907), όπως απεδείχθη, από καταβολής Ελληνικού κράτους, ο Βουλευτής Παρνασσίδας Ανάργυρος Σιμόπουλος.

Εποπτεία των δημοσίων υπηρεσιών από τους επιθεωρητές της ΔΟΕ και απόλυση ή αντικατάσταση όσων κρατικών υπαλλήλων θα υπεδείκνυαν αυτοί οι επιθεωρητές. Στις κοινωνικές αναφορές της εποχής υπάρχουν και περίεργα συμβάντα προνομιακής μεταχείρισης και ψιλοδοσοληψιών μεταξύ επιθεωρητών της ΔΟΕ και διορισμών κρατικών υπαλλήλων μετά από αντικατάσταση άλλων!!!!, μια που τότε οι κρατικοί υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι. Και που αυτά τα χρόνια μορφοποιήθηκε και το μετέπειτα σύνδρομο της πλατείας Κλαυθμώνος.

Μεταξύ του 1896 έως το 1910 οι έμμεσοι φόροι συνολικά αυξήθηκαν κατά 80%.

Επιβλήθηκε το 1901 αυξημένη υπερβολικά γενικευμένη και εφάπαξ η προκαταβολή φόρου επιτηδεύματος (που διατηρείται ως τις μέρες μας), που προκάλεσε και αγανάκτηση και θυμηδία, φόρος που τα ομοειδή επαγγέλματα διαφοροποιούνταν μόνο στην βάση του πληθυσμού της πόλεως της χώρας, που εδραζόταν ο επιτηδευματίας.

Στην κοινωνική αντίδραση και για να αποφύγει το προκηρυχθέν «επικίνδυνο» συλλαλητήριο στην Αθήνα και στις επαρχιακές πόλεις δια την «γενικευμένη κοινωνική πυρκαγιά», και ύστερα από υπόδειξη και σύμφωνη γνώμη της ΔΟΕ, ο υπουργός Ανάργυρος Σιμόπουλος υπαναχώρησε ως προς την εφάπαξ προκαταβολή του και καθόρισε τελικά να καταβάλλεται σε τεταρτημόρια, (προκαταβολή κάθε τριμήνου). Η μη προκαταβολή του φόρου οδηγούσε σε μη προστασία του νόμου και σε καταδίκη του σε εμπορικές υποθέσεις έναντι άλλων.

Το 1905 με νομοσχέδιο του Σιμόπουλου περιορίσθηκαν τα ποσά συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων (ο ιδιωτικός τομέας τότε δεν είχε συντάξεις) και αυξήθηκαν οι εισφορές των εργαζομένων, μειώνοντας έτσι τους μισθούς. Επίσης αυξήθηκε ο χρόνος παραμονής στην υπηρεσία για την συνταξιοδότηση. Και βέβαια τα παραπάνω μέτρα του ασφαλιστικού δεν ίσχυσαν για τους στρατιωτικούς και την στρατιωτική αστυνομία (χωροφυλακή) διευκολύνοντας έτσι την ψήφιση του νομοσχεδίου, αλλά και εγκαθιδρύοντας την επίσημη αντιπαλότητα μεταξύ χωροφυλακής (στρατιωτικής αστυνομίας) και πολιτών για την είσπραξη των αμέσων φόρων (φόρων αροτριώντων κτηνών, των αμπελιών, του λαδιού,της σταφίδας, των οικοδομών, του επιτηδεύματος).

Ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο που κατά χρονιές η παραγωγή της σταφίδας δεν πήγε καλά ή είχαν πέσει οι τιμές, οι φυγόδικοι κυνηγημένοι πολίτες, που δεν είχαν να πληρώσουν τους φόρους, πολλαπλασιάστηκαν. Αλλά βρέθηκε τελικά και για αυτούς λύση, η συμφωνημένη κρατικά επί χρεωστουμένων ναύλων, μετανάστευση.

Το θέμα της μετανάστευσης της εποχής θα αναφερθεί παρακάτω.

Ακολούθησε η διοικητική αναδιοργάνωση της Ελλάδος και ο περιορισμός του αριθμού των βουλευτών (βολευτές λεγόταν ως την εποχή εκείνη). Από 234 που ήταν έγιναν 177 και καθιερώθηκε το πλαφόν για την Αθήνα και Πειραιά μέχρι 10 Βολευτές.

Περιορίστηκαν οι νομοί της χώρας και οι επαρχίες διοικητικά. Στα Επτάνησα δημιουργήθηκαν 3 νομοί, Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου. Η Λευκάδα υπήχθη στον νομό Κερκύρας με την ομώνυμη πρωτεύουσα. Η Κεφαλληνία με την Ιθάκη άλλος νομός και η Ζάκυνθος άλλος νομός. Ο μισθός των νομαρχών ορίστηκε σε 45ο το μήνα (ισόποσο 14-15 χρυσές Αγγλικές λίρες), πολύ μεγάλο ποσόν για την εποχή. Η νοοτροπία του κρατικού αστισμού στην κοινωνική οργάνωση της χώρας, εδώ και σε αυτή την υψηλή αμοιβή του διορισμένου Νομάρχη της εποχής βρίσκει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του 19ου και το 20ου αιώνα.

Καταργήθηκε η παρουσία της στρατιωτικής αστυνομίας στις μικρότερες πόλεις και τα χωριά και καθήκοντα αστυνόμευσης ανατέθηκαν σε δημοτικό αστυνόμο που εκλέγονταν από το δημοτικό συμβούλιο και τον πλήρωναν οι πολίτες του Δήμου. Ή ακόμα καθήκοντα αστυνόμου ασκούσε επ΄ αμοιβή ο ίδιος ο Δήμαρχος.

Για την αστυνόμευση της υπαίθρου και το κυνήγι των φυγόδικων ή μη καταβαλόντων τους φόρους λειτουργούσαν τα αποσπάσματα από τις κεντρικότερες πόλεις.

Καταργήθηκαν οι επιθεωρητές των δημοτικών σχολείων και απολύθηκαν -όπου καταργούνταν η θέση- οι επιθεωρητές. Ακόμη σε περιοχές καταργήθηκε η βασική εκπαίδευση και αν τα χωριά ήθελαν σχολείο έπρεπε να διαθέτουν το κτίριο, και την συντήρησή του και να πληρώνουν τους δασκάλους.
Το 1908 υπουργός οικονομικών ανέλαβε ο Αθανάσιος Ευταξίας (την ίδια χρονιά πέθανε ο Ανάργυρος Σιμόπουλος «ο μύστης της φορομανίας») που και αυτός κινήθηκε στο ίδιο κλίμα της «φορομανίας».

Στο τέλος της περιόδου της γενικευμένης φορομανίας, ο Αθανάσιος Ευταξίας ως πούργας των οικονομικών, αντικατέστησε τους άμεσους φόρους που υπήρχαν μέχρι τότε (αρωτριώντων κτηνών -είχε αντικαταστήσει την δεκάτη-, αμπελιών, λαδιού, της σταφίδας, των οικοδομών, και του επιτηδεύματος). Οι νέοι φόροι επιβλήθηκαν επί του εισοδήματος, των κινητών αξιών, των κληρονομιών, των οικοπέδων με αξία πάνω από 5000 δραχμές (τότε 190-210 χρυσές λίρες περίπου).

Αυξήθηκε ο φόρος στα βοσκήσιμα χωράφια (βοσκήσιμες γαίες τις ονόμαζαν τότε). Επιβλήθηκε φόρος στις εταιρείες φωταερίου και ηλεκτρισμού, στις ιδιωτικές μεταφορικές άμαξες, στα ελάχιστα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν τότε, σε βιομηχανίες, φορολογήθηκαν και όσα επαγγέλματα δεν φορολογούνταν ως τότε. Αυξήθηκε ο φόρος εισοδήματος σε τράπεζες, ανώνυμες εταιρείες, των ασφαλιστικών εταιρειών, των ατμοπλοϊκών συγκοινωνιών, των μεταλλείων, των λατομείων. Επιβλήθηκαν υψηλοί έμμεσοι φόροι στο οινόπνευμα, την κατανάλωση ηλεκτρικού φωτός, την κατανάλωση φωταερίου, τις εκρηκτικές ύλες, στην χρήση ρετσινιού. Το ψωμί επιβαρύνθηκε με τελικό φόρο κατανάλωσης 30%, η ζάχαρη με φόρο 200%, το πετρέλαιο με φόρο 300%, και το αλάτι με φόρο 1400%. Στην υψηλή φορολογία του αλατιού, ως έσοδο του κράτους, χρωστάνε οι κάθε λογής αλυκές από τότε την οργάνωσή των και την διάρκεια λειτουργίας των για χρόνια ως τις αμέσως μεταπολεμικές δεκαετίες.

Στο τέλος της περιόδου της φορομανίας, όλη την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και ως το 1912 (ν.4812/12) και την εμπλοκή της χώρας στους Βαλκανικούς πολέμους και στην συνέχεια στον παγκόσμιο πόλεμο, καταργήθηκαν και οι ευρύτεροι Δήμοι και η ως τότε πρόσδεση των χωριών σε αυτούς που ίσχυαν ως τότε ως διοικητική διαίρεση και οργανώθηκαν οι κοινότητες ανά χωριό με την αυτοργάνωση λειτουργικά για να περιοριστούν τα έξοδα των Δήμων.

Το 1910 με πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών τον Στέφανο Δραγούμη με νόμο επιτράπηκε στην Εθνική Τράπεζα τραπεζογραμμάτια πέρα απ΄ το εκδοτικό καλυμμένο δικαίωμα, με στόχο να αγοράζει χρυσό και συνάλλαγμα. Το συνάλλαγμα η τράπεζα μπορούσε να πουλήσει με μικρή προμήθεια μέχρι εξαντλήσεώς του.

Και ταυτόχρονα ψηφίστηκε και νόμος ΓΧΜΑ, 3641, και εφαρμόστηκε άμεσα, που αφορούσε την κυκλοφορία των νομισμάτων. Τα παλιά ασημένια νομίσματα της μίας και δύο δραχμών είχαν εξαφανιστεί. Είχαν κυκλοφορήσει τα χάρτινα κέρματα («κερματικά γραμμάτια») αντίστοιχα της μιας και δύο δραχμών. Αποσύρθηκαν με τον νόμο αυτό τα χάρτινα κέρματα και επανήλθαν τα ασημένια, τα οποία ως ασημένια είχαν σωρευτεί σε άλλες χώρες ως συνάλλαγμα. Με αυτό τον τρόπο μειώθηκε η νομισματική κυκλοφορία κατά δώδεκα εκατομμύρια δραχμές, όπως υπολογίστηκε και με βάση την τότε συναλλαγματική διαμορφωθείσα ισοτιμία της δραχμής, που το 1910 είχε φτάσει στο άρτιο (1 φράγκο = 1 δραχμή) με το Γαλλικό νόμισμα. Έτσι καλύφθηκε για μια εξαετία η υποχρέωση της Ελλάδος να αποσύρει κάθε χρόνο 2 εκατομμύρια δραχμές, για τον περιορισμό της αναγκαστικής κυκλοφορίας, που είχε δεσμευτεί από το 1898 με τον νόμο ΒΦΙΘ/1898 για την σύσταση του Διεθνούς Ελέγχου.

(Συνεχίζεται)

Στοιχεία ελήφθησαν από:
-Ανδρεάδης Ανδρέας: Μελέται.
-Βαλαωρίτης Αρ. Ιωάννης: Η Ιστορία της ΕΤΕ.
-Τάσος Βουρνάς: Η Ελληνική ιστορία.
-Δερτιλής: Ιστορία του Ελληνικού κράτους.
-Θανάσης Καλαφάτης: Διάφορα μελετήματα και άρθρα για την πτώχευση του 1893.
-Ευάγγελος Χεκίμογλου: Διάφορα κείμενα του για πτώχευση του 1893.
-Διάφορα συγγράμματα και άρθρα από περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.

Διαβάστε:

Μέρος 1ον Μέρος 2ον Μέρος 3ον Μέρος 4ον Μέρος 5ον
Μέρος 6ον Μέρος 7ον Μέρος 8ον Μέρος 9ον


Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>